Οι κοινωνικές συνθήκες  της εποχής δεν επέτρεπαν το γάμο τους. Αναζήτησαν ιερά λείψανα για να εξιλεωθούν για τον παράνομο ερωτά τους  αλλά στο τέλος υπηρέτησαν  ο καθένας με τον δικό του τρόπο τον Χριστό.

Η Αγλαΐα ήταν μία εύπορη αριστοκράτισσα που ζούσε στα χρόνια του Διοκλητιανού στην περιοχή της Ρώμης και είχε δούλο της τον Βονιφάτιο. Ο Βονιφάτιος ήταν οικονόμος της, πολύ όμορφος στην εμφάνιση, ελεήμων και φιλεύσπλαχνος, αλλά επιρρεπής στο ποτό .Ερωτεύτηκαν μεταξύ τους και ζούσαν τον παράνομο έρωτά τους, καθώς η κοινωνική τους απόσταση δεν επέτρεπε  γάμο. Επειδή όμως και οι δυο τους ήταν πιστοί χριστιανοί,  αναζητούσαν μια λύση για να ξεπεράσουν  τις τύψεις  τους  για τη σχέση τους. Αναζητώντας μια λύση, πληροφορήθηκαν ότι στην Ανατολή γίνονται διωγμοί κατά των χριστιανών. Αποφάσισαν τότε, να μεταβεί ο Βονιφάτιος εκεί και να βρει λείψανα μαρτύρων, για να τα φέρει στο σπίτι τους, ώστε η ευλογία των ιερών λειψάνων να τους απαλλάξει από την ενοχή που αισθάνονταν.

Η Αγλαΐα τού πρόσφερε συνοδεία, χρήματα και προμήθειες και το ταξίδι ετοιμάστηκε. Όπως ήταν έτοιμος να φύγει,  σύμφωνα με την παράδοση ,ο  Βονιφάτιος στράφηκε στην κυρία του και τη ρώτησε αν θα δεχόταν τα δικά του οστά ως άγια λείψανα, για να τα τιμήσει. Εκείνη θεώρησε ότι ήταν ένα από τα συνηθισμένα του αστεία και δεν έδωσε σημασία, κατευοδώνοντάς τον.

Μετά από ένα  κουραστικό ταξίδι, η συνοδεία έφτασε στην Ταρσό της Κιλικίας,όπου είχαν πληροφορηθεί ότι πραγματοποιείται μεγάλος διωγμός εναντίον των χριστιανών. Αφού βρήκαν πανδοχείο και ετοιμάστηκαν να ξεκουραστούν, ο Βονιφάτιος τούς ανακοίνωσε ότι θα έβγαινε μια βόλτα στην πόλη, για να δει τι γίνεται.

Βγήκε και ρώτησε σε ποιο σημείο πραγματοποιούνται τα μαρτύρια των χριστιανών. «Στο στάδιο», του απάντησαν και αυτός έσπευσε κατευθείαν εκεί. Αυτό που συνάντησε ήταν ο  τόπος μαρτυρίου για τους χριστιανούς. Αφού έτρεξε στους ετοιμοθάνατους μάρτυρες, παρουσιάστηκε μπροστά στον επικεφαλής των διωκτών και ευθαρσώς δήλωσε ότι και ο ίδιος ήταν χριστιανός και ήθελε να μαρτυρήσει. Οι αξιωματικοί τον απέπεμψαν, αλλά η επιμονή του τούς εκνεύρισε και τελικά τον συνέλαβαν. Αφού τον υπέβαλαν σε πολλές και σκληρές δοκιμασίες, στο τέλος τον αποκεφάλισαν.

Η παράδοση λέει ότι με θαυμαστό τρόπο, το κεφάλι επανασυγκολλήθηκε, ανασηκώθηκε ελαφρά και έκανε ένα νεύμα στους συνοδούς τους   οι οποίοι αφού δωροδόκησαν τους στρατιώτες που φύλαγαν τα άψυχα σώματα των μαρτύρων, πήραν τη σορό του Βονιφάτιου και επέστρεψαν στην πατρίδα τους όπου παρέδωσαν τα λείψανα στην Αγλαϊα η οποία έκτισε ένα ναό στη μνήμη του.

Η ίδια έζησε το υπόλοιπο του βίου της στον ίδιο ναό, κάνοντας μόνο αγαθοεργίες. Όταν κοιμήθηκε, την έθαψαν δίπλα στο Βονιφάτιο. Και οι δυο τους έγιναν κατόπιν πρόξενοι μεγάλων θαυμάτων.