Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος «ξαναχτύπησε» για τρίτη φορά. Μετά την άμεση συνέργεια αυτού στην προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών και την απόπειρα προσφοράς του Ιερού Κλήρου, θυσία στον βωμό των πολιτικών επιδιώξεων του κ. Τσίπρα δια της προώθησης του σχεδίου Συμφωνίας αυτού με την Εκκλησία για την αλλαγή του καθεστώτος μισθοδοσίας των ιερέων, έβγαλε «στο σφυρί» και την μακραίωνη παράδοση της Ανάστασης!

Συμφώνησε με την Κυβέρνηση το φετινό Πάσχα οι Εκκλησίες να είναι μεν ανοικτές στους πιστούς με αυστηρή τήρηση των προβλεπομένων μέτρων ασφαλείας (μάσκες και αποστάσεις) υπό τον όρο όμως η Τελετή της Αναστάσεως να μη γίνει, ως συνήθως, στις 12 η ώρα τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα, αλλά στις 9 το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου! Για να τρέξουμε όλοι να προλάβουμε «το τραμ το τελευταίο», σύμφωνα με τα δρομολόγια που ρύθμιζε η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση (εφεξής Κ.Υ.Α.) ως προς τις νυχτερινές μετακινήσεις των πολιτών. Προφανώς, μήπως με τη μετακίνηση της ώρας της Ανάστασης καταφέρναμε να γλιτώσουμε από το κυνηγητό του κορωνοϊού, ο οποίος τέτοια μέρα θα παρατούσε τα ολονύχτια γλέντια στις πλατείες και θα μας είχε στήσει ενέδρα στις Εκκλησίες. Χωρίς βέβαια να υπολογίζει τις απώλειές του από το «ξεστράτισμα», αφού η «παγανιά» του δεν θα τελείωνε το πρωί, που αποχαιρετάει τους ξενύχτηδες της Κυψέλης ή κάποιας άλλης περιοχής της Αττικής, αλλά λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Και το σπουδαιότερο: εκείνη την ώρα δεν θα μπορούσε να υπολογίζει στις «μυρμηγκιές» που σχηματίζονται πάντα πέντε λεπτά πριν από την Ανάσταση και διαλύονται πέντε λεπτά μετά από αυτήν. Το πολύ μόλις θα τελείωνε η παραδοσιακή Πασχαλινή Θεία Λειτουργία, δύο ώρες περίπου μετά την Ανάσταση, να έπεφτε επάνω σε μια ή δύο δεκάδες ξεμεινεμένους λαμπαδηφόρους του Ανεσπέρου Φωτός μέσα στη νύχτα, για να πράξουν το αυτονόητο. Να τιμήσουν, δηλ., δεόντως τον «Παθόντα και Ταφέντα και Αναστάντα τη Τρίτη ημέρα», όπως λέμε στο «Πιστεύω», Θεάνθρωπο, που εξαγόρασε τη σωτηρία μας με το Τίμιο Αίμα Του. Είναι οι ευλαβείς νυχτερινοί Λαμπαδηφόροι της Ανάστασης. Δεν θα άξιζε λοιπόν τον κόπο, σύμφωνα με τη λογική, να χάσει τον «ύπνο» του ο κορωνοϊός με τέτοια «εσοδιά» ιϊκών φορτίων. Πού να βρεθεί, όμως, λογική σε ένα μικροσωματίδιο της ύλης και πώς να κάνεις διάλογο μαζί του, αφού έχει τη δική του λειτουργία και τις δικές του αντιδράσεις;

Το ίδιο έλλειμμα λογικής εμπεριέχει, δυστυχώς, σε όλα της τα σημεία και η σχετική συμφωνία Κυβέρνησης και Αρχιεπισκόπου. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Εάν ρωτούσε κάποιος εκείνους που ενεπνεύσθησαν την εν λόγω συμφωνία και τους θεσμικούς φορείς που ανέλαβαν την υλοποίησή της, γιατί έπρεπε να μετακινηθεί φέτος κατά τρεις ώρες η Τελετή της Αναστάσεως, θα του έλεγαν όλοι το ίδιο πράγμα: για να αποτραπεί η περαιτέρω εξάπλωση του κορωνοϊού. Η άποψη αυτή κυκλοφορούσε ευρέως από στόμα σε στόμα σε όλους τους πολίτες. Την ακούσαμε και στα δελτία ειδήσεων του Πάσχα: Φέτος η Ανάσταση έγινε στις 9 το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου λόγω κορωνοϊού. Ποιού κορωνοϊού όμως, αφού η λογική μάς λέει ότι τα ιϊκά φορτία που θα προέκυπταν από την Ανάσταση με τη συμμετοχή πιστών θα ήσαν ίδια είτε η Ανάσταση ετελείτο κατά τα ειωθότα στις 12 τα μεσάνυχτα είτε τρεις ώρες νωρίτερα στις 9 το βράδυ. Ήταν λοιπόν εκ προϊμίου βέβαιο ότι η σχετική συμφωνία δεν επρόκειτο να υπηρετήσει τον σκοπό, για τον οποίο έγινε. Επομένως κάτι άλλο επεδιώκετο με αυτή τη συμφωνία. Και η αναζήτησή του μας φέρνει στον υποκρυπτόμενο σκοπό της: στην απαγόρευση δηλ. της υπέρβασης των χρονικών ορίων που θέτει η σχετική Κ.Υ.Α. για τη νυχτερινή μετακίνηση των πολιτών! Αυτό πια κι αν δεν είναι παραλογισμός: Να ζητείται η μετακίνηση της Τελετής της Ανάστασης, για να παραμείνει αμετάβλητη η συνήθως υποκείμενη σε τροποποιήσεις Κ.Υ.Α. Να θυσιασθεί το μείζον, για να σωθεί το έλασσον μέσα από μια αλλόκοτη στάθμιση που ισοπεδώνει όλους τους κανόνες της λογικής, αφού βλέπουμε να τοποθετούνται στη «ζυγαριά» από την μια μεριά ένα μετρήσιμο μέγεθος, όπως είναι η Κ.Υ.Α., και από την άλλη ένα αστάθμητο στοιχείο, όπως είναι η Ανάσταση. Και στο τέλος η «ζυγαριά» να δείχνει ότι εκείνο που βαραίνει περισσότερο είναι η Κ.Υ.Α.! Εξωφρενικά πράγματα που θα είχαν ως συνέπεια ένα άλλο παραλογισμό: Να γιορτάσουμε φέτος το Πάσχα το Μεγάλο Σάββατο και να μετατρέψουμε έτσι την Ανάσταση του Κυρίου από Τριήμερον σε... Διήμερον! Και ας μας βεβαιώνουν όλα τα Ευαγγέλια ότι η Ανάσταση του Κυρίου έλαβε χώρα μετά τα μεσάνυχτα της μιας των Σαββάτων, ενώ η επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Ιησού έγινε όρθρου βαθέως, δηλ. τα ξημερώματα της Κυριακής. Αυτά ενδεχομένως να τα αγνοούσε ο κ. Μητσοτάκης. Τα γνώριζε, όμως, πολύ καλά ο κ. Ιερώνυμος και όφειλε να τα υπερασπισθεί, όπως θα έπραττε κάποιος άλλος Αρχιεπίσκοπος στη θέση του, που είχε συναίσθηση της ευθύνης και της αποστολής του.

Ακόμη μεγαλύτερο είναι το έλλειμμα ορθολογισμού της συμφωνίας αυτής, εάν ιδωθεί υπό το πρίσμα της μακραίωνης παράδοσης, που είναι συνυφασμένη με τον εορτασμό της Αναστάσεως. Δεκαεπτά αιώνες από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325 μ.Χ), που θέσπισε κανόνες για τον εορτασμό του Πάσχα, ουδείς ετόλμησε να μεταθέσει την ώρα της Αναστάσεως, μολονότι πολλές φορές χρειάστηκε να τελεσθεί αυτή εν μέσω φοβερών θανατηφόρων επιδημιών. Η σχετική με την Ανάσταση παράδοση δεν δεσμεύει μόνο την Εκκλησία, αλλά και την Πολιτεία, η οποία συμπορεύθηκε μαζί της δύο χιλιάδες τόσα χρόνια στον ορθόδοξο βηματισμό του Έθνους. Είναι λυπηρό να διαπιστώνει κάποιος ότι την τέλεση της Αναστάσεως, όπως επιτάσσει η παράδοση, την εσεβάσθησαν ακόμη και οι Οθωμανοί κατακτητές, ενώ ασεβεί κατ’ αυτής η σημερινή, παραδοσιακή υποτίθεται, Ελληνική Κυβέρνηση! Μα δεν βρέθηκε κάποιος να επιστήσει την προσοχή στον Πρωθυπουργό και στον Αρχιεπίσκοπο για το βάρος της ιστορικής ευθύνης που επωμίζονται, συνδέοντας το όνομά τους με τη μοναδική μέχρι σήμερα αλλοτριωτική παρέμβαση στον εορτασμό της Αναστάσεως; Έναντι όλων αυτών κάποιοι επιχειρούν να δικαιολογήσουν το σχετικό ανοσιούργημα με την επίκληση της οικονομίας. Αν είναι δυνατόν! Η οικονομία χωρεί ασφαλώς στον ιερέα που πρέπει να κάνει Ανάσταση σε τέσσερα χωριά. Όχι όμως και στην εν λόγω συμφωνία, που «ισοπεδώνει» τη μακραίωνη παράδοση της Ανάστασης, για να σωθεί η σχετική Κ.Υ.Α. 

Πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι, όσοι εμμένουν στον παραδοσιακό εορτασμό της Ανάστασης, δεν είναι ούτε χρονολάτρες ούτε ζηλωτές, αλλά συνεπείς μαθητές στη διδαχή του Αποστόλου Παύλου, που μάς παραγγέλλει: «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β΄ Θεσ,  κεφ. β΄,  15). Ανυπάκουοι μαθητές στις διδαχές του Αποστόλου των Εθνών είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι με χαλαρή θρησκευτική συνείδηση μάς συνιστούν να σταθούμε στην ουσία του εορταζόμενου γεγονότος και να αφήσουμε στην άκρη το τελετουργικό του «περιτύλιγμα». Και τα λένε όλα αυτά οι αρνητές της διδαχής του Αποστόλου Παύλου παραβλέποντας ότι το εορταζόμενο γεγονός της Αναστάσεως και το τελετουργικό «περιτύλιγμα» αυτού είναι αδιάσπαστα στοιχεία «συνυφασμένα» στον «ιστό» της παράδοσης, που αποτελεί το κατ’ εξοχήν υλικό του «αργαλειού» της Ορθοδοξίας. Οφείλουν λοιπόν όλοι αυτοί, που «ξεντύνουν» την Ανάσταση από το «περιτύλιγμά» της, να διερωτηθούν για την αξία που, κατ’ αυτούς, έχει η παράδοση στη Χριστιανική Διδασκαλία. Από την απάντηση που θα δώσουν στο ερώτημα αυτό, θα φανεί αν συμπορεύονται με την Ορθοδοξία ή αν συντάσσονται με τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες, οι οποίοι έχουν πετάξει την παράδοση στον «κάλαθο» των αχρήστων, γι’ αυτό ακολουθούν τις «οδούς» της πλάνης των αιρέσεων.

Και κάτι τελευταίο που υπογραμμίζει την ανεπάρκεια του κ. Ιερωνύμου. Εάν ζούσε ο μακαριστός Χριστόδουλος, θα υπερασπιζόταν με πάθος την παράδοση της Ανάστασης. Στην επιμονή δε της Κυβέρνησης να επιβάλει την τέλεση αυτής τρεις ώρες νωρίτερα, θα απαντούσε με το γνώριμο ύφος του: «Όχι, κύριε Πρόεδρε. Προτιμώ να διατάξω την κεκλεισμένων των θυρών κανονική τελετή της Αναστάσεως, χωρίς τη συμμετοχή των πιστών, όπως έγινε και πέρυσι, παρά να γίνω συνεργός στην κατάργηση μιας μακραίωνης παράδοσης που συνδέεται με την Εορτή των Εορτών της Ορθοδοξίας».