Ο όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε πιθανόν στο τέλος του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα. Νέος ακόμη έγινε μοναχός στη Σκήτη της Βεροίας, στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Σύμφωνα με το εγκώμιο του Κωμανίτζη αρχικά έζησε επί είκοσι χρόνια σε μια οργανωμένη μοναστική αδελφότητα, και στη συνέχεια, με την ευχή του προεστώτος, αποσύρθηκε σε ένα σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα πενήντα τέσσερα χρόνια μέχρι την κοίμησή του.

Εκεί, μακριά από την παρουσία των ανθρώπων, υπέμεινε ο όσιος το κρύο και τον καύσωνα, ασκώντας τον εαυτό του στην απόλυτη νηστεία και την προσευχή. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του και αγωνιζόταν να αποκρούσει τις προσβολές του διαβόλου που προσπαθούσε να τον παρασύρει στην πτώση.

Ο πονηρός συχνά εμφανιζόταν στον όσιο, άλλοτε για να τον τρομάξει και να τον κάνει να εγκαταλείψει τους πνευματικούς του αγώνες, και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τονγια να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε συνεχώς, ακόμη και όταν εμφανίσθηκε ενώπιόν του ως άγγελος φωτός. Τότε ο όσιος του είπε ότι δεν είναι άξιος να δεχθεί την επίσκεψη αγγέλου και έτσι απαλλάχθηκε από την παρουσία του, ενώ θείο φώς πλημμύρισε το σπήλαιό του. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό δούλο του και η φήμη του οσίου διαδόθηκε σε όλη την περιοχή, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.

Ο όσιος όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανυψώνει τον άνθρωπο στον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες, που του στερούσαν τη γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει και πάλι στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθειά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.

Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκεπτόταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα για να τουμεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο ζωής αιωνίου.

Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και, αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.

Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε επάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι οι κυνηγοί από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως και το λείψανό του αλώβητο και ευωδιάζον.

Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον επίσκοπο της πόλεως, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το πού θα έπρεπε να ενταφιασθεί το τίμιο λείψανό του, το τοποθέτησαν επάνω σε μία άμαξα, την οποία έσερναν βόδια και τα άφησαν ελεύθερα, ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιασθεί.

Η άμαξα σταμάτησε τελικά κοντά στον ναό της Παναγίας Καμαριωτίσσης στη Βέροια, δηλώνοντας τη βούληση του οσίου. Έτσι ο όσιος ετάφη αρχικά εκεί, και η λάρνακά του αποδείχθηκε με τη χάρη του Θεού ιατρείο και θεραπευτήριο κάθε σωματικής και ψυχικής ασθενείας.

Το ιερό λείψανό του θησαυρίζεται σήμερα στον περικαλλή ναό τον οποίο ανήγειρε η ευσέβεια των Βεροιέων για τον πολιούχο τους, και η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου, ενώ πανηγυρίζεται στον ιερό ναό του και την 1η Αυγούστου.