Αρχική » Oι αλυσίδες του Απόστολου Πέτρου

Oι αλυσίδες του Απόστολου Πέτρου

από christina

 

Σήμερα η Εκκλησία γιορτάζει την προσκύνηση της τιμίας αλύσεως.Σύμφωνα με την εξιστόρηση του Ευαγγελιστή Λουκά στις «Πράξεις των Αποστόλων» (ΙΒ’ 1-19), πρόκειται για την αλυσίδα με την οποία ο βασιλιάς της Ιουδαίας Ηρώδης Αγρίππας (10 π.Χ. – 44 μ.Χ.) έδεσε τον Απόστολο Πέτρο και τον έριξε σε φυλακή της Ιερουσαλήμ γύρω στο έτος 43. Προηγουμένως, είχε διατάξει τη θανάτωση του Αποστόλου Ιακώβου και όταν είδε ότι οι Ιουδαίοι ευχαριστήθηκαν από το γεγονός, συνέλαβε και τον Πέτρο, με σκοπό να τον θανατώσει μετά το Εβραϊκό Πάσχα.

Ξαφνικά, ένα βράδυ, εμφανίσθηκε στο καλά φρουρούμενο από 16 στρατιώτες κελί του Πέτρου ένας Άγγελος. Ο χώρος έλαμψε από φως και ως εκ θαύματος οι αλυσίδες έπεσαν από τα χέρια του Πέτρου. Ο Άγγελος του είπε να σηκωθεί γρήγορα, να ντυθεί και να τον ακολουθήσει. Ο Πέτρος δεν είχε συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα και νόμιζε ότι έβλεπε όραμα. Μόνο όταν πέρασε από τα διαδοχικά φυλάκια ανενόχλητος και απομακρύνθηκε από τη φυλακή χωρίς κανείς από τους δεσμοφύλακες να αντιληφθεί το παραμικρό, συνειδητοποίησε πραγματικά το τι είχε συμβεί και είπε: «Τώρα καταλαβαίνω καλά, ότι πράγματι έστειλε ο Κύριος τον άγγελό του και με έβγαλε από τα χέρια του Ηρώδη και με γλύτωσε από κάθε κακό, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου γίνει».

Ο Πέτρος κατέφυγε αρχικά στο σπίτι της Μαρίας, της μητέρας του ευαγγελιστή Ιωάννη, που λειτουργούσε ως μυστική εκκλησία. Οι παρευρισκόμενοι εξεπλάγησαν από την παρουσία του. Αυτός τους εξήγησε τα καθέκαστα και στη συνέχεια αναχώρησε προς άγνωστο τόπο. Όσον αφορά στους 16 δεσμοφύλακές του, αυτοί εκτελέστηκαν μέχρις ενός, με διαταγή του εξαγριωμένου Ηρώδη.

Κάποιοι, ευσεβείς Χριστιανοί διαφύλαξαν αυτή την αλυσίδα, η οποία αρχικά μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εναποτέθηκε στο ναό του Αποστόλου Πέτρου. Αργότερα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλης τη δώρισε στην αυτοκράτειρα Ευδοξία (422-462), η οποία με τη σειρά της τη χάρισε στον Πάπα της Ρώμης Λέοντα Α’. Σήμερα, η αλυσίδα του Αποστόλου Πέτρου βρίσκεται στη Ρώμη και είναι τοποθετημένη στη λειψανοθήκη του ναού του Αγίου Πέτρου με τις Αλυσίδες (San Pietro in Vincoli).


Η Ορθόδοξη Εκκλησία θέσπισε, κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, την εορτή “προσκυνήσεως της τιμίας αλύσεως του αγίου και πανευφήμου αποστόλου Πέτρου” και όρισε να τελείται αυτή στις 16 Ιανουαρίου. Η εορτή βασίζεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ιβ΄ 1-19). Σύμφωνα με την παράδοση, η αλυσίδα αυτή, με την οποία ήταν δεμένος ο Aπόστολος Πέτρος, είχε λάβει από το πανίερο σώμα του αγιαστική και ιαματική χάρη, η οποία μεταδιδόταν στους Χριστιανούς που την προσκυνούσαν με πίστη.

Ο ναός Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι (ιταλ. San Pietro in Vincoli) είναι βασιλική στην πόλη της Ρώμης, που βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία, στον Εσκυλίνο λόφο. Αποκαλείται επίσης και Basilica Eudossiana προς τιμήν της γυναίκας που την ίδρυσε, και είναι γνωστή γιατί στεγάζει δύο σημαντικά αντικείμενα: το άγαλμα του Μωυσή από το Μιχαήλ Άγγελο και τις φερόμενες ως Αλυσίδες του Αγίου Πέτρου.

Η βασιλική κατασκευάστηκε αρχικά στα μέσα του 5ου αιώνα, περίπου το 442 π.Χ., από την Λικίνια Ευδοξία, κόρη του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ και σύζυγο του Βαλεντινιανού Γ’. Σκοπός ήταν να στεγαστούν οι αλυσίδες (Vincula στα λατινικά εξ’ ου και το όνομα του ναού) με τις οποίες είχαν δέσει τον Απόστολο Πέτρο όταν ήταν φυλακισμένος στις φυλακές του Μαμερτίνου στη Ρώμη.

Η μητέρα της Αυτοκράτειρας, Αθηναΐδα Ευδοκία, χάρισε στην κόρη της και τις αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος ο Απόστολος Πέτρος στη φυλακή των Ιεροσολύμων. Αυτές είχαν περιέλθει στην κατοχή της ως δώρο του Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ κατά το ταξίδι της στους Αγίους Τόπους. Σύμφωνα με το θρύλο, όταν η αυτοκράτειρα Ευδοξία δώρισε τις αλυσίδες στον Πάπα Λέοντα Α’, εκείνες καθώς τις περιεργαζόταν αυτές ταίριαξαν η μία στην άλλη σαν από θαύμα. Οι αλυσίδες φυλάσσονται σε λειψανοθήκη κάτω από την Αγία Τράπεζα της βασιλικής.

Πράξεις Αποστόλων (ιβ΄ 1-19)

Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν, ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. Ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.

Ὅτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. Ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. Εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. Ἐποίησε δὲ οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. Καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ρύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῶ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. Κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ρόδη, καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. Οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. Ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. Οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. Ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. Κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.

Γενομένης δὲ ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις, τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο. Ἡρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ