Αρχική » Σημεία του νεοελληνικού πνευματικού βίου

Σημεία του νεοελληνικού πνευματικού βίου

από christina

Γράφει ο μητροπολίτης Φαναρίου κ.Αγαθάγγελος

 «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα Κύριε, ἃ ἔδειξας τῇ ψυχῇ ἡμῶν ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; Μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τοῦ μόχθου τῶν   δούλων σου» ( Ψαλμ. πη´ 50-51).

Τά παρόντα καί τά μελλούμενα, τά διαδραματιζόμενα καί τά προσδοκώμενα, οἱ ἐμπειρίες καί τά βιώματα τῶν λαῶν τῆς γῆς, μοῦ δίνουν τήν ἀφορμή νά διατυπώσω, ὡς προβληματισμό καί συμμετοχή στήν ζωή τοῦ κόσμου, κάποιες σκέψεις μέ σεβασμό καί συναντίληψη πρός ὅλα τά πρόσωπα πού ἔχουν ἐπιφορτισθεῖ μέ τήν βαρειά εὐθύνη τῆς κεντρικῆς πολιτικῆς διοικήσεως, τῆς Πολιτείας, καί τῆς φροντίδας τοῦ βίου τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πρόσωπα πού καλοῦνται νά καλλιεργήσουν μιά «πρωτοχριστιανική προσδοκία» γιά τά θέματα τοῡ βίου σέ ἕναν κόσμο πού συνειδητά, ἀσυνείδητα, ἀπεγνωσμένα, ἐναγώνια, ὑπομονετικά, καρτερικά, ἐν μέσῳ καύματος καί γῇ ἐρήμῳ καί ἀνύδρῳ, ἐν μέσῳ θλίψεων καί πειρασμῶν, ἐν μέσῳ δοκιμασίας καί ζάλης, ἀγωνίζεται νά διακρατήσει τήν ἐλπίδα καί ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια.

Εἶχα πολύ μεγάλο λογισμό ἐάν δημοσιεύσω τίς παροῦσες σκέψεις καί τίς μοιρασθῶ μαζί σας. Μοῦ ἔδωσε δύναμη ἕνα τολμηρό θεολογικό σχόλιο τοῦ μεγάλου διδασκάλου Ἰωσήφ Βρυέννιου πού γράφει: « Ἐστὶ κακὴ ὁμόνοια, καὶ καλὴ διαφωνία· ἐστὶ σχισθῆναι καλῶς, καὶ ὁμονοῆσαι κακῶς· οἷς γὰρ ἡ φιλία ἀπωλείας πρόξενος, τούτοις τὸ μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται· καὶ κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας, ἡ ὑπὲρ ἀπαθείας διάστασις· καλὸν τὸ εἰρηνεύειν πρὸς πάντας, ἀλλ᾿ ὁμονοοῦντας πρὸς τὴν εὐσέβειαν· ἡ γὰρ εἰρήνη μετὰ μὲν τοῦ δικαίου καὶ πρέποντος, κάλλιστόν ἐστι κτῆμα καὶ λυσιτελέστατον, μετὰ δὲ κακίας, ἢ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστόν τε καὶ βλαβερώτατον. Ἐπεὶ οὐδεὶς δύναται κτήσασθαι τὴν ἀγάπην τῶν πονηρῶν καὶ κακῶν, χωρὶς κακίας καὶ πονηρίας· μεγάλη δὲ ἀρετὴ τοῦ δικαίου, ὅταν ἔχῃ τοὺς τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἐχθρούς· καὶ τοὺς αὐτοῦ φίλους, φίλους· ὥσπερ μεγάλη κακία ἁμαρτωλοῦ, ὅταν τοὺς τοῦ Θεοῦ φίλους ἔχῃ ἐχθρούς, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ φίλους»[1].

 

Παίρνω, λοιπόν, κουράγιο ἀπό τόν λόγο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό τίς δικές σας ἀγωνίες, νά κάνω μία κουβέντα μέ τόν ἑαυτό μου καί σᾶς, φίλους, ἀδελφούς, ἱερεῖς, γεροντάδες, μοναχούς, μοναχές, ἁπλούς πιστούς, οἰκείους στήν πίστη σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς. Ἡ ἐπικοινωνία αὐτή γίνεται μέ χαρμολύπη, μέ μιά ἀγωνιώδη ἀναζήτηση τῆς ἐλπίδας. Ψάχνω μέσα μου νά βρῶ καί συζητάω μέ τόν ἑαυτό μου τήν αἰτία πού αἰσθάνομαι ἔτσι. Βρίσκω πολλές αἰτίες, ἀλλά δέν μπορῶ νά βρῶ τήν πηγή τῶν αἰτίων, γιατί εἶμαι ἀδύναμος καί ἀρχάριος καί δέν ἔχω προκόψει στήν μετάνοια. Νιώθω, ἴσως γιατί ἐγώ εἶμαι ὀλιγόπιστος, τήν φτώχεια καί ἀ­πο­τυ­χί­α τοῦ κα­λού­με­νου νεοελληνικοῦ πνευματικοῦ βί­ου πού εἴτε θέλουμε εἴτε ὄχι ἐπηρεάζει τήν καθημερινή πραγματικότητά μας, τίς ἐπιδιώξεις μας, τίς συμπεριφορές μας, τά κριτήριά μας, τίς προτεραιότητές μας, τίς ἀνάγκες μας, τίς ἀξιόμισθες ἀπαιτήσεις μας, τό ἦθος τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, τό φρόνημα τῆς ποιμαντικῆς τέχνης. Γράφω, γιατί ἴσως ψάχνω τήν Ἐκκλησία πού δέν φοβᾶται τόν θάνατο καί θέλω νά μέ τραβήξει ἀπό τό χέρι, ὅπως ὁ Χριστός τόν Ἀδάμ, γιά νά ἐκβάλλει ἀπό τήν ψυχή μου τόν φόβο πού φωλιάζει. Γράφω, γιατί ἴσως ὡς ἄνθρωπος καί πολίτης τοῦ κόσμου (ὄχι ἄποικος) θέλω μιά  Ἐκκλησία νά μήν εἶναι ἐγκλωβισμένη στά χαρακώματα καί νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στήν εὐαγγελική δύναμή της. Γράφω μέ τό θάρρος πού μοῦ δίνει αὐτό πού ἔζησα παιδί στήν Ἐκκλησία: ὅτι τό παιδί, καμιά φορά, λόγῳ τῆς σχέσης του μέ τόν Πατέρα, ἀπευθύνεται πρός Αὐτόν μέ μιά «ἐπαινετή αὐθάδεια», γιά νά ἐκφράσει τό παράπονό του. Καί αὐτό γιά τόν καθένα μας εἶναι ἡ μεγάλη χάρη, χαρά καί ἐλευθερία στήν Ἐκκλησία: νά ἀπευθύνουμε στόν Πατέρα μας τήν ἱκεσία μας, τήν προσευχή μας, τήν κραυγή μας.

Στό σημεῖο αὐτό καταθέτω ἀπό τήν καρδιά μου ἔνδακρυς, ὅτι νιώθω τήν ἀνάγκη νά ἀφιερώσω αὐτές τίς ταπεινές σκέψεις σέ ὅλους ἐκείνους, καί ἰδιαίτερα τούς νέους γονεῖς πού κρατώντας τά παιδιά τους ἀπό τό χέρι τά ὁδηγοῦν ἄφοβα καί ἐλεύθερα στόν ναό, γιά νά ἐκκλησιασθοῦν καί νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶναι γιά ἐμᾶς τούς ποιμένες ἕνα πολύ δυνατό μάθημα πίστης, ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπαράδοσης τῆς ζωῆς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐμπιστοσύνης στόν Πατέρα μας.

Ὁ τρόπος πού λαός καί κλῆρος σέ πανορθόδοξο, καί ὄχι μόνο, ἐπίπεδο, ἀκόμη καί ἐπιστημονικός κόσμος, διαχειρίσθηκε τό θέμα τῶν «κεκλεισμένων θυρῶν» τῶν ναῶν καί τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας λόγῳ τοῦ covid 19, ἔχει καλλιεργήσει μία παραφιλολογία ἁρμαγεδῶνος, ἀφοῦ τό μυστήριο τῆς ἀνομίας[2] ἤδη ἐνεργεῖται στόν κόσμο καί ἡ Ἐκκλησία δέν παύει νά πορεύεται πρός τά ἔσχατα. Σήμερα ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ ἕναν αὐθαίρετο καί ὑβριστικό τρόπο ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν ἀνάδειξη τοῦ θελήματός μας πού εἶναι τόσο ἔντονη καί θορυβώδης ὅσο πιό μεγάλη εἶναι ἡ ἐξουσιαστική τάση καί ἡ φιλοδοξία μας. Ἔχουμε διαχωρίσει τόν ἐκκλησιαστικό βίο, ἀλλά καί τούς πιστούς ὡς πολίτες, σέ κομμάτια- τμήματα- κατηγορίες- ὁμάδες- ὀπαδούς- θιασῶτες- ἐμεῖς καί οἱ ἄλλοι (ὑπερβαίνουμε στήν φαντασία τήν θεωρία τῶν Κλάδων τῶν Προτεσταντῶν) καί ἀπαξιώνουμε τήν ὑπακοή στήν ἐκκλησιαστική ζωή (ἀποσυνδέοντες τήν ὑπακοή ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἀγάπη).

Κάποτε ἡ Ἐκκλησία κανόνιζε μέ ἀγάπη, διάκριση, οἰκονομία καί παιδαγωγική τά θέματά της, εἶχε τήν δυνατότητα νά προσλαμβάνει τά συμβαίνοντα στόν ἱστορικό της περίγυρο καί συνοδικῶς, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, νά ἀποφασίζει. Οἱ Κανόνες ἀκτινοβολοῦν τήν συνείδηση τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας ὡς τοῦ προεκτεινομένου στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας αἰωνίου ἱστορικοῦ «σώματος Χριστοῦ», τό ὁποῖο συγκροτεῖται ἀπό τήν μυστική ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τρέφεται ἀπό τήν ὅλη μυστηριακή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μέ ἐπίκεντρο τήν Θεία Εὐχαριστία. Τό ἅγιο Πνεῦμα βεβαιώνει πάντοτε τήν ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν ἐπίγεια Ἐκκλησία Του, καθιστᾶ προσιτή στήν ἐπίγεια Ἐκκλησία τήν ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ θείας ἀποκαλύψεως μέ τήν ὅλη μυστηριακή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, προφυλάσσει τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία ἀπό καιρικές ὑποκειμενικές οὐτοπίες ἤ καί ἀνέρειστες ἐσχατολογικές συγχύσεις, μέ τήν συνοδική αὐθεντία τῶν διαδόχων τῶν Ἀποστολων στήν ἀποστολική λειτουργία τῆς ἐπισκοπῆς, διασφαλίζει τήν αὐθεντικότητα τῆς ἀπόλυτης ἀληθείας τῆς πίστεως κατά τήν σύνδεσή της μέ τά σχετικά ἱστορικά ἐκκλησιαστικά σχήματα, μετασχηματίζει τήν ἱστορική ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ σέ ἱστορική ἀλήθεια τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας, διατηρεῖ στήν ἐπίγεια Ἐκκλησία τήν αὐθεντική ἰσορροπία μεταξύ συνέχειας καί ἐκσυχρονισμοῦ τοῦ λυτρωτικοῦ της  μηνύματος καί ὁδηγεῖ τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία στήν ἐσχατολογική ἐκπλήρωση τῆς ὑψίστης πνευματικῆς ἀποστολῆς της στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας.

Αὐτό ὅμως, ἡ βίωση δηλαδή τοῦ λόγου «ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», προϋποθέτει μιά καθαρή ἐκκλησιολογία, μιά θεολογία μέ πίστη, εὐχαριστιακή διάθεση, ἦθος καί φρόνημα. Τί φταίει πού σήμερα ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία ἀμφισβητεῖται; 

Ὁ μεγάλος πειρασμός τῆς ἐξουσίας καί τῆς αὐτοδικαίωσης πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πληρώνει σήμερα, καί μέ κλονισμένη τήν ἑνότητά της, μᾶς καλεῖ ὅλους νά ξαναδοῦμε τί εἶναι Ἐκκλησία, νά ἀνακαλύψουμε καί νά ἐγγίσουμε τόν Χριστό τῶν Εὐαγγελίων. Μιλᾶμε συνήθως γιά τήν Ἐκκλησία μέ ἕναν τρόπο τέτοιο πού ὁμοιάζει μέ τόν λόγο τῶν δυτικῶν σχολαστικῶν θεολόγων. Ἡ χριστιανική Δύση ἔχει πληρώσει πολύ ἀκριβά τό τίμημα αὐτῆς τῆς θεολογίας στήν σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀποστολή καί τόν κόσμο της. Καί ἐμεῖς τό ἔχουμε πληρώσει καί βιώσει πικρά. Ἐκκλησιολογικές ἀπόψεις ἀκόμη καί ὀρθοδόξων θεολόγων ἔχουν εἰσάγει ἐπικίνδυνες θεολογικές συγχύσεις ὄχι μόνο γιά τήν ὀντολογική ταυτότητα τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά τήν ἑρμηνεία τῆς ἄρρηκτης σχέσεως Χριστοῦ καί ἐπίγειας Ἐκκλησίας στό ὅλο μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ θείας οἰκονομίας, ὅπως συνάγεται ἀπό τίς γνωστές θεολογικές καί τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα (1054) [3]. Νομίζουμε ὅτι θεολογικά στήν Ἑλλάδα δέν ἐπηρέασε τόν ἐκκλησιαστικό βίο καί τήν νοοτροπία μας ὁ διαχωρισμός τῶν Ἱερῶν Κανόνων σέ πνευματικούς καί διοικητικούς, πού διαχώριζε ἔτσι Ἐκκλησία καί Εὐχαριστία; πνευματικότητα καί διοίκηση; Ἤ πιστεύουμε ὅτι οἱ συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἐκκλησιολογίας δέν ἀλλοίωσαν ἀρνητικά τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί δέν πλήγωσαν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας;

Στό σημεῖο αὐτό θεωρῶ πολύ σημαντικό νά συνδέσω τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι εὔλογη ἡ ἀπορία γιά τήν συστηματική ἀποφυγή ἀπό τήν πλευρά μεγάλων ὀρθοδόξων θεολόγων ὁποιασδήποτε ἀναφορᾶς στούς λόγους τοῦ Κυρίου («Τοῦτό μου ἐστι τό σῶμα,… Τοῦτό μου ἐστι τό αἷμα…»), ἀφ’ ἑνός μέν γιατί σέ αὐτούς χαρακτηρίζονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος ὡς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί ἡ ἄμεση ἔνταξή τους ἀπό τούς Ἀποστόλους στό ἐπίκεντρο τῆς ὅλης τελετουργίας τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐξέφραζε τήν ὁμόφωνη ἀποστολική παράδοση γιά τήν ὀντολογική ταύτιση τόσο τοῦ εὐχαριστιακοῦ, ὅσο καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέ τό ἕνα καί μοναδικό αἰώνιο ἱστορικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ,«ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία»[4]. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Θεία Εὐχαριστία προβλήθηκε πάντοτε ὡς ὁ κύριος καί ἀμετάθετος τόπος ὄχι μόνο μιᾶς ἐμπειρικῆς βιώσεως ἀπό τούς πιστούς μέ ὁρατό τρόπο τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας τοῦ τοπικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς αἰσθητῆς βεβαιώσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας σέ τοπική, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική. Συνεπῶς, ἡ ὁποιαδήποτε ἀποσύνδεση τῆς ἰδιότητας αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό αἰώνιο ἱστορικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ἀπό τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν ἐσώτατο σκληρό πυρήνα τῆς ὅλης μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὁδηγεῖ πάντοτε σέ μία ἐσφαλμένη ἑρμηνεία ὄχι μόνο τῆς ὀντολογικῆςταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τελικῶς καί τῆς πνευματικῆς της ἀποστολῆς, μέ τήν ἀναπόφευκτη μάλιστα ἀπώλεια καί τῆς ἄρρηκτης ἐσωτερικῆς της ἑνότητας[5].  

Στήν Θεία Εὐχαριστία, τήν «συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας»[6], πραγματοποιεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί συγχρόνως ἀποκαλύπτεται ἡ φύση καί ὁ χαρακτήρας τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μυστηρίου θεανθρωπίνης κοινωνίας. «Ἡμᾶς δέ πάντας τούς ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου μετέχοντας……»[7].

Αὐτά πού συμβαίνουν σήμερα, καί μέ τήν ἐφαρμογή διαφόρων μετρων (δέν εἶναι μόνο αὐτά), ἔχουν ἕνα μεγάλο κόστος: τήν ἀπώλεια τῆς κοινωνίας, τῆς σύναξης, τῆς σχέσης. Ἀκόμη καί σέ καθημερινό πανανθρώπινο ἐπίπεδο δέν ἐπιτρέπεται ἡ συνάθροιση ἤ ἡ συνέλευση γιά καμία ἀνθρώπινη δραστηριότητα: τήν οἰκογένεια, τό σχολεῖο, τό παιχνίδι, τήν διεκδίκηση δικαιωμάτων, τήν διαμαρτυρία, τόν πολιτισμό, τήν ἀγορά, τήν ἐργασία, τό ταξίδι, τό προσκύνημα, τόν περίπατο, τήν ἄθληση, τήν κοινωνική ἐπίσκεψη, τό ἀνθρώπινο χάδι, τήν ἀνθρώπινη ἀγκαλιά, τήν συμμετοχή στήν λύπη καί στήν χαρά τοῦ ἄλλου. Εἶναι δυνατόν ὅλα αὐτά νά ἀφήνουν τόν ἄνθρωπο ἀνεπηρέαστο; Δέν συνδέεται ὅλη αὐτή ἡ μερική καθημερινότητα καί στέρηση μέ τήν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου καί τήν ἰσορροπία του; Πολύ δέ περισσότερο στόν ἐκκλησιαστικό βίο ὅλα αὐτά καλλιεργοῦν μιά τάση πού θεωρεῖ τόν ἐκκλησιασμό καί τήν συμμετοχή στήν ἐκκλησιαστική ζωή ὡς πράξη πού ἀφήνεται ἀποκλειστικά στήν ἀτομική ἐπιθυμία ἑκάστου, τήν εὐσέβεια καί τήν προετοιμασία. Οἱ ἰσχυρισμοί δέ ὅλων ἐκείνων πού ὑπερασπίζονται τά μέτρα μέ πάθος καί μιά ἐχθρική διάθεση πρός τήν Ἐκκλησία εἶναι φυσιολογικοί, διότι εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπό τό δυτικό πνεῦμα καί ἔχουν τήν προτεσταντική ἀντίληψη ὅτι κάθε ἕνας πιστός ἔχει μέ τόν Θεό ἰδιωτικές σχέσεις πού ἀποσκοποῦν στόν ἐξαγιασμό μεμονωμένων Xριστιανῶν καί ὄχι στήν οἰκοδομή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική παραγνώριση τῆς Θείας Κοινωνίας ὡς μιᾶς πράξεως γιά ὅλους[8]. Ἄλλωστε δέν εἶναι τυχαῖο στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τό γεγονός ὅτι πάντοτε οἱ αἱρετικοί προσπαθοῦν νά κλονίσουν μέ τήν διδασκαλία τους τό μυστήριο τῆς κοινωνίας καί τῆς σχέσεως τῶν Προσώπων τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

Οἱ Ἀρειανοί καί μάλιστα οἱ Εὐνομιανοί, ἔθεσαν τό ζήτημα στούς Ὀρθοδόξους ἄν ὁ Υἱός εἶναι δηλωτικός τῆς οὐσίας ἤ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ: Ἐάν οἱ Ὀρθόδοξοι ἔλεγαν, ὅτι εἶναι δηλωτικός τῆς οὐσίας, τότε δέν θά μποροῦσαν νά Τόν διακρίνουν ἀπό τόν Πατέρα. Ἐάν ἔλεγαν, ὅτι εἶναι ὄνομα ἐνεργείας, τότε κινδύνευαν νά δεχθοῦν, ὅτι πρόκειται γιά κτίσμα. Μπροστά στήν πίεση αὐτή ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στόν τρίτο θεολογικό του λόγο, τονίζει μέ ἔμφαση, ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶναι οὔτε οὐσίας οὔτε ἐνεργείας ὄνομα, ἀλλά ὄνομα σχέσεως[9].

Ἀλλά ἀκόμη καί αὐτοί πού ἀγνοοῦν βιωματικά ἤ ἀπορρίπτουν τίς κοινωνικές διαστάσεις τῆς εὐχαριστιακῆς θεώρησης τοῦ κόσμου, καλοῦνται νά προβληματισθοῦν ἐάν ἡ ἀνθρώπινη ζωή μπορεῖ νά ὑποταχθεῖ στήν προαναφερόμενη ἀπώλεια τῆς κοινωνίας, τῆς σύναξης, τῆς σχέσης. Κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος κατανοεῖ ὅτι δέν ἀναφέρομαι στήν τήρηση τῶν μέτρων γιά τήν διασφάλιση τοῦ ἀγαθοῦ τῆς δημόσιας ὑγείας. Ὅλοι καλούμεθα νά συνειδητοποιήσουμε, ὡς πολίτες, τήν πρσωπική μας εὐθύνη καί νά διαφυλάξουμε τήν ὑγεία μας καί τήν ὑγεία τῶν συνανθρώπων μας. Ἀναφέρομαι σέ ὅλους ἐκείνους πού εἴτε αὐτή ἡ κατάσταση τούς βολεύει νά καλλιεργοῦν μιά ἀτομική σχέση μέ τόν Χριστό μέ κανόνες ἰδιωτικοῦ δικαίου γιά τήν ὑπακοή καί τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία, εἴτε ἀπό ἰδεοληψία καλλιεργοῦν τήν ἰδιωτικοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου θεωροῦντες ὅτι ἔτσι εἶναι πιό εὔκολο νά ἀποδυναμώσουν τήν αὐτοσυνειδησία τῶν ἀνθρώπων, γιά νά τούς «γεμίσουν μέ τήν ἐξουσία τους». Ἡ ἄνομη αὐτή νοοτροπία, πού «μελετᾶ κενά»[10] καί «καταδικάζει τήν ζωή»[11], ξανασταυρώνει Τόν τοῦ νόμου Ποιητή, τόν ξαναστήνει στό βῆμα τοῦ Πιλάτου κραυγάζοντας «σταύρωσον» καί ἀπαιτεῖ ἐπιτακτικά «νά ἀσφαλισθεῖ ὁ τάφος…μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταί Αὐτοῦ νυκτός, κλέψωσιν αὐτόν, καί εἴπωσιν τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν»[12].

Οἱ Μυροφόρες βρῆκαν τόν λίθο τοῦ μνήματος ἀποκυλισθέντα καί ἄκουσαν τόν Ἄγγελο νά τούς λέγει: «Τόν ἐν φωτί ἀϊδίῳ ὑπάρχοντα, μετά νεκρῶν τί ζητεῖτε ὡς ἄνθρωπον; Δράμετε καί τῷ κόσμῳ κηρύξατε, ὡς ἠγέρθη ὁ Κύριος»[13]. Ἡ Ἐκκλησία, πού ζεῖ τήν χαρά τοῦ Πάσχα, καλεῖται «κράζουσα, μνήσθητι καί ἡμῶν, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου», ὅσο ποτέ ἄλλοτε νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἔννοια τῆς σύναξης καί τῆς κοινωνίας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ἀφοῦ ἀγκαλιάζει ψυχοσωματικά καί ὀντολογικά τόν ἄνθρωπο. Δέν εἴμαστε, δυστυχῶς, ὥριμοι καί ἕτοιμοι νά ξαναμετρήσουμε τήν γνησιότητα καί τήν αὐθεντικότητα τῶν κριτηρίων μας γιά κάθε ἐκκλησιαστική δραστηριότητα πού ἀφορᾶ τήν παρουσία μας στόν κόσμο, νά προβληματισθοῦμε γιά τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ἀλήθειας μας. Πρό­κει­ται γι­ά τήν εἰ­σβο­λή τοῦ φρο­νή­μα­τος τῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης στήν Ἐκ­κ­λη­σί­α, μιᾶς ζωῆς δηλαδή χωρίς εὐχαριστιακό ἦθος, μέ τήν ὁ­ποί­α σβή­νε­ται ἡ πνο­ή καί ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἀ­ντι­κα­θί­στα­ται μέ τό ἀν­θρώ­πι­νο θέ­λη­μα καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα.

Ὅταν ὁ ὀρθόδοξος κόσμος σήμερα βιώνει σέ διορθόδοξο ἐπίπεδο τά ἀποτελέσματα

μιᾶς ἐξουσιαστικῆς λογικῆς ἀντί τῆς διακονίας,
μιᾶς κυριαρχίας ἀντί τῆς θυσίας,
ἑνός ἐλλείματος θεολογικοῦ λόγου καί εὐχαριστιακοῦ ἤθους,
μιᾶς διαλεκτικῆς πού ὑποτάσσει τόν Θεό στήν δημιουργία,   
μιᾶς θεολογίας πού διαχωρίζει τό ἦθος ἀπό τό δόγμα,
μιᾶς ἀπολυτοποιήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου ἔναντι τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου,
μιᾶς ζωῆς πού ἔχει ἐκπέσει ἀπό τό ἀσκητικό ἦθος,
μιᾶς πραγματικότητας ἑνός ἐκκοσμικευμένου μοναχισμοῦ[14],
μιᾶς κοινωνικῆς δραστηριότητας πού ὑποκαθιστᾶ τήν ἐλεημοσύνη,
μιᾶς ὑποκρισίας πού μέ θρασύτητα καί ἀναίδεια ἀναιρεῖ τήν εἰλικρίνεια τοῦ προσώπου,
μιᾶς δικανικῆς ἀντιλήψεως γιά τήν συγχώρεση καί τήν μετάνοια,
μιᾶς διπλωματικῆς διαλεκτικῆς ἀντί τῆς παρρησίας καί τῆς διακρίσεως,
ἑνός ὑφέρποντος ἐθνοφυλετισμοῦ,
μιᾶς διαθέσεως ἀποκλείσεως τοῦ ἄλλου (ἀκόμα καί ἀπό τόν παράδεισο),

ἡ κατάσταση αὐτή ὄχι μόνο τραυματίζει πολλές ταπεινές ψυχές, ἀλλά καί ἀναδεικνύει τήν ἀπολυτοποίηση κτιστῶν διεργασιῶν πού ἀπαιτοῦν ἐπικαιρικές συμμαχίες ἤ σύμπραξη μέ τίς ἐξουσίες τοῦ κόσμου. Καί, ἐπειδή ἡ ἀγάπη ἔχει φυσικό ἰδίωμα νά κοινοποιεῖ τά τῶν φίλων κατά τήν παροιμία «τά τῶν φίλων κοινά», ποῦ εἶναι ἡ θεολογία, –ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς[15]– ὅταν μάλιστα διαχειρίζεσαι τούς λαούς μέ τήν λογική νά προσπαθεῖς νά τούς «πείσεις» γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; 

Τά ρήματα «πείθω», «πρέπει» καί «ὀφείλω» εἶναι τρεῖς ἐκφράσεις πού βοηθοῦν τά τῆς παιδαγωγικῆς. Ὅμως τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, πολιτικοῦ καί κοινωνικοῦ βίου δέν μπορεῖ, δέν δύναται νά ἐξαντληθεῖ οὔτε στόν «καθωσπρεπισμό», οὔτε στίς συμβατικές τυπικότητες, οὔτε στίς ἐπιδερμικές σχέσεις, οὔτε στήν λογική τῆς «ἐπιδοματικῆς πολιτικῆς». Πολύ δέ περισσότερο ἡ σχέση μέ τόν Θεό, τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό καί τούς ἄλλους (τούς ἀδελφούς μας), πού εἶναι ἀπόλυτα προσωπική, μυστική, καρδιακή, εὐχαριστιακή, δέν δύναται νά ὑποταχθεῖ στήν λογική μιᾶς στείρας δεοντολογίας ξένης πρός τήν ἀλήθεια τῆς ὀντολογικῆς ὑπάρξεως καί τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Ἔτσι, ἐμπνεόμενος ἀπό τόν λόγο τῶν Γραφῶν καί τά ἀσκητικά ἀποφθέγματα, προσπάθησα, γιά νά ξαναζήσω προσωπικά μαζί μέ σᾶς, τούς ἀναγνῶστες, αὐτό πού εἶναι ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀναύπαση καί ἡ παρηγορία μας, τό γεγονός δηλαδή ὅτι τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὁ Παράκλητος, ἀναπληροῖ τά ἐλλείποντα καί θεραπεύει τά ἀσθενῆ στόν προσωπικό μας καθημερινό ἀγώνα, ὅταν αἴρομε, μέ φόβο Θεοῦ καί ἐλπίδα Χριστοῦ, τόν σταυρό μας, νά ἐπισημάνω, πέρα ἀπό τό «πείθω», τό «ὀφείλω» καί τό «πρέπει», συμπεριφορές καί καταστάσεις, τακτικές καί στάσεις πού πολλές φορές μᾶς στεναχωροῦν καί μᾶς θλίβουν πολύ περισσότερο γιατί γίνονται στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί στό ὄνομα τῆς δημοκρατίας, καί ἐπηρεάζουν τίς σχέσεις μας μέ ἀδελφούς, ποιμενόμενους, πολίτες.

Ὅταν ἐξουσιάζεις, διακονεῖς.
Ὅταν διαλέγεσαι, ἀληθεύεις.
Ὅταν θεολογεῖς, ταπεινώνεσαι.
Ὅταν πονᾶς, δέν ἐπιτίθεσαι.
Ὅταν διαφωνεῖς, δέν προσβάλλεις.
Ὅταν συμβουλεύεις, δέν κοροϊδεύεις.
Ὅταν συμφωνεῖς, δέν καυχᾶσαι.
Ὅταν παραπονεῖσαι, δέν μεμψιμοιρεῖς.
Ὅταν διδάσκεις, δέν ἐνοχοποιεῖς.
Ὅταν πειράζεσαι, προσεύχεσαι.
Ὅταν ἀδικεῖσαι, ὑπομένεις.
Ὅταν λοιδορεῖσαι, συγχωρεῖς.
Ὅταν ὀργίζεσαι, δακρύζεις ὄχι μέ τό ἄχαρο δάκρυ τῆς κενοδοξίας.
Ὅταν λαθέψεις, ζητᾶς συγγνώμη.
Ὅταν γίνεται θόρυβος, σιωπᾶς.
Ὅταν φοβᾶσαι, ἀγαπᾶς.
Ὅταν κλαῖς, ἀτενίζεις τόν Σταυρό.

Ὁ κόσμος «πεινάει» καί «διψάει». Ὁ ἔσχατος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος, καιροφυλακτεῖ. Χάνονται ζωές! Θρηνοῦμε ψυχές! Ἡ ἁγιοτόκος αὐτή Πατρίδα, ἡ Ἑλλάδα μας, μέ τόσους Ἁγίους, Ἀποστόλους, Πατέρες, Ὁμολογητές, Ὅσιους, Ἀσκητές, Μάρτυρες καί Νεομάρτυρες, διεφύλαξε τήν πατρώα πίστη καί εὐσέβεια, τήν πατερική διδασκαλία καί παράδοση, τήν ἑλληνική ἰδιοπροσωπεία καί αὐτοσυνειδησία, τήν γλώσσα καί τόν πολιτισμό, μέ θυσίες, αἷμα, διδαχή, λειτουργική ζωή, εὐσέβεια, φόβο Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται σέ αὐτούς τούς καιρούς νά καταθέσει, μέ προφητική ἀνησυχία καί ποιμαντική ἐγρήγορση, τήν ἀγωνία της γιά τά συμβαίνοντα, γιά τά προβλήματα τοῦ κόσμου, τίς σύγχρονες προκλήσεις, νά ἐκφράσει θεολογικό λόγο γιά τήν ἐλπίδα πού ἔχουμε στήν καρδιά μας, νά καλλιεργήσει τό ὅραμα γιά μιά ζωή πιό φωτεινή καί συναρπαστική γεμάτη ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ἐμπνεύσει τί εἶναι νά πεθαίνουμε καί νά ξαναγεννιόμαστε καθημερινά ἐν Χριστῷ, νά κηρύξει τήν μεγάλη χαρά τοῦ Πάσχα, νά ξεδιπλώσει στήν ἱστορία τήν δύναμη τῆς Ἀνάστασης. Ἱστορικά δέ καλεῖται καί πάλι, μαζί μέ τήν Ἑλληνική Πολιτεία καί τήν χριστιανική Εὐρώπη, σέ ἕναν κόσμο, ὅπου ὑπάρχει α) ἡ πρόκληση νά ξεχνᾶμε ἤ νά ἀγνοοῦμε σέ ὑπερθετικό βαθμό τήν ἱστορία, καί β) ἡ ραγδαία διάδοση τῶν προκλητικῶν προτάσεων τῆς παγκοσμιοποιήσεως, νά διαχειρισθεῖ τήν εὐθύνη τῆς ἐπανάκτησης τοῦ συλλογικοῦ μας παρελθόντος, πού ἔπρεπε νά εἶναι μεταξύ τῶν πρώτων μας σχεδιασμῶν, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ Umberto Eco.

Ἀξίζει, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῆς οἰκουμένης, νά μᾶς διδάξει ὅλους, μέ ὅποιο κόστος γιά τόν καθένα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ζήσει, καλεῖται νά ἐπιλέξει νά παραμείνει ἄνθρωπος καί ὄχι βαδίζον δεῖγμα!

[1] Θεολογικό σχόλιο στόν λόγο τοῦ Κυρίου «ἔστω δέ ὑμῶν ὁ λόγος ναί ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. 5, 37).
[2]  Β΄ Θεσ. 2, 7.
[3] Βλ. σχετικά Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιολογία μεταξύ Χριστολογίας καί Πνευματολογίας ὑπό τό φῶς τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 2018.
[4] Κολοσ.1, 24.
[5] Βλ. σχετικά Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιολογία μεταξύ Χριστολογίας καί Πνευματολογίας ὑπό τό φῶς τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 2018.
[6] Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἀντιρρητικός πρῶτος, P.G. 90, 480 Δ.
[7] Θεία Λειτουργία.
[8] «Προσκατεροῦντες τῇ διδαχῇ καί τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς», Λουκ. 2, 42-22.
[9] Βλ. Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 59ος.
[10] Ἀπόστιχο Μεγάλης Πέμπτης.
[11] Ἀπόστιχο Μεγάλης Πέμπτης.
[12] Βλ. Ματθ. 27, 62-66.
[13] Ὑπακοή Πάσχα.
[14] «Ταῦτα δέ γράφομεν, οὐκ ἐκκόπτοντες τούς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ κατά τάς Γραφάς ἀσκεῖσθαι βουλομένους, ἀλλά τούς λαμβάνοντας τήν ὑπόθεσιν τῆς ἀσκήσεως εἰς ὑπερηφανίαν κατά τῶν ἀφελέστερον βιούντων ἐπαιρουμένους τε καί παρά τάς Γραφάς καί τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας καινισμούς εἰσάγοντας», Κανόνας 21ος τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου.
[15] Ἰωάν. 13, 34.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ