Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου

 

"Τα άγια λόγια Σου συγκινούν την ψυχή μου βαθύτερα και διαθερμαίνουν τη φλόγα της ευσέβειας εντατικώτερα όταν ψάλλωνται παρά όταν δεν ψάλλωνται". Άγιος Αυγουστίνος.

Με τον όρο βυζαντινή μουσική εννοούμε τη θρησκευτική μουσική, η οποία είναι συνυφασμένη με την ορθόδοξη χριστιανική λατρεία. Πρόκειται για ένα είδος μουσικής που ποτέ δεν «ξέφυγε» από τα σύνορα της Εκκλησίας και η δημιουργία του οφείλεται σε καθαρά λατρευτικούς σκοπούς. Παρ’ όλα αυτά, η βυζαντινή μουσική επηρέασε -αλλά και επηρεάστηκε από- την αρχαία ελληνική μουσική, τη δημοτική κοσμική μουσική, καθώς και από μουσικές παραδόσεις του ανατολικού κόσμου.

Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής μουσικής θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεκινάει από το 1ο αιώνα μ.Χ. και φτάνει έως και το 330 μ.Χ. (ίδρυση της Κωνσταντινούπολης). Ήδη, λοιπόν από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους φαίνεται πως οι πιστοί συγκεντρώνονταν κρυφά (εξαιτίας των διωγμών), κυρίως σε σπίτια, όπου προσεύχονταν και έψαλλαν. Οι μελωδίες που χρησιμοποιούσαν ήταν ιδιαίτερα απλές και, όπως είναι φυσικό, ήταν αρκετά επηρεασμένες από τις εβραϊκές, τις συριακές, τις παλαιστινιακές και, κυρίως, τις αρχαιοελληνικές μουσικές παραδόσεις. Ήδη ο ελληνικός πολιτισμός, εξαιτίας του Μ. Αλεξάνδρου, είχε εξαπλωθεί στις περισσότερες ασιατικές περιοχές, όπως στην Παλαιστίνη, τη Μ. Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία, την Αρμενία κ.α. Έτσι, οι πρώτες χριστιανικές ψαλμωδίες αναπτύχθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου η πιο διαδεδομένη μουσική ήταν η αρχαία ελληνική. Ακόμα, οι πρώτοι υμνογράφοι και μελοποιοί είχαν λάβει την ελληνική παιδεία και γνώριζαν αρκετά καλά την ελληνική μουσική, την οποία χρησιμοποίησαν ως βάση, ώστε να συνθέσουν τους πρώτους χριστιανικούς ύμνους. Μάλιστα, πάρα πολλοί μουσικολόγοι αλλά και ιστορικοί αντιλαμβάνονται τη βυζαντινή μουσική ως μια συνέχεια της αρχαίας ελληνικής και όχι ως ένα τελείως διαφορετικό είδος μουσικής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του αρχαιότερου σωζόμενου χριστιανικού ύμνου. Πρόκειται για τον «ύμνο της Οξυρύγχου», του 3ου μ.Χ. αιώνα, που υμνεί την Αγία Τριάδα.

... την αυγήν ας σιγήσουν

τα λαμπερά τ' αστέρια ας μη λείψουν

(ας σιγήσουν και) των πολύβοων ποταμών αι πηγαί

Ενώ δε ημείς υμνούμεν Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα,

πάσαι αι Ουράνιαι Δυνάμεις ας επιφωνούν:

Αμήν, Αμήν

Κράτος, αίνος, ύμνος (δόξα πρέπει)

εις Σε τον μόνον δοτήρα (χορηγόν) πάντων των αγαθών

Αμήν Αμήν

Η ύπαρξη ψαλμών και ύμνων φαίνεται για πρώτη φορά μέσα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, και ειδικά εκείνα που αναφέρονται στη βασιλεία του Δαβίδ. Στα συγκεκριμένα βιβλία συναντάμε τους όρους «ψαλτωδοί», «ψαλμωδοί» και «ωδοί». Έτσι, οι Χριστιανοί εκείνης της εποχής χρησιμοποίησαν και αυτοί ρυθμικά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και ψαλμούς του Δαβίδ, για να δημιουργήσουν τους πρώτους ύμνους, συνεχίζοντας με αυτόν τον τρόπο την υμνολογική παράδοση των Ιουδαίων στη Συναγωγή.

Oι πρώτες χριστιανικές ψαλμωδίες αναπτύχθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου η πιο διαδεδομένη μουσική ήταν η αρχαία ελληνική

Οι Απόστολοι

Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τη σύνθεση ύμνων φαίνεται να είναι οι ίδιοι οι Απόστολοι, όπως μαρτυρείται και μέσα από τα γραπτά τους. «Ίνα πληρώνται εν πνεύματι, εν πάση σoφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς εν χάριτι άδοντες τω Κυρίω» (Απόστολος Παύλος, Εφεσ. Ε', 18, 19). Όπως φαίνεται και στο βιβλίο «Πράξεις Αποστόλων», οι Απόστολοι συγκεντρώνονταν την τρίτη, την έκτη και την ένατη ώρα για να προσευχηθούν και να ψάλλουν. Υπήρξαν, βέβαια, και άλλοι πολλοί υμνογράφοι των πρώτων χριστιανικών χρόνων που ξεχώρισαν με το έργο τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο οποίος πέθανε γύρω στα 215 μ.Χ. Συνέγραψε αρκετούς ύμνους, με πιο γνωστούς τους « Στρωματείς» αλλά και τον «Παιδαγωγόν» (ύμνος όπου δοξάζεται ο Θεός-Δημιουργός). Ο Μεθόδιος ο Ολύμπου (Επίσκοπος Πατάρων και Λυκίας), που μαρτύρησε το 311 μ.Χ., έγραψε το «Συμπόσιον δέκα παρθένων», ένας ύμνος που αποτελείται από 24 στροφές που εξελίσσονται αλφαβητικά. Ένα άλλο σημαντικό βιβλίο είναι ο «Ψάλτης», που ανήκει, φυσικά, στον Ιουστίνο τον Φιλόσοφο (έζησε και μαρτύρησε κατά τον 2ο αι. μ.Χ.). Δεν ήταν λίγοι και οι υμνογράφοι που συνέθεσαν ύμνους με σκοπό να καταπολεμήσουν τους τότε αιρετικούς. Ο Ιππόλυτος, που έζησε κατά τον 2ο αιώνα, και ο Ωριγένης (μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας) είναι δύο από αυτούς. Σημαντικός μελοποιός ήταν και ο Πολύκαρπος Σμύρνης, ο οποίος πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 169 μ.Χ. Η μελοποιία των ύμνων κατά τους αποστολικούς χρόνους δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη και διακρινόταν για την απλότητά της. Όλες οι ψαλμωδίες ήταν συλλαβικές (σε κάθε συλλαβή αντιστοιχούσαν μία-δύο νότες) και μονοφωνικές (όλες οι φωνές έψαλλαν την ίδια μελωδία, ομόφωνα). Το ισοκράτημα (μουσική συνοδεία της κύριας μελωδίας) απουσίαζε, μέχρι που ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (2ος αιώνας μ.Χ.) εισήγαγε την Αντίφωνο Ψαλμωδία (τρόπος ψαλμωδίας όπου οι στίχοι των ύμνων ψάλλονται διαδοχικά από δύο χορούς) και τους δύο χορούς (δύο ομάδες ψαλτών) στην Εκκλησία. Από πολύ νωρίς, λοιπόν, είχε καθιερωθεί η Αντίφωνος, φωνητική ψαλμωδία. Μια από τις αρχαιότερες κατηγορίες ύμνων είναι οι «κοινωνικοί», που ονομάστηκαν έτσι επειδή ψάλλονταν κατά τη Θεία Κοινωνία.

 

Η απαγόρευση της χρήσης οργάνων

Πριν από την ίδρυση της χριστιανικής Εκκλησίας, υπήρχαν δύο τρόποι ψαλμωδίας. Ο πρώτος τρόπος, που τελικά και επικράτησε, ήταν η φωνητική και ο δεύτερος αυτή με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όμως, απαγόρευσαν αυστηρά τη χρήση της οργανικής μουσικής μέσα στους ναούς. Όπως ορίζει ο Μ. Βασίλειος: «Όργανον ηρμοσμένον μουσικώς εις ύμνους του Θεού ημών, η του σώματος εστί κατασκευή. Ψαλμός δε αι διά του σώματος πράξεις, αι εις δόξαν Θεού αποδιδόμεναι, όταν υπό του λόγου ηρμοσμένου μηδέν εκμελές, αποτελώμενον εν τοις κινήμασιν... ωδή δε φωνή εμμελής αποδιδόμενη εναρμονίως, χωρίς της συνηχήσεως του οργάνου».

Κατά την πρώτη αυτή περίοδο, η υμνογραφία και η μελοποιία δεν εξελίχθηκαν ιδιαίτερα, αλλά παρέμειναν σταθερές και απλές, κυρίως εξαιτίας των διωγμών κατά των Χριστιανών. Οι σημαντικότερες αλλαγές, αλλά και η μεγαλύτερη άνθηση στη βυζαντινή μουσική, ξεκινούν με την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας και πολύ περισσότερο με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης.