Του Μ.Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

 

Πολλές φορές λέμε και γράφουμε για το πραγματικό νόημα των εορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου. Σε όλη αυτή τη ρητορική, βασικό θέμα είναι η εκκοσμίκευση των ημερών σε σχέση με τις παλιότερες λαϊκές, λατρευτικές και εθιμικές, συνήθειες του λαού μας. Κι όμως, ενώ τα διαπιστώνουμε όλα αυτά, ενώ ορθώς τα αποδίδουμε στην προϊούσα παγκοσμιοποίηση της κοινωνίας μας, εντούτοις συνεχίζουμε στους ίδιους ρυθμούς να εορτάζουμε κι εμείς όπως οι γύρω μας, προσθέτοντας ίσως τον εκκλησιασμό στις οικογενειακές μας συνήθειες.

Ευχές, γλυκίσματα, κοινωνικές σχέσεις και στολίδια συνθέτουν το εορταστικό σκηνικό. Κι όπως είναι φυσικό, ο ταπεινός Χριστός της φάτνης είναι δύσκολο να γεννηθεί στις πανηγυρίζουσες καρδιές μας. Φέτος τα Χριστούγεννα για τον γράφοντα ήταν Χριστούγεννα πόνου για το ξαφνικό και βαρύτατο πρόβλημα υγείας ενός μέλους της οικογένειας. Όλες οι μέρες των εορτών πέρασαν μέσα σε μια βασανιστική αναμονή, με δίωρες, καθημερινές επισκέψεις στη μονάδα εντατικής θεραπείας κάποιου αθηναϊκού νοσοκομείου. Κι όμως, μέσα στο κλίμα αυτό, της οδύνης και της αγωνίας, συντροφιά με άλλους ανθρώπους, που μοιράζονταν παρόμοια προβλήματα, η Γέννηση του Χριστού πήρε άλλο περιεχόμενο, φωτίστηκε με τις ακτίνες μιας ξεχωριστής πνευματικότητας.

Γράφει κάπου ο Φώτης Κόντογλου, μετά από ένα μεγάλο και παρ’ ολίγον μοιραίο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε, ότι άλλο είναι να γνωρίζεις τον πόνο μέσα από τα κείμενα και τις διδαχές των Πατέρων και εντελώς άλλο να τον βιώνεις ο ίδιος. Το πόσο δίκαιο έχει το διαπίστωσα φέτος. Είναι αλήθεια πως ο πόνος οδηγεί ξεχωριστά στον Θεό, αποτελεί μια προνομιακή οδό, που δείχνει προς τον Αρχηγό της Ζωής και του Θανάτου. Ο πόνος που εκλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται δοξολογικά, με αγωνία και οδύνη ανθρώπινη, αλλά και με απόλυτη και ατράνταχτη πίστη στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού. Ο πόνος που σε κάνει δεκτικό και του πόνου των άλλων, που σε οδηγεί να δοξολογήσεις τον Θεό και να τον παρακαλέσεις να σε βοηθήσει να σηκώσεις τον σταυρό που η χάρη Του σου έδωσε.

Εκεί, έξω από την εντατική, ένιωσα φέτος βαθιά τη Γέννηση του Θεανθρώπου, έξω και πέρα από κοσμικότητες και γιορτές, ως ένα γεγονός σταυραναστάσιμης χαρμολύπης. Εύκολα τα λες και τα γράφεις αυτά, δύσκολα όμως τα βιώνεις και τα αποδέχεσαι. Εύκολα μιλάς για τον πόνο ερήμην του, δύσκολα τον αποδέχεσαι ενταγμένο στο ευεργετικό για τον άνθρωπο σχέδιο της θείας οικονομίας ως παιδαγωγική επίσκεψη του Κυρίου.

Κι όταν αυτό το δεχθείς, τότε αρχίζει να σταλάζει στην καρδιά παρηγοριά και ελπίδα, τότε αρχίζεις να βιώνεις και τον πόνο του πλησίον όχι ως ξένο γεγονός κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά ως υπαρξιακό κομμάτι του εαυτού σου, ως βίωμα της ανθρώπινης ιδιότητας και του προσώπου με το οποίο μας τίμησε ο Θεός-δημιουργός.

Τότε αρχίζεις να προσεγγίζεις το αληθινό νόημα της ενσάρκωσης του Θεού, για να σηκώσει στους ώμους του την αμαρτία και την οδύνη του κόσμου, ο αναμάρτητος και αγαθός. Τότε αντιλαμβάνεσαι την ευθύνη σου έναντι των άλλων μελών της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας, των «εν Χριστώ αδελφών» σου, όπως εύκολα και ακοπίαστα πολλές φορές λέμε. Στον προθάλαμο της εντατικής, οι γιορτές του Αγίου Δωδεκαημέρου χάνουν το χρυσοποίκιλτο προσωπείο τους και μεταβάλλονται σε γιορτές αγάπης, κατανόησης, αλληλεγγύης και πνευματικότητας.

Δεν το εύχομαι φυσικά σε κανέναν από τους συνανθρώπους μας, «ούτε και στον εχθρό μου», όπως λέει σοφά ο ελληνικός λαός. Εύχομαι όλοι να βρούμε το νόημα αυτό των εορτών χωρίς να χρειαστεί να περάσουμε αυτή τη δοκιμασία. Για μένα όμως, όσο θα ζω, οι γιορτές του Αγίου Δωδεκαημέρου δεν θα έχουν πλέον κοσμικό περιεχόμενο. Θα είναι γιορτές περισσότερο πνευματικές, στον δρόμο του αστέρα της Βηθλεέμ, του οποίου τη λαμπρότητα όλοι διηγούμαστε, δεν ξέρω όμως πόσοι μπορούμε πραγματικά να υποπτευθούμε.

Ας είναι το όνομά Του το άγιο ευλογημένο που μας αξίωσε τέτοιας δοκιμασίας.