Του πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Θεοφίλου, M.D, PhD Student EΚΠΑ

 

Το ζήτημα της σχέσης ιεροσύνης και γάμου δεν είναι καινούργιο, απασχόλησε την Εκκλησία από πολύ νωρίς και αυτό δημιούργησε άλλοτε προστριβές και άλλοτε προσαρμογές από όλες τις πλευρές.

Ήδη πριν από τη επισημοποίηση του σχίσματος του 1054 ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική Εκκλησία, το ζήτημα είχε λάβει μια στρεβλή πορεία. Στη μεν Δύση με την επικράτηση του παπο-καισαρισμού επικράτησαν ακραίες εγκρατευτικές τάσεις, που έφταναν στο σημείο να θεωρούν πνευματικά ασυμβίβαστα την ιεροσύνη με τον γάμο.

Μεγαλύτερη αποφασιστικότητα επέδειξε ο Γρηγόριος Ζ’ στο θέμα της αγαμίας του κλήρου. Η πρώτη κίνηση του Γρηγόριου ήταν να στείλει μια επιστολή στον Gebhardt, Αρχιεπίσκοπο Salzburg, στην οποία τον καλούσε να εφαρμόσει τους κανόνες που είχαν αποφασιστεί πριν από λίγο καιρό στη Ρώμη και να τους επιβάλει στον κλήρο του. Η επιστολή θεωρείται εγκύκλιος, αν και έχει συγκεκριμένο αποδέκτη. Εστάλη τον Νοέμβριο του 1073. Την επόμενη χρονιά συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ένας κανόνας της συνόδου απαγόρευε τον γάμο στους κληρικούς και όριζε ότι κανένας δεν θα χειροτονούνταν στο μέλλον, αν δεν ορκίζονταν αγαμία. Παπικοί λεγάτοι εστάλησαν σε όλη την έκταση της δυτικής Εκκλησίας για να μεταφέρουν τους κανόνες και το προσωπικό ενδιαφέρον του πάπα. Ισχυρές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν παντού. Οι αντίπαλοί του τον αποκαλούσαν τρελό. Ακόμα κι αυτοί που τον υποστήριζαν συμφωνούσαν κι έλεγαν ότι τα μέτρα είναι ασύνετα, ενάντια στους κανόνες των Πατέρων, θα ξεσηκώσουν σκάνδαλα στην Εκκλησία και θα κάνουν περισσότερη ζημιά από τις αιρέσεις. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στη διακοπή των σχέσεων της παπικής Εκκλησίας με τις υπόλοιπες αποστολικές Εκκλησίες της Ανατολής, η οποία είχε οριστικοποιηθεί μόλις πρόσφατα, με το σχίσμα του 1054, και στην προσπάθεια διαφοροποίησής της. Μόλις πρόσφατα η Ρώμη και οι βυζαντινές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας είχαν προσαρτηθεί στη φράγκικη σφαίρα επιρροής, με τις κατακτήσεις των Νορμανδών.

Η αγαμία των επισκόπων δεν ίσχυε ανέκαθεν στην ανατολική Εκκλησία (μέχρι και τον 5ο αι. οι περιπτώσεις εγγάμων επισκόπων δεν είναι σπάνιες), νομοθετήθηκε από τον Ιουστινιανό τον 6ο αι., επικυρώθηκε με τον ιβ’ κανόνα οικονομίας της Πενθέκτης (691-692) και είναι καιρός πλέον να αρθεί.

Το ζητούμενο σήμερα είναι ότι στη μεν δυτική Εκκλησία πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν την κατάργηση της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου, στη δε ανατολική πολλοί θα επιθυμούσαν τη δυνατότητα σύναψης γάμου μετά τη χειροτονία και κάποιοι την κατ’ επιλογήν εκλογή επισκόπων από τις τάξεις των εγγάμων.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η κατάσταση ξεπερνά κάθε επιθυμία, τόπο, πόθο ή αίτημα, αφού εκεί αναδεικνύεται το μέγεθος του όποιου προβλήματος. Σήμερα και οι δύο Εκκλησίες, σε Ανατολή και Δύση, «υποφέρουν» από την παντοδύναμη παντοκρατορία της αγαμίας μέσα στον κλήρο. Σε επίπεδο εκκλησιαστικής διοίκησης η αγαμία κυριαρχεί σε απόλυτο βαθμό στα υψηλά κλιμάκια της Ορθόδοξης όπως και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Στην ελληνική εκκλησιαστική πραγματικότητα, η πλειονότητα των άγαμων θεολόγων κληρικών από νωρίς «εκπαιδεύονται» καλά στην τέχνη των συμμαχιών, που θα τους οδηγήσει ενδεχομένως κάποια στιγμή στον «πολυπόθητο» επισκοπικό θρόνο.

Σήμερα και οι δύο Εκκλησίες, σε Ανατολή και Δύση, «υποφέρουν» από την παντοδύναμη παντοκρατορία της αγαμίας μέσα στον κλήρο

Οι άγαμοι ιερωμένοι θεολογικής κατάρτισης αποτελούν στην πλειονότητά τους έναν σκληρό πυρήνα κληρικών «καριέρας», οι οποίοι συνήθως προέρχονται από τις τάξεις είτε των ιεροκηρύκων είτε των υπηρετούντων σε ένα στρεβλό σύστημα εκκλησιαστικής γραφειοκρατίας, που βρίθει «βυζαντινισμών και ίντριγκας».

Όλο και πιο σπάνια εκλέγονται αρχιερείς που έχουν βιωματική και εμπειρική σχέση τόσο με μοναστήρι όσο και με ενορία. Τα μοναχολόγια έχουν καταστεί «γραφικά», για τους εγγεγραμμένους άφαντους και αόρατους μοναχούς τους, που «εγκατακοινοβιούν» με ελαφρότατη τη συνείδησή τους εντός του κόσμου και των τερπνών του.

Παρ’ όλη την πρόβλεψη τόσο του κανονικού δικαίου όσο και του καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας πως οι άγαμοι κληρικοί δεν μπορούν να έχουν μόνιμη θέση στις ενορίες (για αυτό και δεν προκηρύσσονται ποτέ θέσεις άγαμων εφημερίων), αλλά πληρούν πρόσκαιρες και παροδικές ανάγκες, στην πράξη η συντριπτική πλειονότητα των ενοριακών ναών, ιδίως στα αστικά κέντρα, έχουν προϊσταμένους άγαμους ιερωμένους.

Ας δούμε, όμως, λίγο πιο διεξοδικά τι ακριβώς είναι οι αρχιμανδρίτες. Είναι άγαμοι ιερείς εν τω κόσμω, χωρίς όμως να είναι μοναχοί - είναι απλώς εγγεγραμμένοι για τυπικούς λόγους στο μοναχολόγιο μιας μονής. Το τρίτον τούτο γένος, πέραν των εγγάμων παπάδων και των μοναχών, είναι οι κληρικοί καριέρας.

Κάποιοι τρόποι προστασίας τόσο της Εκκλησίας όσο και των ιδίων των εμπλεκομένων θα μπορούσαν να είναι οι εξής:

1. Το ηλικιακό όριο που θεσπίζουν οι εκκλησιαστικοί κανόνες για τη χειροτονία σε διάκονο (το εικοστό πέμπτο) και σε πρεσβύτερο (το τριακοστό) να αυξηθεί, προκειμένου περί άγαμων κληρικών κατά πέντε έτη (τριάντα και τριάντα πέντε, αντιστοίχως), ώστε η απόφαση για άγαμη ιεροσύνη να είναι, όσο γίνεται περισσότερο, ώριμη, στέρεα και δοκιμασμένη.

2. Οι άγαμοι κληρικοί στον κόσμο να μην παίρνουν το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Το οφίκιο αυτό να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στα μοναστήρια, στους ηγουμένους των μονών, στους επικεφαλής της μάνδρας. Θα διορίζονται, δηλαδή, άγαμοι ιερείς στους ενοριακούς ναούς και δεν θα γίνονται με την πρώτη, όπως εν τοις πράγμασι συμβαίνει σήμερα, προϊστάμενοι των ναών, ούτε βεβαίως θα προΐστανται στις ακολουθίες. Θα γίνονται και αυτοί προϊστάμενοι με τα ίδια ακριβώς κριτήρια που γίνονται και οι έγγαμοι. Δεν είναι νοητό νεανίσκοι είκοσι τόσων χρόνων να δυναστεύουν, ελέω επανωκαλυμμαύχου, παπάδες με τριάντα και σαράντα χρόνια ιεροσύνης. Επίσης, να μην καταλαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα ούτε καν κατά προτεραιότητα τα λογής εκκλησιαστικά αξιώματα και υψηλές διοικητικές θέσεις (αρχιερατικοί επίτροποι, πρωτοσύγκελλοι, ιεροκήρυκες μητροπόλεων κ.λπ.). Δεν θα αποκλείονται από αυτά, αλλά θα δικαιούνται να τα λάβουν εξίσου όπως και οι έγγαμοι.

Η κοινωνία δεν διαθέτει πλέον την πολυτέλεια του χρόνου ώστε να περιμένει τα σκουριασμένα γρανάζια της εκκλησιαστικής διοίκησης να λειτουργήσουν ξανά, έτσι είναι αναγκαίο να ληφθούν εγκαίρως τα μηνύματα των καιρών, όπως συνέβαινε πάντα μέσα στη διαχρονία της εκκλησιαστικής ιστορίας, και να προκύψουν αβίαστα οι απαντήσεις και οι συμπεριφορές εκείνες που θα θεραπεύσουν ποιμαντικά τα χρόνια αιτήματα του λαού του Θεού, που καλό θα ήταν να μην τον ενθυμείται η διοικούσα Εκκλησία μόνο όταν χρειάζεται να βάλει πλάτη στα δύσκολα, αλλά και στην τόσο οδυνηρή και επώδυνη καθημερινή πραγματικότητα.