Είναι χειμώνας του 1454μχ και ο Μωάμεθ Β’, χρήζει τον ανθενωτικό μοναχό Σχολάριο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με το όνομα Γεννάδιος Σχολάριος όπως μας είναι μέχρι σήμερα γνωστός. Θα περίμενε κανείς ότι μετά την επικράτηση των Οθωμανών και την οριστική πτώση του Βυζαντίου, οτιδήποτε παρέπεμπε σε χριστιανισμό θα είχε καεί ή βανδαλιστεί. Πράγματι κατά τις τρεις πρώτες μέρες της άλωσης πιθανόν, μπορεί να ήταν και μία, οι Οθωμανοί είχαν και με το νόμο, κάθε δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή άνθρωπο θα έβρισκαν στο διάβα τους. Από εκεί και μετά ξεκινάει η πολιτική.

Η κίνηση του να ανασυστήσει τον πατριαρχικό θεσμό και να ορίσει ορθόδοξο πατριάρχη, ήταν μια πολιτικά ορθή κίνηση. Ο πατριαρχικός θρόνος, ήταν ο δεύτερος τη τάξει κατά την Βυζαντινή περίοδο, μετά από τον αυτοκρατορικό και η ανασύσταση του είχε και συμβολικό χαρακτήρα, εκτός από πολιτική σκοπιμότητα. Ο Μωάμεθ λοιπόν, όχι απλά δεν καταργεί τον θεσμό αυτόν, αλλά ορίζει και στη θέση ένα ορθόδοξο μοναχό και δη ανθενωτικό και του παρέχει και προνόμια. Πάντα οι ανθενωτικοί πατριάρχες ήταν ιδιαίτερα αρεστοί στο ποίμνιο.

Με αυτή την πρωτοβουλία ο Μωάμεθ ΄Β προσπαθεί να φέρει λίγο πιο κοντά του, τους χριστιανούς υπηκόους του, οι οποίοι ήταν αρκετοί, και να τους δείξει ότι μπορεί να είναι αλλόθρησκος, αλλά είναι ο νέος τους «αυτοκράτορας». Προσπαθεί να κληρονομήσει τον ρόλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Κι αυτή είναι μια πρώτη πράξη προσέγγισης από μέρους του. Ο Μωάμεθ δεν επιθυμεί να εξισλαμίσει σε καμία περίπτωση όλο το χριστιανικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας του. Επιθυμεί όμως όλοι οι υπήκοοι του να τον βλέπουν ως ηγεμόνα τους. Το να εξισλαμίσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού άλλωστε δεν τον συνέφερε. Αν όλοι ήταν μουσουλμάνοι, ποιος θα πλήρωνε τον κεφαλικό φόρο των μη μουσουλμάνων, όπου ήταν πολύ σημαντικό έσοδο για το Οθωμανικό φορολογικό σύστημα. Κάνεις σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν πρόκρινε μαζικούς εξισλαμισμούς.Ούτε είχαν θεσμοθετηθεί ποτέ. Μόνο το παιδομάζωμα (devşirme) αποτελούσε θεσμό που οδηγούσε σε αναγκαστικούς εξισλαμισμούς των παιδιών που συλλέγονταν.

Αυτό που γνωρίζουμε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ανθενωτικού λόγιου Θεόδωρου Αγαλλιανού, είναι ότι την ανασύσταση του πατριαρχικού θρόνου, είχαν εισηγηθεί στον Μωάμεθ και Έλληνες άρχοντες, οι οποίοι των συμβούλευαν ανά περιόδους, και φυσικά έκριναν και οι ίδιοι ότι μια τέτοια κίνηση θα τους ωφελούσε στο μέλλον πολιτικά. Αν βέβαια ο ίδιος ο σουλτάνος δεν έβρισκε πλεονεκτήματα σ’ αυτή, δεν επρόκειτο να την κάνει. Από εκεί και μετά, στον ορισμό του εκάστοτε πατριάρχη, σημαντικό ρόλο θα διαδραμάτιζαν οι εύποροι Έλληνες της Κων/πολης, οι οποίοι θα εισηγούνταν με διάφορους τρόπους την τοποθέτηση πατριάρχη που θα προωθούσε τα συμφέροντά τους.

 

Ο ρόλος του  Πατριάρχη 

 

Ο ορθόδοξος πατριάρχης εκτός από την απαραίτητη νομιμοποίηση στα μάτια του χριστιανικού ορθόδοξου λαού, που θα έδινε στον εκάστοτε σουλτάνο, θα είχε και 

ένα άλλο πολύ βασικό ρόλο. Αυτόν του αρχηγού της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας όλης της αυτοκρατορίας (MilletBaşi), εξ ου και η υιοθέτηση του αυτοκρατορικού δικέφαλου αετού ως συμβόλου της. Θα ήταν ο άμεσος υπόλογος στον σουλτάνο για ολόκληρο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο της επικράτειας του. Όχι μόνο των Ελλήνων δηλαδή αλλά και των Σλάβων χριστιανών και των Βούλγαρων και ούτω καθ’ εξής. Σε οποιαδήποτε παρασπονδία από πλευράς των πληθυσμών αυτών, ο πατριάρχης ήταν ο πρώτος που καλούσε στο Τοπ Καπί (μέχρι μέσα 19ου αι) ο σουλτάνος.

Μπορεί να απολάμβανε ειδικά προνόμια όπως θα δούμε, αλλά η θέση του ήταν επισφαλής. Μπορούσε να χάσει το κεφάλι του ανά πάσα στιγμή εξαιτίας μια εξέγερσης π.χ. Όποτε η τακτική που ακολούθησαν στην πλειονότητα τους οι πατριάρχες, ήταν ο κατευνασμός και ο έλεγχος πάνω στο ποίμνιό τους. Οποιαδήποτε προσπάθεια επανάστασης έπρεπε να καταδικαστεί από τον πατριάρχη, γιατί αν αυτό δεν γινόταν, τότε οι μέρες του ήταν λίγες.

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σας παραθέσω μικρά αποσπάσματα από ένα βεράτιο μεταφρασμένο στα Ελληνικά, που ορίζει τα προνόμια που απολάμβανε ο εκάστοτε πατριάρχης και γενικότερα η ορθόδοξη εκκλησία. Το παρακάτω προέρχεται από βεράτιο του σουλτάνου Βαγιαζήτ ΄Β, μεταγενέστερου κατά κάποια χρόνια του Μωάμεθ Β’, προς τον πατριάρχη Συμεών Α’:

‘’ Να είναι στην εξουσία του οι μητροπολίτες, οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι, οι παπάδες, καθώς και τα βακούφια, αμπέλια, κήποι, τόποι, αγιάσματα, πανηγύρια, μύλοι, που είναι προσαρτημένα σε εκκλησίες. Εκτός από τον ίδιο και αυτούς που όρισε, κανένας μουσουλμάνος ή άπιστος να μην παρεμβαίνει είτε είναι από αυτή τη μεριά είτε, είτε είναι από την άλλη μεριά, είτε είναι στα νησιά. Τα παραπάνω μέρη να είναι στην εξουσία του, με τον τρόπο που αναφέρθηκε’’.

‘’ Αν μία γυναίκα φύγει κρυφά από τον άντρα της κι αν ένας άπιστος πρόκειται να χωρίσει την γυναίκα του, ή ένας άπιστος πρόκειται να παντρευτεί, στις τελετές που έχουν σύμφωνα τις συνήθειες τους, και στις κληρονομιές των απίστων σύμφωνα με τις συνήθειές τους, κανείς να μην μεσολαβεί εκτός από τον πατριάρχη. Χωρίς αυτόν κανένας άπιστος να μην συνάπτει γάμο σύμφωνα με τις θρησκευτικές πρακτικές τους, και να μην χωρίζει, και να μην γίνεται δεκτός στην εκκλησία ’’.

‘’ Οι εκάστοτε καδήδες, πρέπει να παίρνουν αποφάσεις να παραδίδουν τους φόρους που σχετίζονται με το πατριαρχείο, οποιοδήποτε κι αν είναι στο κάθε βιλαέτι.’’

‘’ Κανείς να μην κάνει έναν άπιστο με τη βία μουσουλμάνο’’ και ‘’ Κανείς να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις που είναι στην αρμοδιότητα του πατριάρχη.’’

Μην θεωρήσετε βέβαια αυτά τα προνόμια μόνιμα σε όλες τις περιόδους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Υπήρχαν και σκαμπανεβάσματα ανάλογα με την πολιτική που εφάρμοζε ο εκάστοτε σουλτάνος. Άλλοι ήταν πιο μετριοπαθείς άλλοι πιο σκληροί. Όλοι όμως συνεργάστηκαν σε μεγάλο βαθμό με τον εκάστοτε πατριάρχη. Είπαμε…ο πατριάρχης ήταν υπεύθυνος για όλο τον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Απολάμβανε όπως διαπιστώνουμε, οικονομικά, πολιτικά και δικαστικά προνόμιαόσον αφορά τους ορθόδοξους, άλλα μπορούσε να τα χάσει εν μία νυκτί.

Τον πατριάρχη όπως είπαμε τον τοποθετούσε ο σουλτάνος. Πολλές φορές βέβαια δεν ήξερε ποιον έπρεπε να τοποθετήσει στη θέση, όποτε συμβουλευόταν είτε τους αξιωματούχους του πχ τον βεζίρη ( ένα είδος πρωθυπουργού ), ή Έλληνες άρχοντες που γνώριζαν τα πράγματα. Η στήριξη ενός πατριάρχη ήταν ένα επιχειρηματικό στοίχημα για πολλούς πλούσιους Έλληνες, στήριζαν πολλά σ’ αυτό.

Γενικά… η στάση που κράτησε η ορθόδοξη εκκλησία κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί παθητική. Αυτό που προέτρεπε τους πιστούς να κάνουν, ήταν κυρίως υπομονή. Τα δεινά όπου υπέμεναν ήταν κατά τους ιερείς και κληρικούς ένα μάθημα από τον ίδιο το θεό, όπου τους τιμωρούσε για τις αμαρτίες τους (βλέπε θεολογική θεωρία άλωσης). Κάθε εξουσία ήταν δοσμένη από τον ίδιο το θεό και σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να ανατραπεί (βλέπε πχ Απόστολο Παύλο στην επιστολή προς Ρωμαίους). Όπως καταλαβαίνουμε, οι επαναστάσεις δεν ήταν κάτι που επικροτούσαν οι περισσότεροι πατριάρχες.

Και τι άλλο να έκαναν βέβαια; αν ήθελαν να επιβιώσουν θεσμικά έπρεπε να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα. Έπρεπε να συνεργαστούν με τους Οθωμανούς με τον ένα η με τον άλλο τρόπο. Ο άλλος δρόμος ήταν ο σφικτός εναγκαλισμός με την καθολική εκκλησία. Οι ορθόδοξοι ανθενωτικοί όμως «προτίμησαν» τους Οθωμανούς παρά τα στρεβλά τους, από τους «Λατίνους». «Προτίμησαν» την επιβίωση μέσω της υποταγής στον Οθωμανό σουλτάνο, παρά την υποταγή στον Πάπα.

 

Η παπική κυριαρχία 

Ήταν θέμα ιδεολογικό. Αν οι Βυζαντινοί είχαν υποταχθεί στην παπική κυριαρχία, ίσως να ήταν για κάποιο διάστημα ακόμα κύριοι της τόσο εμβληματικής αυτής πόλης για ολόκληρο το χριστιανισμό. Δεν το έκαναν όμως. Όσοι αυτοκράτορες προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βοήθεια της δύσης με αντάλλαγμα την ένωση των δυο εκκλησιών υπό τα πρωτεία του πάπα, είχαν να αντιμετωπίσουν το μένος των ανθενωτικών κληρικών αλλά και της πλειοψηφίας του λαού, οι οποίοι τους αποκαλούσαν προδότες της πίστης (βλέπε τους ιδιαίτερα αξιόλογους αυτοκράτορες Μιχαήλ Ή Παλαιολόγο και Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό).

Αν ο Πάπας τους εξασφάλιζε την επιβίωση , μέσω βοήθειας κατά την περίοδο της Οθωμανικής πολιορκίας, της παραπαίουσας «αυτοκρατορίας» τους, θα το έκανε με όρους καταχρηστικούς και εν πολλοίς ταπεινωτικούς. Θα ήθελε πρώτα απ’ όλα, την υποταγή της ορθόδοξης εκκλησίας στα πρωτεία του. Τα γεγονότα της τέταρτης σταυροφορίας με την άλωση και το βιασμό της Κων/πολης από χριστιανούς, γράφτηκαν με ανεξίτηλη μελάνη στα μυαλά των Βυζαντινών. Μάλλον γι’ αυτό «προτίμησαν» τους αλλόθρησκους από τους ομόθρησκους. Προτίμησαν σε εισαγωγικά, διότι η πόλη αμύνθηκε, δεν παραδόθηκε φυσικά στους Οθωμανούς.

 

Η μεταστροφή προς το Ισλάμ βέβαια, είχε ήδη συντελεστεί πολύ πριν την άλωση, στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και μάλιστα εκούσια, αρχίζοντας από τον 14ο αι. Η Μικρά Ασία υπήρξε η σημαντικότερη πηγή οικονομικής και ανθρώπινης στρατιωτικής τροφοδοσίας για το Βυζάντιο για αρκετούς αιώνες. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η κατάληψη της Κων/πολης ήταν η τελευταία πράξη του δράματος. Η οικονομική ασφυξία και η έλλειψη του ανθρώπινου δυναμικού που προσέφερε η ζωτικής σημασίας για την αυτοκρατορία περιοχή αυτή, οδήγησαν σταδιακά στο θάνατο και την ίδια την καρδιά της αυτοκρατορίας.

Επίσης… Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, οι «Έλληνες», (σαν όρος δεν χρησιμοποιείται συχνά πριν από τον 19ο αι, μέχρι τότε Έλληνας σήμαινε ο αρχαίος, ο παγανιστής στη λαϊκή συνείδηση, Γραικός για τη δύση και Ρωμηός για την ανατολή χρησιμοποιούνται περισσότερο), δεν έζησαν την πνευματική αναγέννηση που βίωνε η δύση, εξαιτίας μόνο των «βάρβαρων» Οθωμανών. Ρόλο σε αυτή τη χαμένη ευκαιρία διαδραμάτισε και η ορθόδοξη εκκλησία με τον πνευματικό σκοταδισμό που επέβαλε στις πληθυσμιακές ομάδες που επηρέαζε κυρίως στην ύπαιθροκαι στα μικρότερα αστικά κέντρα, με όπλο το κήρυγμα και τον αφορισμόπου οδηγούσε σε καταδικαστική κοινωνική απομόνωση.

Σημαντικά διαφορετική ήταν η πνευματική ζωή στην Κων/πολη και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Σμύρνη, όπου κάποιοι αξιόλογοι πατριάρχες όπως ο Ιωασάφ Β’, ο Ιωσήφ Β’ και ο Ιερεμίας Β’ επέδειξαν ζήλο σε ζητήματα πραγματικής παιδείας και ξεκίνησαν προσπάθειες ενίσχυσης του πατριαρχικού σχολείου με καθηγητές και συγγράμματα προερχόμενα από τη δύση (βλέπε κλήση Μάξιμου Μαργούνδιου και αργότερα τον σημαντικό φιλόσοφο Θεόφιλο Κορυδαλλέα).

Πρέπει να αναγνωρίσουμε βέβαια το έργο των κατά βάση ολιγογράμματων ιερέων και μοναχών, οι οποίοι δίδασκαν γραφή και ανάγνωση με αποτέλεσμα την επιβίωση έστω της Ελληνικής γλώσσας και μιας υποτυπώδους ιστορικής συνείδησης , γεγονός βαρυσήμαντο για τη συνοχή των κοινοτήτων, χωρίς να υπαινίσσομαιτον μύθο του «κρυφού σχολειού».

Η γενικότερη απουσία παιδείας κατά τα πρώτα χρόνια έχει να κάνει κυρίως, με την παρακμή σημαντικών αστικών κέντρων στον Ελλαδικό χώρο, την φυγή της πνευματικής ελίτ στη δύση αλλά και την οικονομική ανέχεια του πληθυσμού ο οποίος μετά βίας επιβίωνε. Σε αυτό μπορούμε να πιστώσουμε ευθύνη στους Οθωμανούς εξαιτίας της δυσβάσταχτης φορολογίας και της γενικότερης σκληρότητας σε ορισμένες περιοχές. Φορολογία βέβαια επέβαλε και η εκκλησία στους μεσαίους και κατώτερους κληρικούς αλλά και τους πιστούς, με σκοπό να καλύψει τις φορολογικές υποχρεώσεις της απέναντι στην πύλη. Μία τέτοια υποχρέωση ήταν για παράδειγμα το βασιλικόν δόσιμον το οποίο ξεκίνησε από τα 2.000 φλουριά τον 15ο αιώνα. Σημαντικά έσοδα επίσης είχε και από δωρεές εύπορων χριστιανών της αυτοκρατορίας.

 

Φωτεινά κέντρα όσον αφορά την πνευματική δραστηριότητα κατά τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης στον Ελλαδικό χώρο, η Χίος και τα Γιάννενα (πόλη που απολάμβανε ειδικά προνόμια από την παράδοση της) όπου έχουμε τη συνέχιση της πνευματικής κληρονομιάς του Βυζαντίου χωρίς σημαντικά διαλείμματα, σε όλη την Οθωμανική περίοδο, ιδίως στα Γιάννενα (βλέπε σχολή Μονής Φιλανθρωπινών) . Απαγόρευση ίδρυσης και λειτουργίας σχολείων από πλευράς Οθωμανών πάντως δεν υπάρχει ως ένδειξη κάπου.

Σίγουρο είναι ότι σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας ο «Ελληνισμός» στήριξε με κάθε τρόπο και μέσο τη μεγάλη εκκλησία και η μεγάλη εκκλησία στήριξε τον «Ελληνισμό» από άποψη ηθικού, στην προσπάθεια του να επιβιώσει (ιδίως ο κατώτερος κλήρος). Οφείλουμε και εδώ να αναγνωρίσουμε ότι υπήρξε το μοναδικό θεσμικό καταφύγιο μέσα σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας για τους ορθόδοξους.

Παρ’ όλα αυτά η μετέπειτα διαδικασία της επανάστασης δημιούργησε σοβαρά υπαρξιακά διλήμματα στους ηγέτες της. Αν εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον εκάστοτε πατριάρχη, μητροπολίτη και ιερέα, «στην πλειονότητα τους» (υπάρχουν φυσικά και κάποια παραδείγματα ανώτερων και κατώτερων κληρικών που θυσιάστηκαν επικροτώντας κατά τόπους επαναστάσεις), πιστεύω ότι τα όπλα της επανάστασης δύσκολα θα είχαν βγει από τις κρύπτες. Θα είχαν μείνει καλά κρυμμένα, περιμένοντας πότε ο θεός συγχωρήσει το «εκλεκτό» του γένος, και «δρομολογήσει» τις εξελίξεις για να βγουν.

Υ.Γ 1: Το «Βεράτιο» (Berat: Τουρκ.) ήταν επίσημο σουλτανικό έγγραφο με το οποίο επικυρωνόταν η τοποθέτηση, και ορίζονταν τα προνόμια σε μία υψηλόβαθμη θέση της διοίκησης. Τα συγκεκριμένα που σας παρέθεσα ανήκαν στην κατηγορία που αφορούσε θρησκευτικούς λειτουργούς μη μουσουλμανικών κοινοτήτων.

Υ.Γ 2: Τα αποσπάσματα του μεταφρασμένου βεράτιου, προέρχονται από το βιβλίο της Ε. Ζαχαριάδου «δέκα Τουρκικά έγγραφα για την μεγάλη εκκλησία 1483-1567», ΙΒΕ, Αθήνα, 1996.

* Το κείμενο του Χάρη Φιλιππάκη δημοσιεύτηκε στο  Huffpost