Η λατρεία της Εκκλησίας έχει τριπλό χαρακτήρα, ακολουθώντας την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης η οποία όμως νοηματοδοτείται από το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

α΄. Υπενθυμίζει ένα θεϊκό έργο του παρελθόντος. Κέντρο της Θείας λατρείας της Εκκλησίας μας είναι το μυστήριο της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού που ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει μέγα της ευσεβείας μυστήριο (Προς Τιμόθεον Α΄ γ΄ 16). Το καθιστά ενεργούμενο στο παρόν. Γι’ αυτό ψάλλουμε στις εορτές «Σήμερον ο Χριστός γεννάται ή κρεμάται» κ.τ.λ.

Η πράξη του παρελθόντος που μνημονεύει η ορθόδοξη χριστιανική λατρεία μας δεν είναι απλή ανάμνηση του εορταζομένου γεγονότος ούτε επέτειος, αλλά κλήση-κάλεσμα για να ανταποκριθεί ο άνθρωπος με την πίστη του και τον αγώνα του στην ενέργεια του Τριαδικού Θεού και να σωθεί. Είναι η προσφορά του Κυρίου Ιησού Χριστού για τη σωτηρία μας, της οποίας καρποί είναι η Ανάσταση και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μάς παρέχει τον τρόπο να δεχθούμε τον καρπό της θυσίας Του, που πρόσφερε στο θυσιαστήριο του Σταυρού με τη συμμετοχή μας στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (Προς Εβραίους ιγ΄, 10).

β΄. Στο παρόν πραγματοποιείται μία κοινωνία που μας προετοιμάζει για την αιώνια κοινωνία μας με τον Τριαδικό Θεό στον ουρανό.

Η Θεία λειτουργία που αποτελεί το κέντρο της νέας λατρείας και την είσοδό μας στη νέα (καινή) ζωή είναι το «σημείον», η απόδειξη και η βεβαίωση αφ’ ενός προς τον πιστό, ότι γίνεται αποδεκτός στην ουράνια κοινωνία, αλλά και μέσο για να την επιτύχει.

Με τη Θεία λειτουργία ο ένδοξος Κύριος Ιησούς Χριστός μας είναι μυστηριωδώς παρών για να ενωθούμε εμείς με το Σώμα και το Αίμα που Εκείνος πρόσφερε, ώστε να γίνουμε όλοι ένα και μόνο σώμα που να δοξάζει τον Πατέρα «εν Χριστώ» διά του αγίου Πνεύματος (Κορινθίους Α΄ ι΄ 16, ια΄ 24, Φιλιππησίους γ΄ 13).

Οι ιεροπραξίες που τελούνται στην Εκκλησίας μας όμως και που μας ενώνουν με τον Κύριο Ιησού Χριστό και με την ουράνια λατρεία Του συνεπάγονται ορισμένες ηθικές προϋποθέσεις:

Με το Αγιο Βάπτισμα πεθαίνουμε για την αμαρτία, για να ζήσουμε την αγία ζωή του αναστημένου Κυρίου Ιησού Χριστού (Προς Ρωμαίους στ΄, 1-11, Προς Κολοσσαείς γ΄, 1-10, Α΄ Πέτρου α΄, 14 και εξής).

Οταν αμαρτάνει λοιπόν κάποιος, σημαίνει ότι γίνεται ανάξιος της κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου και ότι η κοινωνία Τους γίνεται καταδίκη γι’ αυτόν (Προς Κορινθίους Α΄, ια΄, 27 και εξής).

Αντίθετα, όταν κάποιος ακολουθεί τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν ενώνεται στην αγάπη που ενέπνευσε τη θυσία Του με μία διαρκή πιστότητα και συνέπεια στις απαιτήσεις της κατά Θεόν ζωής, σημαίνει ότι γίνεται ο ίδιος ζωντανή θυσία ευάρεστη στον Θεό (Προς Κολοσσαείς γ΄, 12-17.).

Τότε η τελετουργική λατρεία μας με την ψαλμωδία των αίνων, εκφράζει την πνευματική λατρεία της διαρκούς ευχαριστίας μας προς τον Πατέρα διά του Υιού, Του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

γ΄. Η εσχάτη Ημέρα θα σημάνει το τέλος για τις ιεροτελεστίες που την αναγγέλλουν, και τις τελούμε «άχρις ου αν έλθη» (Προς Κορινθίους Α΄, ια΄, 26 ). Ο θυσιαζόμενος Αμνός θα έλθει ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της Νύμφης Του «Μαράν αθά» (έρχου Κύριε) (Αποκαλύψεως κβ΄, 17, Προς Κορινθίους Α΄, ιστ΄, 22) για να τελέσει τους γάμους Του μαζί Της (Προς Κορινθίους Α΄, ια΄, 26, ιστ΄, 22, Αποκαλύψεως ια΄, 7-22).

Τότε δεν θα υπάρχει πια ναός για να συμβολίζει την παρουσία του Θεού ανάμεσα στον λαό Του. Στην ουράνια Ιερουσαλήμ η δόξα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δεν θα φανερώνεται πια με «σημεία» (Αποκαλύψεως κα΄, 22), αλλά «καθώς εστί».