Όσοι έχουν επισκεφτεί το Άγιο Όρος έχουν διαπιστώσει πως το φυσικό περιβάλλον της περιοχής είναι μοναδικό και ταιριάζει απόλυτα με την ομορφιά όλων εκείνων που το κατοικούν  και το κρατούν ανεπηρέαστο από το χρόνο και την ... πρόοδο.

 

Η μεγάλη ποικιλία γεωλoγικών σχηματισμών και πετρωμάτων, το πολυσχιδές της μορφολογίας του εδάφους, το μεγάλο σχετικά υπερθαλάσσιο ύψος του Άθω, ο οποίος ανορθώνεται απότομα από την επιφάνεια της θάλασσας στα 2.033 m, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία κλιματικών τύπων, την απομόνωση της περιοχής και την έλλειψη βόσκησης, δημιουργούν ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό τύπων βλάστησης. Οι τύποι βλάστησης που απαντούν στο Άγιο Όρος ξεκινούν από τους καθαρά μεσογειακούς και φθάνουν μέχρι τους υπαλπικούς, με μοναδική δαψιλότητα και πληρότητα, καθώς και μεγάλη ποικιλία ειδών φυτών και ζώων.

Τα τοπία που δημιουργούνται από τον συνδυασμό της βλάστησης και της μορφολογίας του εδάφους είναι σπάνιας ομορφιάς και ποικιλίας. Μοναδικά και ανεπανάληπτα. Συναντώνται από τα πιο «ήμερα» της παραθαλάσσιας ζώνης μέχρι τα πιο «άγρια» τοπία των φαραγγιών, των λιθώνων και των απόκρημνων βράχων. Μεγάλος είναι επίσης και ο αριθμός των ενδημικών ειδών. Όλα αυτά συνιστούν αυτό που λέγεται «μαγεία του Όρους», που πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφη. Το φυσικό περιβάλλον του Αγίου 'Όρους απoτελεί και αυτό αναπόσπαστο στοιχείο της όλης πoλιτιστικής κληρονομιάς του και πρέπει να προστατευθεί και να διαφυλαχθεί ως «κόρην οφθαλμού».

 

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η χερσόνησος του Αγίου Όρους καλυπτόταν από μεγαλειώδη δάση με μεγάλη ποικιλία ειδών, όπως τα περιγράφει ο γερμανός φυτογεωγράφος Griesebach το 1841. Ο Griesebach αναφέρει ότι πουθενά στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια δεν συνάντησε δάση τόσο πυκνά, με τέτοια πληρότητα και τόση ποικιλία ειδών και δαψιλότητα όπως αυτά του Αγίου Όρους.

Γύρω όμως στα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τη γεωργική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα του 1924, οι Ιερές Μονές στράφηκαν στην εκμετάλλευση των δασών αυτών κυρίως της καστανιάς αλλά και των αειφύλλων πλατυφύλλων για να αντισταθμίσουν τις σημαντικές απώλειες εισοδημάτων από τα μετόχια που έχασαν. Αποτέλεσμα ήταν η μετατροπή της πλειονότητας των δασών του Αγίου Όρους σε πρεμνοφυή.

 

Παρολαυτά, όταν ο Γερμανός φυτοκοινωνιολόγος Rauh ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος τη δεκαετία του '40, έγραψε ότι παρά την αναγωγή των δασών σε πρεμνοφυή, η βλάστηση διατηρεί τη θαλερότητα της και την πληρότητά της, όπως στην εποχή του Griesebach και ότι αποτελεί μία όαση στη φτωχή σε δάση Βαλκανική Χερσόνησο.

Ειδικότερα για τους σχηματισμούς των αειφύλλων πλατυφύλλων αναφέρει ότι πουθενά στη Μεσόγειο δεν συνάντησε τέτοια οργιώδη μακκία βλάστηση και τους συγκρίνει με ορισμένα μακκί της Κορσικής, στα οποία όμως κυριαρχεί ένα είδος, η ήμερη κουμαριά, σε αντίθεση με αυτά του Αγίου Όρους με τη μεγάλη ποικιλία ειδών.

Σήμερα τα μόνα υψηλά δάση του Αγίου Όρους είναι εκείνα της οξιάς και των ορεινών μεσογειακών κωνοφόρων της μαύρης πεύκης και της ελάτης καθώς και τα δάση της χαλεπίου πεύκης και ορισμένα, μικρής έκτασης, λείψανα μικτών δασών όπως στην Πλαγιάρα της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, στον Μέγα Βελά της Ιεράς Μονής Μεγάλης Λαύρας και αλλού.

Τα δάση των αειφύλλων πλατυφύλλων, τα οποία περιέβαλλαν τις περισσότερες Ιερές Μονές κάλυπταν ανέκαθεν τις ενεργειακές ανάγκες των μοναχών. Αυτός είναι ο λόγος που τα περισσότερο υποβαθμισμένα δάση (θαμνώνες) αειφύλλων πλατυφύλλων εμφανίζονται γύρω από τις Ιερές Μονές ή κοντά σ' αυτές.

 

 

Η γεωλογία του Αγίου Όρους

Το Άγιον Όρος είναι η βορειότερη χερσόνησος της Χαλκιδικής και έχει μήκος 50 περίπου χλμ. και πλάτος (8-12) χλμ. και σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία του Κράτους (1960) έχει έκταση 33,300 τετρ. χλμ.. Το συνολικό του έδαφος καλύπτεται από λόφους και βουνά ύψους 450-990 μέτρων, ενώ η κορυφή του όρους Άθως, το οποίο ευρίσκεται στο νοτιοανατολικότερό του άκρο, φθάνει σε ύψος 2033 μ. Αν και παρατηρείται παντελής απουσία ποταμών και λιμνών όμως υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός ρυακιών και χειμάρρων, μερικοί από τους οποίους έχουν νερό σχεδόν όλο το έτος. Επίσης τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρδευτικά έργα και τεχνιτές λίμνες (φράγματα).

Η θαλάσσια περιοχή του Αγίου Όρους

Το Άγιον Όρος, λόγω του τρόπου ζωής των μοναχών και λόγω της παντελούς απουσίας εργοστασίων περιβρέχεται από μία καταγάλανη και πεντακάθαρη θάλασσα η οποία, ως εκ τούτου, παρέχει άφθονη και εκλεκτή αλιεία στους αγιορείτες. Αξίζει εδώ να καταχωρήσουμε τη συνέχεια της γλαφυρής επιστολής του Βούλγαρη «...Λιμενίσκος τε (κείται) υπό τον λόφον μικρός εν μέρει και ετέρωθεν άκρα προβλήτις· και ιχθύες εντεύθεν, τους καταβήναι και αγρεύσαι μη οκνήσαντας, ανιώντες και δεξιούμενοι· θάλασσά τε υπεστρωμένη κυκλόθεν, νυν μεν γαληνιώσα και κρυσταλλίζουσα· νυν δ' υποφρίσσουσα, και προς το ούλον υποτραχυνομένη· νυν δ' επαφρίζουσα, και εκ μυχών αυτών ταρασσομένη, άλλοτε άλλως ποικίλον παρίσταται θέαμα. Όλα καλά, όλα γλυκυθυμίας ουκ έχω ειπείν όσης πρόξενα». Τα συνηθέστερα θαλάσσια είδη που θα συναντήσωμε εδώ είναι μέλαινες, μελανούρια, κέφαλοι γοφάρια, σουπιές, οκταπόδια, καλαμάρια, φώκιες, και πολλά άλλα.

Η χλωρίδα του Αγίου Όρους

Από απόψεως χλωρίδας το Άγιον Όρος χαρακτηρίζεται για την πυκνή του βλάστηση. Αφθονούν σε μεγάλο βαθμό η καστανιά, η οξιά, η δρύς, το πουρνάρι, η κουμαριά κ. ά. καθώς και άπειρα πλήθη βοτάνων τα οποία από πολύ νωρίς (1544) προξένησαν το ενδιαφέρον των βοτανολόγων. Ο Grisebach (1841) αναφέρει ότι «τό ίδιο αρχέγονη όπως και η μοναχική ζωή είναι και η βλάστηση του Αγίου Όρους. Πουθενά στην Ευρώπη δε συνάντησα τέτοια πυκνότητα και πληρότητα της βλάστησης», ενώ ο Rauh (1949), ο οποίος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος κατά το 1942 και 1943, αναφέρει ότι, παρά τη μετατροπή πολλών δασών σε πρεμνοφυή, η βλάστηση διατηρεί τη δαψιλότητα και πληρότητά της, όπως στην εποχή του Grisebach, και ότι αποτελεί όαση στην αποδασωμένη ή φτωχή σε δάση Βαλκανική Χερσόνησο, γι' αυτό δεν είναι περίεργο ότι έχει ελκύσει την προσοχή και το ενδιαφέρον πολλών βοτανικών. Ιδιαίτερα για τα δάση της ζώνης των αειφύλλων πλατυφύλλων τονίζει ότι πουθενά στη Μεσόγειο δε συνάντησε τέτοια δαψιλότητα, πυκνότητα και ποικιλία ειδών.

Πολλοί μεγάλοι βοτανολόγοι επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος και προέβησαν σε βοτανολογικές μελέτες.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι όλη η έκταση του Αγίου Όρους σκεπασμένη με δάση αλλά κατά τον Μυλόπουλο (1963) περίπου 90% και μαζί με τις μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις πλησιάζει το 95% (1963). Οι περισσότερο άγονες και γυμνές εκτάσεις βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα και αξίζει να σημειωθεί ότι η κορυφή και ενα μεγάλο μέρος του Όρους Άθω θυμίζουν σεληνιακό τοπίο, εν αντιθέσει προς την πυκνή βλάστηση η οποία παρατηρείται σε άλλες περιοχές. Πάντως τόσο οι κατάφυτες όσο και οι παντελώς έρημες περιοχές του Αγίου Όρους διακρίνονται, παρά την άκρα αντίθεσή τους, από μία απαράμιλλη σαγηνευτική ωραιότητα.

 

Αξίζει να αναφερθούν οι εντυπώσεις ως προς το κάλλος του Όρους δύο σοφών ανδρών, τους οποίους χωρίζει μία χρονική περίοδος περιπου 200 ετών. Αφενός ο Ευγένιος Βούλγαρις, σχολάρχης της Αθωνιάδος σε επιστολή του το 1756 προς Κυπριανό τον Κύπριο κατόπιν πατριάρχη Αλεξανδρείας αναφέρει γραφικώτατα: «Εδώ και ύδατα καλλίρροα και αήρ ευκραέστατος, και αύρα ποτνιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα· άλση τε συνηφερή και κατάσκια πανταχόθεν, και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα· φυτών δε είδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι. Σιγώ τάλλα, τα μέν εις τροφήν τα δε εις τρυφήν, γής υγιαινούσης βλαστήματα...». Αφετέρου ο διεθνούς φήμης βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν σε ομιλία ενώπιον της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους την 31.5.2000 επι τώ καθαγιασμώ οικοδομήματος προορισμένο για την στέγαση των αρχείων της Ιεράς Κοινότητος αναφέρει τα εξής: «Παρήλθον εβδομήκοντα συναπτά έτη, αφ' ότου το πρώτον επεσκέφθην το Όρος. Αφιχθείς τότε κατά μήνα Ιούλιον είδον τον Άθωνα κεκαλυμμένον υπό δροσεράς αχλύος, ανάλογον της οποίας κατέλιπον προ ολίγων ημερών εν τη ιδιαιτέρα μου πατρίδι τη Σκωτία. Μετ' ολίγον χρόνον, τα νέφη διελύθησαν και ηδυνήθην να διακρίνω την απαράμιλλον ωραιότητα του Όρους, το οποίον αποτελεί, κατά την προσωπικήν μου εμπειρίαν, το ομορφότερον θέαμα ολοκλήρου του σύμπαντος ...». Σημειωτέον ότι ο Βούλγαρις αναφέρεται σε κατάφυτη περιοχή και ο Ράνσιμαν σε σεληνιακό τοπίο.                    

 

 

Η πανίδα του Αγίου Όρους

Η πανίδα του Αγίου Όρους  παρουσιάζει εξ ίσου μεγάλο ενδιαφέρον με την χλωρίδα. Εδω θα συναντήσουμε ελάφια, ζαρκάδια, κουνάβια, αγριογούρουνα, αετούς, γεράκια, κοράκια, γλάρους, ερωδιούς και όπως λέει και ο Βούλγαρις στην συνέχεια της προμνημονευθείσης επιστολής του «... και πτηνών στίφη καλλικελάδων· εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιιόντων, και επ' αδείας μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων, συναμιλλώμενα...» ενώ ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι «ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς». Σημειωτέον ότι στο Άγιον Όρος υπάρχουν και χαμαιλέοντες. Εδώ επίσης θα συναντήσωμε αρκετά είδη σαυρών, χελωνών, τρωκτικών, τσακάλια και σχεδόν όλα τα ζώα και πτηνά τα οποία συναντούμε σ'όλη την ελληνική επικράτεια. Κατά καιρούς δε κάνουν την εμφάνισή τους και λύκοι.

Η Μυθολογία  και οι ανοικοδόμηση

 

Η μυθολογία εμφανίζει τη χερσόνησο ως κατάλοιπο βράχων, από αυτούς που εκσφενδόνιζαν στον πόλεμό τους με τον Δία οι Γίγαντες, το όνομα ενός εκ των οποίων πήρε η χερσόνησος: Άθως. Δύσκολος τόπος, αλλά με ισχυρή μεταφορική δύναμη του φυσικού του τοπίου - όπως η απότομη κορύφωση της χερσονήσου στα 2.000 μέτρα και η πανοραμική έκθεσή της πάνω στη θάλασσα του Βόρειου Αιγαίου - που έκαναν τον γλύπτη Δεινοκράτη να τον θεωρήσει ιδανική εξέδρα μνημειακής γλυπτικής για να λαξεύσει τη μορφή του Αλέξανδρου .

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, των ισχυρών κλίσεων του ανάγλυφου  και της έντονης και δυναμικής βλάστησης, η ανθρώπινη παρουσία άφησε τα ίχνη της με τη μορφή διακριτικών “νησίδων” στο περιβάλλον  μονές των βράχων, παραλιακά συγκροτήματα, μοναστηριακά αγροκτήματα και ταπεινά κελιά, πλημμυρισμένα από την πληθωρική αθωνική χλωρίδα.

Η χερσόνησος, μέχρι την οικοδόμηση του πρώτου κοινοβίου (Μ. Λαύρα), ήταν τόπος αναχώρησης ανοργάνωτων ασκητών που διαβιούσαν εν ηρεμία σε ένα ιδιαίτερα αφιλόξενο περιβάλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης που μόναζε αυτή την πρώιμη περίοδο, ανακαλύπτεται τυχαία από έναν κυνηγό μετά πενήντα τρία έτη “αφανούς” διαβίωσης.

Μετά τον 6ο αιώνα οι παραδοσιακές εστίες μοναχισμού στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, καθίστανται λιγότερο πρόσφορες στον μοναχισμό λόγω της ανόδου του Ισλάμ και η αθωνική χερσόνησος παραλαμβάνει τη σκυτάλη της μοναστικής παράδοσης, διαθέτοντας τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου αναχώρησης (βλ. Εικόνα 4).

Η ίδρυση του πρώτου κοινόβιου μοναστηριού αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη του Άθω, αν και οι τότε μοναχοί δεν την είδαν ιδιαίτερα ευνοϊκά. Κατήγγειλαν, μάλιστα, τον Αθανάσιο στον αυτοκράτορα Τζιμισκή, ότι “...οικοδομάς γαρ ανήγειρε πολυτελείς και πύργους και λιμένας ενήργησε, επιρροάς τε υδάτων κατήγαγε και ζεύγη βοών ωνήσατο και εις κόσμον ήδη το Όρος μετεποίησε… ότι τε τους αρχαίους νόμους παρακινεί και μεταποιείται τα παλαιά έθη και όρους…”.

Παρά τις αντιρρήσεις, το κοινοβιακό σύστημα σταδιακά ισχυροποιήθηκε και δέσποσε στην αθωνική χερσόνησο. Κατά το υπόδειγμα της Λαύρας του Αθανασίου, εμφανίστηκαν οι πρώτες μεγάλες μονές (Ιβήρων, Βατοπέδι, Ξηροποτάμου), ενώ σταδιακά μέρος των μικρών μονυδρίων αναγορεύτηκε σε μοναστήρια, που σταθεροποιήθηκαν στον αριθμό των είκοσι (1650) και έγιναν νομείς του χώρου  Σε κάθε μια από τις είκοσι αυτές περιοχές εντάσσονται όλες οι μορφές του μοναχισμού: σκήτες, κελιά, καλύβες, καθίσματα, ερημητήρια.

 

 

Οι ιστορικές συγκυρίες δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη διαμόρφωση του μοναστικού χώρου. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι συνθήκες περιορισμού οδηγούν τις μονές στην εγκατάλειψη του παραδοσιακού κοινοβιακού συστήματος (κοινή: στέγαση, εστίαση, εργασία, λατρεία, περιουσία), και την υιοθέτηση, εκ μέρους πολλών από αυτών, ενός ιδιόρρυθμου συστήματος (κοινή: στέγαση, λατρεία). Για τους ίδιους λόγους, κάνει την εμφάνισή του ένα νέο χωρικό σχήμα, οι σκήτες (μοναστικά χωριά), όπου οι μοναχοί διαβιούν σε καθεστώς ημι-αναχώρησης . Με το τέλος της Τουρκοκρατίας, οι μονές αρχίζουν να επανέρχονται σταδιακά στο παραδοσιακό κοινοβιακό καθεστώς, διαδικασία που ολοκληρώνεται στα μέσα του 20ού αιώνα.

Η κτιριολογική διάταξη των μονών, απαντώντας στις πάγιες μοναστικές ανάγκες οργάνωσης του χώρου, παραμένει ίδια ανά τους αιώνες. Τα μοναστηριακά σύνολα είναι οχυρωμένα συγκροτήματα κτιρίων, με φρουριακή μορφή. Τα κτίρια παρουσιάζονται, συνήθως, προσκολλημένα στον περίβολο, αφήνοντας να διαμορφωθεί το σχήμα μιας κεντρικής αυλής στην οποία δεσπόζει, με παραλλαγές, το καθολικό (ο κεντρικός ναός), ως γεωμετρικό και πνευματικό κέντρο του συγκροτήματος . Έξω από τα τείχη, σειρά βοηθητικών κτιρίων συμπληρώνουν το σύνολο.

 

Λίγο πριν από το τέλος της τουρκικής κατοχής (1912), διάφορα γεγονότα θα διαταράξουν το δημογραφικό καθεστώς της χερσονήσου, το οποίο θα περάσει από μια κάθετη πτώση (300 κάτοικοι: ελληνική επανάσταση), σε μια απότομη άνοδο (9.000 κάτοικοι: αθρόα είσοδος Ρώσων και Σλάβων).

Την ίδια περίοδο μεταβάλλεται και ο πολυεθνικός του χαρακτήρας εξαιτίας του γενικότερου πλαισίου δημιουργίας των εθνικών κρατών. Η πολυεθνική σύνθεση υπήρξε χαρακτηριστικό γνώρισμά της αθωνικής δημογραφίας από τη γέννησή της. Λαοί με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο, από την εσωτερική κοινωνία του Βυζαντίου (Αρμένιοι, Σύριοι, Βλάχοι, Αλβανοί), μαζί με εκείνους από ομόδοξα κράτη (Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι), αποτέλεσαν τα συστατικά της αθωνικής κοινωνίας. Στην εποχή μας, ομάδες από τον δυτικό κόσμο (Γάλλοι, Γερμανοί, Αμερικάνοι. Ολλανδοί) αποτελούν το νέο συστατικό της ταυτότητας του Άθω. Η απογραφή του 2001 (ΕΣΥΕ) δίνει έναν μοναστικό πληθυσμό που ανέρχεται σε 1.850 άτομα, σε ένα διαχρονικό μέσο όρο 2.500 μοναχών  

 

Σήμερα, το Όρος διάγει μια περίοδο ομαλότητας και ανάπτυξης. Οι μονές έχουν επιστρέψει στο κοινοβιακό καθεστώς. Προγράμματα αναστυλώσεων έχουν αποκαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού τους πλούτου, παράλληλα με την ανάδειξη σημαντικών προσωπικοτήτων που συνεχίζουν την ορθόδοξη μυστικιστική παράδοση. Το ενδιαφέρον του κοινού δηλώνεται μέσω ενός συνεχώς αυξανόμενου ρεύματος επισκεπτών. Το Άγιο Όρος, από την πλευρά του, δεν δείχνει να μένει αδιάφορο στο εκδηλούμενο ενδιαφέρον, εξάγοντας την πολιτιστική του παραγωγή εκτός της χερσονήσου, όπως οι μεγάλες περιοδικές εκθέσεις (Θεσσαλονίκη 1997, Νέα Υόρκη 1997-2004, Ελσίνκι 2006 και Παρίσι 2000).