Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Για τη δίκη της Ρόδου σήμερα ο λόγος. Και για τη συγκλονιστική αγόρευση της Εισαγγελέως της έδρας κατ’ αυτήν. Ας θυμηθούμε εν συντομία την υπόθεση, για να έχουμε ένα σημείο αναφοράς της κριτικής μας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που διαβάστηκε κατά την έναρξη της δίκης, οι κατηγορούμενοι, δύο νέοι άνθρωποι της μετεφηβικής ηλικίας, διέπραξαν σε βάρος του θύματός τους, μιας δηλ. συνομήλικης με αυτούς φοιτήτριας, δύο εγκλήματα: ήτοι αφ’ ενός μεν έναν βιασμό από κοινού και αφ’ ετέρου μία ανθρωποκτονία εκ προθέσεως επίσης από κοινού. Εάν όμως ληφθούν υπόψη οι λεπτομέρειες της υπόθεσης που προέκυψαν από την ανάκριση, τότε γίνεται σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε με δύο βαριά εγκλήματα, αλλά με μία ανείπωτη κτηνωδία, την οποία προβάλλει με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο η συνολική εγκληματική συμπεριφορά των δραστών απέναντι στο θύμα τους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να αξιολογηθεί η πρωτοφανούς αγριότητας περίπτωση των δύο νεαρών κατηγορουμένων στη δίκη της Ρόδου, οι οποίοι, αφού πρώτα βίασαν ομαδικά την άτυχη κοπέλα, την έδειραν ύστερα ανηλεώς και οι δύο μαζί, προφανώς διότι έκανε το σφάλμα να τους πει ότι θα τους καταγγείλει στην Αστυνομία. Στη συνέχεια, αντί να την πάνε και να την αφήσουν στο νοσοκομείο, όπως τους παρακαλούσε επίμονα, την έδεσαν με ένα σχοινί από πάνω έως κάτω, την έβαλαν στο αυτοκίνητο του ενός από αυτούς και την πέταξαν ζωντανή από τα βράχια στη θάλασσα για να πνιγεί, όπως έγινε τελικά!!!

Με τέτοια περιστατικά είναι να θαυμάζει κάποιος τις λαμπρές επιδόσεις του σημερινού πολιτισμού μας στην Ελλάδα. Και να αποδίδει τις σχετικές «περγαμηνές» αυτού του πολιτισμού σε εκείνους που πραγματικά τις δικαιούνται: Στην «προοδευτική» κοινωνία μας, στα σχολεία της και στις οικογένειές της, που στο όνομα του «προοδευτισμού» έκαναν «έξωση» του Ναζωραίου και της Διδαχής Του από τη ζωή των παιδιών και με τα μηδενιστικά αξιακά πρότυπα που τους προβάλλουν διαμορφώνουν μία αγωγή που είναι ανήμπορη, όπως αποδεικνύεται, να τα μάθει να σέβονται τους στοιχειώδεις κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης. Με τις παιδαγωγικές ανεπάρκειες και στρεβλώσεις της αλλά και με τις παραλείψεις της, αυτή η «προοδευτική» κοινωνία «υποθάλπει» στην ουσία τα παιδιά της στο ξεκίνημα της ζωής τους να γίνονται όλο και πιο ανάλγητα. Πιο άγρια ακόμη και από τους σατανιστές ή τους τζιχαντιστές. Πολλές φορές τα διάφορα εγκλήματα δεν έχουν μόνον εκείνους που τα διέπραξαν, τους φυσικούς δηλ. αυτουργούς τους. Εχουν και τους φανερούς ή άδηλους «ηθικούς αυτουργούς» ή «συνεργούς» τους. Οι τελευταίοι και όταν ακόμη ευθύνονται ποινικά, δεν μειώνουν ποτέ το μέγεθος της ενοχής των πρώτων. Εισπράττουν απλά και αυτοί το «τίμημα» των δικών τους ενοχών. Εάν όμως ξεφεύγουν από το πλαίσιο της ποινικής ευθύνης, δεν τους προσπερνάς αδιάφορα, αλλά τους «φωτογραφίζεις», για να δουν και αυτοί κάπου τον εαυτό τους στο «κάδρο» του συγκεκριμένου εγκληματικού συμβάντος που «διαφημίζει» τον πολιτισμό μας.

Εγινε λοιπόν η δίκη, διεξήχθη η αποδεικτική διαδικασία, όπως προβλέπεται σχετικά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και μετά το πέρας αυτής, ήλθε η ώρα των αγορεύσεων. Σύμφωνα με το ποινικό δικονομικό μας σύστημα, αγορεύει πρώτα ο Εισαγγελέας της έδρας, ακολουθεί στη συνέχεια ο ενδεχομένως παριστάμενος για υποστήριξη της κατηγορίας παθών ή αδικηθείς, και τελευταίος μιλάει πάντα ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Την κατηγορούσα αρχή εκπροσωπούσε μία εισαγγελική λειτουργός. Η αγόρευσή της – όπως έγινε γνωστή από εκτενή αποσπάσματα αυτής που παρουσιάστηκαν στα τηλεοπτικά δίκτυα ή στα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ήταν ένα διευρυμένο «κατηγορητήριο», όχι μόνο για αυτούς που δικάζονταν στη δίκη της Ρόδου, αλλά και για εκείνους που προσπάθησαν να αμβλύνουν την κτηνωδία των πρωταγωνιστών αυτής της δίκης. Μία αγόρευση «κόλαφος» στην υποκρισία και στον επιτηδευμένο καθωσπρεπισμό πολλών από εμάς. Γι’ αυτό συγκλόνισε την κοινή γνώμη και την έκανε να δακρύσει. Δεν παραβλέπω ασφαλώς κάποια σημεία της σχετικής εισαγγελικής αγόρευσης που ελέχθησαν καθ’ υπερβολήν λόγου και θα μπορούσαν να δώσουν «λαβή» είτε για την απαξίωση του δικαιώματος υπεράσπισης είτε για την έκθεση σε ανυποληψία όλων συλλήβδην των δικηγόρων. Προφανώς η κτηνωδία των κατηγορουμένων σε συνδυασμό με την αλλαγή της υπερασπιστικής τους γραμμής, η οποία αποδόθηκε σε μεθοδεύσεις των συνηγόρων τους, προβοκάρισαν την Εισαγγελέα της έδρας και έβαλαν στο στόμα της εκφράσεις που διαστρέβλωναν το αληθινό νόημα των κρίσεών της, δίνοντας την εντύπωση ότι είχαν γενικευμένο χαρακτήρα για το δικηγορικό λειτούργημα, ενώ αφορούσαν συγκεκριμένους δικηγόρους της υπόθεσης, όπως η ίδια διευκρίνισε την επομένη με τις σχετικές δηλώσεις της.

Εν πάση περιπτώσει μια ατυχής εισαγγελική έκφραση, που ελέχθη εν τη ρύμη του λόγου και θα μπορούσε να ζητηθεί η ανασκευή της από τους θιγομένους φορείς, δεν δικαιολογεί την αντίδραση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων να ζητήσει την πειθαρχική δίωξη της συγκεκριμένης εισαγγελικής λειτουργού. Τέτοιες ακραίες και εν θερμώ αντιδράσεις εκθέτουν το δικηγορικό σώμα και δεν συμβάλλουν ασφαλώς στη βελτίωση της έξωθεν καλής μαρτυρίας του, που αμφισβητείται έντονα από την κοινωνία η οποία ως γνωστόν, δεν έχει καλή γνώμη για τους δικηγόρους. Και οι «γνώμες» δεν σχηματίζονται αυθαίρετα. Στηρίζονται σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Ακόμη πιο προκλητικό όμως ήταν το ατόπημα του Υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, ο οποίος με σχετική ανάρτησή του στην προσωπική του ιστοσελίδα έκανε υποδείξεις στη συγκεκριμένη εισαγγελική λειτουργό και δι’ αυτής σε όλους τους Εισαγγελικούς και Δικαστικούς Λειτουργούς, για το πώς πρέπει να ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα! Τι έπραξε η ευαίσθητη ολομέλεια των «συλλειτουργών της Δικαιοσύνης» για να καταδικάσει την απαράδεκτη παρέμβαση της Εκτελεστικής Εξουσίας στο έργο της Δικαστικής; Ετοίμαζε «γκιλοτίνες» ζητώντας την «κεφαλήν επί πίνακι» μίας γενναίας εισαγγελικής φωνής που έβαζε τη Δικαιοσύνη πάνω από όλες τις αξίες της ζωής: «Ας αποδοθεί δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος όλος». Συγκλονιστικός λόγος!

Ταυτίστηκε, είπαν οι κατήγοροι αυτής της αξιοζήλευτης Εισαγγελέως, δικονομικώς ανεπίτρεπτα με το θύμα. Αστοχη μομφή. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας απαγορεύει τη μεροληψία υπέρ του ενός διαδίκου μέρους σε βάρος του άλλου. Επιβάλλει όμως τη συνηγορία υπέρ των αξιών και των αγαθών που στραγγαλίσθηκαν εν τω προσώπω ορισμένου θύματος. Ετσι, όταν η Εισαγγελέας έλεγε ότι «από δω και πέρα εγώ και η Ελένη θα είμαστε ένα και θα πορευόμαστε μαζί στη ζωή», υπογράμμιζε το αυτονόητο: ότι δηλ. στη ζωή της θα είναι πάντα θερμός συνήγορος κάθε ατιμασμένης κόρης, κάθε σκαιώς δολοφονημένης ύπαρξης και προπαντός της πνιγμένης στον πιο βρώμικο «βούρκο» ανθρώπινης αξιοπρέπειας! Το να είναι κάποιος «ρηχός» ή «κοντόφθαλμος» στις αναγνώσεις ή στις προσεγγίσεις του αποτελεί ένδειξη φυσικής ή πνευματικής ανεπάρκειας. Το να θέλει όμως να γίνει «σταυρωτής» εκείνου, ο οποίος υποστηρίζει όσα αυτός δεν βλέπει ή δεν κατανοεί, είναι κάτι που υπερβαίνει και τη λογική και τη δικαιοκρισία. Ας μη λησμονούμε ότι η ιστορία ήταν πάντα με το μέρος των αδίκως σταυρουμένων και όχι με εκείνους που τους έβαζαν ανενδοίαστα τα «καρφιά», υπερασπιζόμενοι το σύστημα που εκπροσωπούσαν.