Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου

 

O Άγιος Παΐσιος δεν έγραψε πολλά βιβλία. Φρόντισε όμως να γράψει με τον δικό του, απλό και γλαφυρό τρόπο, ένα βιβλίο για τον Άγιο Αρσένιο, τον άνθρωπο που τον βάφτισε και σημάδεψε τη ζωή του, και ας ήταν μωρό όταν εκείνος εκοιμήθη. «Μεγάλη υποχρέωση αισθάνομαι στον πατέρα Αρσένιο για τ’ όνομα που μου ’δωσε, μαζί με τις άγιες ευχές», γράφει ο Παΐσιος στο βιβλίο του «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης».

Ο Άγιος Αρσένιος γεννήθηκε γύρω στα 1840, στα Φάρασα ή Βαρασιό, ένα από τα έξι χωριά όπου κυριαρχούσαν οι χριστιανοί στην περιφέρεια της Καππαδοκίας, από πλούσιους γονείς, τον Ελευθέριο και τη Βαρβάρα Αννησαλήχου, οι οποίοι απέκτησαν δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο. Ο δεύτερος, όταν αποφάσισε να γίνει μοναχός, έλαβε το όνομα «Αρσένιος».

Σύμφωνα με όσα έχουν φτάσει έως τις μέρες μας, τα δύο αδέλφια κάποια στιγμή πήγαν στο κτήμα τους, που ήταν δίπλα στον χείμαρρο Εκβάση. Το νερό παρέσυρε τον μικρό Θεόδωρο και, όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα, ένας καλόγερος καβαλάρης τον άρπαξε και τον έβγαλε στην άλλη όχθη. Από τότε έλεγε παντού ότι θα γίνει και αυτός καλόγερος.

Μεγαλώνοντας χωρίς γονείς, ο Θεόδωρος βρέθηκε να σπουδάζει στη Νίγδη, δίπλα στη δασκάλα αδελφή του πατέρα του, η οποία στη συνέχεια τον έστειλε στη Σμύρνη, για να συνεχίσει τις σπουδές του.

Κάθε καλοκαίρι, την περίοδο των διακοπών, ο Θεόδωρος επέστρεφε στα Φάρασα, όπου μάζευε τα παιδιά και τα μάθαινε γράμματα. Κάποια στιγμή, οι συγγενείς του θέλησαν να τον παντρέψουν, αλλά η νεαρή που του προξένευαν αρνήθηκε να παντρευτεί «έναν καλόγερο». Έτσι, βρέθηκε στη Σμύρνη και πάλι, όπου, όπως αναφέρει ο Παΐσιος, «εκτός από τα ελληνικά και τα εκκλησιαστικά γράμματα, έμαθε και αρμενικά και τουρκικά, καθώς και λίγα γαλλικά».

Κάθε καλοκαίρι, την περίοδο των διακοπών, ο Θεόδωρος επέστρεφε στα Φάρασα, όπου μάζευε τα παιδιά και τα μάθαινε γράμματα. Κάποια στιγμή, οι συγγενείς του θέλησαν να τον παντρέψουν, αλλά η νεαρή που του προξένευαν αρνήθηκε να παντρευτεί «έναν καλόγερο»

Και δάσκαλος

Μετά το τέλος των σπουδών του, σε ηλικία 26 χρόνων, πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα «Αρσένιος». Στη μονή δεν έμεινε πολύ, αφού ο μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄ τον έστειλε στα Φάρασα, για να μάθει τα παιδιά γράμματα. Οι Τούρκοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ενέργειες του Αρσένιου, ο οποίος όμως, για να αποφύγει τις αντιδράσεις, στην αίθουσα όπου δίδασκε δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες, απλωμένα στο δάπεδο. Πάνω στα δέρματα κάθονταν τα παιδιά, ώστε, όταν περνούσαν οι Τούρκοι, να φαινόταν ότι προσεύχονταν.

Για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια δίδασκε τα παιδιά ως διάκος. Πρεσβύτερος έγινε αργότερα, στην Καισάρεια, από την οποία άρχισε να επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους.

Στα Φάρασα ο Αρσένιος ξεκίνησε να αναπτύσσει σημαντική πνευματική δράση, ενώ με πρόσχημα τον έρανο για να βοηθήσει τους φτωχούς ερχόταν σε επαφή με όλους τους χριστιανούς, χωρίς οι Τούρκοι να αντιδρούν. Ο λόγος του ενίσχυε σημαντικά τους Έλληνες, αλλά περισσότερο τους δυνάμωνε «η άφθονη θεία χάρη, με την οποία θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα».

Μέρα με τη μέρα, ο λόγος και τα έργα του Αρσένιου γίνονταν όλο και πιο γνωστά. Οι κάτοικοι πλέον από όπου περνούσε του πήγαιναν αρρώστους να τους διαβάσει, ανεξάρτητα από το εάν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι.

Για να γίνουν κατανοητά τα λόγια του Ευαγγελίου στους κατοίκους της περιοχής του, είχε μεταφράσει πολλές περικοπές στη φαρασιώτικη γλώσσα, ενώ στην εκκλησία συνήθιζε να το διαβάζει στα ελληνικά, τα φαρασιώτικα και τα τουρκικά.

Χριστιανοί και Τούρκοι τον επισκέπτονταν στο σπίτι του, προκειμένου να τους θεραπεύσει. Δίπλα είχε φτιάξει ένα μικρό κελί, όπου απομονωνόταν, συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή, χωρίς να δέχεται κανέναν. Μάλιστα, τις μέρες αυτές, εάν πήγαινε κάποιος ασθενής, συνεννοούνταν με τον Αρσένιο με νοήματα. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Παΐσιος, οι άρρωστοι την Τετάρτη και την Παρασκευή αντί να τον ενοχλούν πήγαιναν, έπαιρναν χώμα από το κατώφλι της πόρτας του, άλειφαν με αυτό το πονεμένο μέρος του σώματος και θεραπεύονταν.

 

Κελί-εκκλησάκι

Με τον καιρό το κελί είχε μετατραπεί σε χώρο όπου έφταναν καθημερινά δεκάδες άτομα, Έλληνες και Τούρκοι, για να θεραπευτούν. Ένα κελί που ο άγιος το είχε καθαρό, αφού στην ουσία λειτουργούσε ως ένα εκκλησάκι.

Εκτός από τη «θεία χάρη», αυτό που έκανε εντύπωση στους επισκέπτες αλλά και στους κατοίκους του χωριού ήταν η διατροφή που ο Άγιος Αρσένιος ακολουθούσε. Πάντα σύμφωνα με τον Παΐσιο, «η συνηθισμένη του τροφή ήταν τα κριθαρένια πέτουρα, τα οποία έψηνε μόνος του επάνω σε μια λαμαρίνα. Γι’ αυτό και μερικοί Φαρασιώτες, αστειευόμενοι, τον έλεγαν “αρπατζή”, δηλαδή κριθαρά. Εψηνε από αυτά τα πέτουρα κάθε μήνα και τα έβρεχε όταν του χρειαζόταν».

Εκτός των «πέτουρων», έβραζε καμιά φορά ούμπα (κάτι σαν φιδόχορτα), ξινολάπατα, αγριοκρέμμυδα και πλιγούρι. Κρέας δεν έτρωγε ποτέ, αλλά κάπου-κάπου δοκίμαζε ψάρι και γαλακτοκομικά.

Την περίοδο των μεγάλων γιορτών, εκτός της αυστηρής νηστείας, έκανε ολονύκτιες αγρυπνίες από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου. Στις αγρυπνίες που έκανε στα απομακρυσμένα εξωκλήσια συνήθιζε να βαδίζει πολλές φορές ξυπόλυτος, για να… ξεκουράζει το γαϊδουράκι που τον μετέφερε.

Όλη αυτή η στάση του προκαλούσε δέος στους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι εξέφραζαν τον θαυμασμό τους κάθε φορά που εκείνος έκανε ένα θαύμα. Βλέποντας αυτόν τον θαυμασμό, τους έλεγε: «Ε, τι νομίζετε; Ότι είμαι άγιος; Και εγώ ένας αμαρτωλός είμαι και χειρότερος από εσάς. Δεν με βλέπετε και που θυμώνω; Εάν βλέπετε να γίνονται θαύματα, αυτά τα κάνει ο Χριστός. Εγώ μόνο τα χέρια μου υψώνω και Τον παρακαλώ».

Όλη αυτή η δράση του τον έκανε τόσο απαραίτητο για την Εκκλησία, που επανειλημμένα του ζητήθηκε να γίνει επίσκοπος. Μια θέση όμως την οποία αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν γίνομαι, γιατί φοβάμαι την υπερηφάνεια. Όσο πιο ψηλά είναι τα βουνά τόσο περισσότερη αντάρα μαζεύουν».

 

Στο καράβι για τον Πειραιά προφήτευσε τον θάνατό του

Μέσα σε αυτό το κλίμα ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Η πορεία προς την Ελλάδα ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου 1924. Στη διαδρομή προς το καράβι που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα, ο Άγιος Αρσένιος στεκόταν δίπλα σε κάθε πρόσφυγα, προσπαθώντας να τους στηρίξει, αλλά και να τους προειδοποιήσει για τη νέα κατάσταση που θα αντιμετώπιζαν. «”Όταν θα πάμε στην Ελλάδα, το χωριό μας θα σκορπίσει σε πολλά μέρη της και θα γίνει γαρμάν- τσορμάν (φύρδην-μίγδην)”, έλεγε, ενώ για τον εαυτό του προέβλεπε: “Στην Ελλάδα θα πάμε, εγώ θα ζήσω μόνο σαράντα μέρες και θα πεθάνω σε ένα νησί”».

Στο καράβι για την Ελλάδα μάλωνε όλους εκείνους που προσπαθούσαν να νηστεύουν: «Να μην κοιτάτε τώρα νηστείες, αλλά να τρώτε ό,τι βγάζει το καζάνι. Όταν φτάσουμε, τότε να ξαναρχίσετε τις νηστείες σας».

Το καράβι που τους μετέφερε έφτασε στις 14 Σεπτεμβρίου στον Πειραιά. Τρεις εβδομάδες ο Άγιος και οι κάτοικοι των Φαράσων έμειναν εδώ και στη συνέχεια προωθήθηκαν στην Κέρκυρα, όπου στην αρχή έμειναν στο κάστρο.

Ο Αρσένιος αρρώστησε και, παρά τη θέλησή του, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της πόλης. Μετά από τρεις εβδομάδες, όπως είχε προβλέψει, εκοιμήθη. Προηγουμένως, είχε συμβουλεύσει τους συμπατριώτες του: «Την ψυχή, την ψυχή να φροντίζετε περισσότερο και όχι τη σάρκα, που θα πάει στο χώμα και θα τη φάνε τα σκουλήκια».

Στις 10 Νοεμβρίου 1924 ο Άγιος «έφυγε για τους ουρανούς» σε ηλικία 83 χρόνων.

Ο Αρσένιος ήταν αυτός που βάφτισε τον Άγιο Παΐσιο, στον οποίο έδωσε το όνομά του. Ο Παΐσιος, δε, ήταν αυτός που πήρε τα οστά του και τα μετέφερε στην αρχή στην Κόνιτσα. Τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα, αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Επειδή οι συμπατριώτες του περίμεναν ότι το λείψανό του θα ήταν άφθαρτο, δεν έδωσε δημοσιότητα, για να μη σκανδαλισθούν, εάν είχε λιώσει… Πράγματι, με ειδικό σημείο προς τον πατέρα Παΐσιο έγινε η εκταφή και τα λείψανα τα φύλασσε ο γέροντας στην Κόνιτσα. Από το 1964 είχε αναθέσει στον αδελφό του, Λουκά, στην Κόνιτσα, και μάζευε στοιχεία για τον πατέρα Αρσένιο.

Το 1970 μετέφερε τα λείψανα, που τοποθετήθηκαν σε κουτί κάτω από την Αγία Τράπεζα του καθολικού στο Ι. Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Εκεί όπου σήμερα είναι θαμμένος και ο Άγιος Παΐσιος.

Το 1986, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε και επίσημα την αγιότητα του Αρσενίου του Θαυματουργού και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.