Αρχική » Οι άγιοι Γέροντες σε συμβουλεύουν

Οι άγιοι Γέροντες σε συμβουλεύουν

από christina

Περὶ διακρίσεως

2. Κάποιοι ἀδελφοὶ πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὰ ὁράματα ποὺ ἔβλεπαν, καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπ᾿ αὐτὸν ἐὰν πρόκειται γιὰ ἀληθινὰ ὁράματα ἢ τὰ δημιουργοῦν οἱ δαίμονες.

Αὐτοὶ εἶχαν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ τοὺς ψόφησε στὸν δρόμο.

Μόλις ἔφθασαν στὸν Γέροντα, πρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε:

«Πῶς ψόφησε τὸ γαϊδουράκι στὸν δρόμο;»

«Ποῦ τὸ ξέρεις, ἀββᾶ;» τὸν ρώτησαν.

Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Οἱ δαίμονες μοῦ τὸ φανέρωσαν».

«Μὰ κι ἐμεῖς -εἶπαν- γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἤρθαμε νὰ σὲ ρωτήσουμε, γιατὶ βλέπουμε ὁράματα καὶ πολλὲς φορὲς βγαίνουν ἀληθινά. Ἀλλὰ μὴ τυχὸν πέφτουμε σὲ πλάνη;»

Καὶ ὁ Γέροντας παίρνοντας ὡς παράδειγμα αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὸν ὄνο, τοὺς πληροφόρησε ὅτι προέρχονται ἀπό τους δαίμονες.

5. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:

«Προσευχήσου γιὰ μένα».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Οὔτε ἐγὼ σὲ σπλαχνίζομαι οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν σὺ ὁ ἴδιος δὲν σπεύσεις μὲ ζῆλο νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό».

6. Εἶπε ἐπίσης ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει να᾿ρθοῦν οἱ μεγάλοι πειρασμοὶ στὴ γενιὰ αὐτὴ ὅπως στὶς παλαιότερες, γιατὶ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καὶ δὲν ἀντέχουν.

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θα᾿ ρθεῖ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φέρονται ὅπως οἱ παράφρονες. Καὶ ὅταν θὰ βλέπουν κάποιον ποὺ δὲν θὰ συμπεριφέρεται ὡς παράφρων, θὰ τὰ βάζουν μαζί του καὶ θὰ τοῦ λένε: «Ἐσὺ εἶσαι τρελός», ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτούς.

19. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:

«Ἐὰν κάποιος μοῦ εἶναι ὑπερβολικὰ ἀγαπητὸς ἀλλὰ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα, κόβω ἀμέσως τὶς σχέσεις μου μαζί του».

33. Εἶπε ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Δανιήλ:

«Ὅσο ἀκμάζει τὸ σῶμα, τόσο ἡ ψυχὴ ἀδυνατίζει, καὶ ὅσο τὸ σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχὴ ἀκμάζει».

35. Ρωτήθηκε ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἐὰν ἀρκεῖ ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος γιὰ νὰ κινήσει τὸν Θεὸ σὲ εὐσπλαχνία, καὶ εἶπε:

«Ναί, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: Ψάξτε νὰ βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι στὴν πράξη δίκαιος καὶ εὐσεβῆς καὶ θὰ φανῶ σπλαχνικὸς γιὰ ὅλο τὸ λαό».

40. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἡ ἁπλότητα καὶ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό μας, καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν πονηρία».

47. Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Καμιά ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀρετή, νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τὸν ἄλλον».

50. Ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα σχετικὰ μὲ τὰ ἀκούσματα ποὺ φθάνουν στ᾿ αὐτιά μας:

«Πῶς εἶναι δυνατὸν -εἶπε- ὅταν γενικὰ τ᾿ αὐτιά μας δέχονται λόγια κοσμικῶν ἀνθρώπων ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλα ἄσχετα, νὰ παραμένουν προσανατολισμένα στὸν Θεὸ μόνο;»

Καὶ ἡ ἀμμᾶς τοῦ λέει:

«Ὅπως ἀκριβῶς ἂν κάθεσαι σὲ τραπέζι ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ φαγητὰ καὶ τρῷς βέβαια, ἀλλὰ ὄχι μὲ εὐχαρίστηση, τὸ ἴδιο καὶ ὅταν κοσμικὰ λόγια φθάνουν στ᾿ αὐτιά σου, τὴν καρδιά σου νὰ ἔχεις στραμμένη στὸν Θεὸ καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ διάθεση δὲν θ᾿ ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστηση καὶ δὲν παθαίνεις καμιὰ ζημιά».

64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:

«Δὲν χρειάζονται τὰ λόγια μοναχά, γιατὶ πολλὰ λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦτον τὸν καιρό, χρειάζονται ἔργα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι τὰ λίγα τὰ ἄκαρπα».

78. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Μιῶς ἀπὸ ἕναν στρατιωτικὸ ἐὰν ὁ Θεὸς δέχεται τὸν μετανοημένο. Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ τὸν κατήχησε λέγοντάς του πολλά, τὸν ρώτησε: «Πές μου, ἀγαπητέ, ἐὰν σχισθεῖ ἡ χλαίνη σου, τὴν πετᾷς;»

«Ὄχι, -εἶπε- τὴ ράβω πάλι καὶ τὴ χρησιμοποιῶ».

«Ἂν λοιπὸν ἐσὺ -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, ὁ Θεὸς δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸ δικό του πλάσμα;»

83. Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Διέπραξα -εἶπε- μεγάλη ἁμαρτία καὶ θέλω νὰ μπῶ σὲ κανόνα μετανοίας γιὰ τρία χρόνια».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πολύ εἶναι».

«Μήπως γιὰ ἕνα χρόνο;» ρωτάει ὁ ἀδελφός.

«Πολύ εἶναι» ἀπαντᾷ πάλι ὁ Γέροντας.

Αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶπαν:

«Μέχρι σαράντα μέρες;»

Καὶ πάλι ὁ Γέροντας εἶπε:

«Εἶναι πολύ».

Καὶ πρόσθεσε:

«Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει νὰ κάνει τὴν ἁμαρτία, καὶ μέσα σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός».

96. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἂν δῶ κάτι, τὸ βλέπεις σωστὸ νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτό;»

Ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Εἶναι γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐκφράσει γνώμη, πρὶν τοῦ δώσουν τὸν λόγο, προδίδει ἀμυαλοσύνη καὶ εἶναι ντροπή του. Ἂν σὲ ρωτήσουν, μίλησε, ἀλλιῶς σώπαινε».

102. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ κάνει κάποια ἁμαρτία καὶ μετανοήσει, θὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Θεός;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Μά, ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν Πέτρο ἔδωσε ἐντολή: Μέχρι ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑφτὰ νὰ συγχωροῦμε».

111. Ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία;»

Καὶ ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν κάνει κανεὶς στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ δίκαιοι ὀνομάσθηκαν ἄμεμπτοι, γιατὶ ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν δίκαιοι».

121. Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Εἶναι προτιμότερο τὸ νὰ μιλάει κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾷ;»

Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός, καλὰ κάνει. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σιωπᾷ, γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός, ἐπίσης καλὰ κάνει».

147. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:

«Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ Θεὸν πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη ἀκούγοντας ὅσα δὲν γνωρίζει, ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε μὲ τὴν πεῖρα. Ἂν κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν θέλει, δὲν εἶναι στὰ καλά της. Γιατὶ εἶναι ἀρχὴ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ χορτασιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ ἡ ἀνορεξία νὰ ἀκούσει λόγο Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο πάντοτε πεινάει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό».

155. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:

«Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;»

«Σήκω πάνω πάλι» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.

«Σηκώθηκα -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- καὶ ξαναέπεσα».

«Σήκω ξανὰ καὶ ξανά», λέει ὁ Γέροντας.

Καὶ ρωτάει ὁ ἀδελφός: «Ὡς πότε;»

«Ἕως ὅτου -ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας- σὲ βρεῖ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴν καὶ φεύγει».

159.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:

«Παρεκάλεσα τὸν ἀββᾶ Σισόη νὰ μοῦ πεῖ ἕναν λόγο, καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὅσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀποφύγει καὶ δὲν λαμβάνει τὰ μέτρα του, εἶναι σὰν νὰ προκαλεῖ τὴν ἁμαρτία».

173. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι ὄχι αὐτὸς ποὺ διδάσκει μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ παιδαγωγεῖ μὲ τὸ παράδειγμα».

189. Ρωτήθηκε Γέροντας:

«Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ;»

Καὶ ἀπάντησε:

«Ἡ διάκριση».

192. Ρωτήθηκε Γέροντας:

«Τί πρέπει νὰ κάνει ὁ μοναχός;»

Καὶ εἶπε: «Νὰ ἐπιδιώκει κάθε τί τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀπέχει ἀπὸ κάθε κακό».

196. Εἶπε Γέροντας:

«Τὸ νὰ βιάζει κανεὶς σ᾿ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ».

197. Εἶπε Γέροντας:

«Μὴν κάνεις τίποτε, προτοῦ ἐξετάσεις τὴν καρδιά σου ἂν αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

204. Εἶπε Γέροντας:

«Νὰ μὴ θέλεις ν᾿ ἀποφεύγεις τὴν καταφρόνια ἀπὸ μέρους τῶν ἄλλων».

209. «Ὁ Θεὸς -εἶπε ἄλλος Γέροντας- ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτα: Τὸν νοῦ, τὸν λόγο καὶ τὴν πράξη».

212.Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἑξῆς:

Νὰ φοβᾶται τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ,
νὰ μισήσει τὴν ἁμαρτία,
νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρετὴ καὶ
νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ ἀδιάλειπτα».

223. Εἶπε Γέροντας:

«Οι Προφῆτες ἔγραψαν τὰ βιβλία (τῆς Γραφῆς). Ἦρθαν κατόπιν οἱ Πατέρες καὶ τὰ ἐφάρμοσαν. Οἱ μεταγενέστεροι τὰ ἀποστήθισαν. Ἦρθε κι αὐτὴ ἡ γενεά, τὰ ἔγραψε καὶ τὰ τοποθέτησε στὰ ράφια, ὅπου μένουν ἀχρησιμοποίητα».

260. Εἶπε Γέροντας:

«Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἑκούσια προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ θλίψη, πιστεύω ὅτι μεταξὺ τῶν μαρτύρων τὸν λογαριάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τὰ δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὑπολογίζονται ὡς αἵμα».

302. Εἶπε Γέροντας:

«Τὸ ψέμα τὸ ἐκπροσωπεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ, ἀντίθετα, τὴν ἀλήθεια ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος».

303. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἡ ρίζα τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα εἶναι θάνατος».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ