Πρὶν εἰσέλθουμε στὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας στρέφει τὸ μυαλό μας πρωταρχικά, ὂχι πρὸς τὸν Θεό, ἀλλά μᾶς τὸ γυρίζει πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Σὰν νὰ μᾶς λέγει ὁ Θεὸς ὅτι αὐτὸ πού σᾶς χρειάζεται, πρὶν γυρίσετε τὴ σκέψη καὶ προσανατολίσετε ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό σας πρὸς Ἐμένα, εἶναι νὰ μὲ ἀντικρύσετε στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν σας δημιουργώντας προϋποθέσεις πνευματικῆς συνυπάρξεως μεταξύ σας.

Ἡ τελευταία μας πράξη, πρὶν νὰ μποῦμε στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ κατὰ τὸ προσκλητήριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μιὰ πράξη συμφιλιώσεως. Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ τὸ πρωΐ διαβάζουμε στοὺς ναοὺς ἕνα ἀνάγνωσμα ποὺ ἀναφέρεται στὴ συγχώρηση, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπόγευμα, τελοῦμε τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Συγχωρήσεως, προκειμένου νὰ ἀσκήσουμε τὴν πρακτική της. Κατὰ τὴν παράδοση, οἱ χριστιανοὶ στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ ἀντήλλασσαν τὸν ἀσπασμό τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχωρήσεως. Περνοῦσε ἕνας-ἕνας, ἀσπαζόταν τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ ὅλοι ἀντήλλασσαν τὴν εὐχή γιὰ Καλὴ Τεσσαρακοστή• στὴν οὐσία ὅμως προσπαθοῦσαν μαζὶ νὰ ζήσουν αὐτὴν τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης καὶ νὰ συγχωρηθοῦν.

Εἶναι δυστυχῶς μεγάλη ἀλήθεια ὅτι συνήθως ἐντελῶς δευτερεύοντα θέματα δημιουργοῦν πολὺ βαθειὰ ρήγματα στὶς σχέσεις μας καὶ πραγματικὰ μᾶς χωρίζουν. Πολλὲς φορές, ὅταν προσερχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση καί μᾶς ζητάει ὁ πνευματικὸς λίγο νὰ συμφιλιωθοῦμε μεταξύ μας, νὰ ζητήσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, μᾶς εἶναι πολὺ δύσκολο. Ἔχουμε τόσες δικαιολογίες νὰ προφασιστοῦμε, τόσους λόγους νὰ ἐπικαλεστοῦμε, τόσα ἐπιχειρήματα νὰ παραθέσουμε, προκειμένου νὰ μὴν συχγωρηθοῦμε μεταξύ μας. Καὶ ἐνῶ εἶναι τόσο εὔκολο νὰ παροτρύνουμε τοὺς ἄλλους πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, γιὰ τὶς δικές μας σχέσεις εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο.

Μέσα ἀπὸ τὰ σοφὰ κείμενα ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ἡ συγχώρηση καὶ ποιὸ τὸ μέγεθος, τὸ βάθος καὶ ἡ σημασία της.

Ἡ πρώτη ἔννοια τῆς μεγἀλης ἀρετῆς τῆς συγχωρήσεως εἶναι ἡ συμφιλίωση. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν χαιρετιόμαστε ὅταν συναντιόμαστε. Δὲν μπορεῖ νὰ σκεπτόμαστε τὸν ἄλλον καὶ νὰ ἀνακατεύεται τὸ εἶναι μας. Δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς δημιουργεῖ ἀναστάτωση καὶ μόνον ἡ σκέψη ἢ πολὺ περισσότερο ἡ συνάντηση καὶ ἡ σχέση μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Αὐτὴ ἡ καταστροφὴ τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης,  ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὴ δυσκολία μας νὰ συγχωρηθοῦμε εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Ἔρχεται λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς λέγει κάντε αὐτό τὸ βῆμα. Δὲν ἔχετε τίποτα νὰ χωρήσετε. Μικροὶ ἄνθρωποι εἶστε μὲ ἀδυναμίες ὅλοι• φυσικὲς ἢ ἐπίκτητες. Ἔχετε πτυχὲς τῆς προσωπικότητός σας τέτοιες ποὺ νὰ μὴν ταιριάζετε καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρνητικό. Ἴσως εἶναι πολὺ θετικό τὸ ὅτι δὲν ταιριάζουμε καὶ ὅτι δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τὰ βρίσκουμε, γιατί αὐτὸ διεγείρει ὅλους τοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἀνοχῆς μέσα μας. Ἂν ἤμασταν συμπαθεῖς ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ ἀπόλυτα ταιριαστοί, δὲν θὰ ὑπῆρχε καμμιὰ δυνατότητα πνευματικῆς ἐργασίας, θὰ ἤμασταν ἴδιοι, σὰν φωτοαντίγραφο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ὅμως εἴμαστε διαφορετικοὶ καὶ πρέπει νὰ δουλέψουμε γιὰ τὴ σχέση μας καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴ μεταξύ μας κοινωνία.

  Τὸ πρῶτο, λοιπόν, πράγμα εἶναι αὐτὴ ἡ συμφιλίωση. Καὶ τί ὡραῖο ποὺ εἶναι νὰ ζοῦμε μαζὶ εἰρηνικά, ἀγαπημένοι. Λέγει στὸ Βιβλίο τῶν Ψαλμῶν: «Ἰδοὺ δεῖ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό» (Ψαλμ. 132, 1). Τί πιὸ  ὡραῖο ἀλλὰ καὶ τί πιὸ εὐχάριστο νὰ ζοῦν οἱ ἀδελφοὶ ἑνωμένοι στὸν ἴδιο χῶρο, μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα, μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἐπὶ τὸ αὐτό». Νὰ θέλουμε τὸ μαζί. Ὄχι νὰ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο νὰ τὸ ἀποφεύγουμε. Αὐτή λοιπὸν εἶναι ἡ πρώτη ἔννοια• ἡ ἁρμονική,  ἡ εἰρηνικὴ συμφιλίωση καὶ συνύπαρξη.

  Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἀμοιβαία κατανόηση. Δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ καταλάβουμε τὸν ἄλλον, ποτὲ νὰ κατανοήσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ περιχωρήσουμε στὸν ἀδελφό μας. Νὰ τὸν συγχωρήσουμε, νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν δικό μας χῶρο καὶ νὰ κάνουμε χῶρο, γιὰ νὰ μπεῖ • νὰ δοῦμε τί θὰ θέλαμε ἀπὸ τὸν αὐτὸν καὶ πῶς θὰ θέλαμε ἐκεῖνος νὰ φέρεται ἀπέναντί μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Λέγει ὁ Κύριος «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. στ, 31). Ὅπως θέλετε οἱ ἄλλοι νὰ σᾶς συμπεριφέρονται, μὲ τὸν ἀντίστοιχο τρόπο κι ἐσεῖς νὰ συμπεριφέρεστε στοὺς ἄλλους. Ἂν ἀνοίξει  ἡ καρδιά μας καὶ κάνουμε χῶρο νὰ μποῦν οἱ ἄλλοι μέσα της, τότε θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ καταλάβουμε τὴ σκέψη τους, νὰ κατανοήσουμε τὸ πῶς καὶ αὐτοί μᾶς βλέπουν. Καὶ συνήθως ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ὀρθὴ εἰκόνα• ὄχι ἡ δική μας γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Μιὰ ὁδὸς λοιπὸν αὐτογνωσίας ξανοίγεται μέσα ἀπὸ τὴν πρακτικὴ τῆς συγχωρήσεως καὶ γι᾿ αὐτό μᾶς τὴν προτείνει  ἡ Ἐκκλησία.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἀνώτερο, κάτι πιὸ δυνατό• ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ μοιράσματος. Ὂχι τὸ νὰ δώσω ἐγὼ κάτι στὸν ἄλλον, ἀλλὰ νὰ μπορῶ καὶ νὰ δεχθῶ ἀπὸ τὸν ἄλλο τὴν ἀγάπη του, τὰ αἰσθήματά του ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλαττώματά του καὶ τὶς δυσκολίες του. Αὐτὸ ὀνομάζεται κοινωνία καὶ βρίσκεται στὴ λέξη, «ἀλλήλων» ἢ «ἀλλήλους» ἡ ὁποία γεμίζει τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ σημαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ, 2). Τὸ πρῶτο βῆμα τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ ἀνοχὴ τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ ἄλλου ἐν ἀγάπῃ. Τὸ δεύτερο βῆμα τὸ διαβάζουμε στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή: «ἀλλήλων τα βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. στ, 2). Νὰ σηκώνει ὁ ἕνας τὸ βάρος του ἄλλου• τὸν πόνο του, τὴ δυσκολία του, τὴν τραχύτητα τοῦ χαρακτῆρος του, τὰ ἰδιώματα τοῦ τύπου του, τὴ δυσκολία τῶν περιστάσεών του. Δὲν ὑπάρχει δικό μου οὔτε δικό σου, ὑπάρχει δικό μας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχει καλύτερο στὸ μόνος μου, ὑπάρχει καλύτερο καὶ ἁγιότερο μόνο στὸ μαζί. Ἡ σωτηρία μας εἶναι κάτι ποὺ δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ τὸ μοιραζόμαστε μαζί.

Ἂς προχωρήσουμε καὶ σὲ ἕνα τρίτο. «Ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φιλ. β, 3). Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο βῆμα• νὰ θεωροῦμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό μᾶς.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν εἶναι νὰ ἀνεχόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, τὸ δεύτερο νὰ βαστάζουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη του ἄλλου, καὶ τὸ τρίτο εἶναι νὰ θεωροῦμε τοὺς ἄλλους ὅτι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό μᾶς.

Καὶ ἕνα τέταρτο• εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη», ὁ ἕνας κομμάτι τοῦ ἄλλου. Ὄχι συγγενεῖς, ὄχι φίλοι, ἀλλὰ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ καλὸς ἑαυτός μας, τὸ ἀγαπημένο μας κομμάτι. Δὲν εἶναι ὁ ξένος, αὐτὸς ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ βρίσκεται δίπλα μας, εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορος σὲ μᾶς. Τί ὡραῖο πράγμα νὰ νοιώθουμε ἔτσι μεταξύ μας ἑνωμένοι! Σὰν ἕνα σῶμα ποὺ οἱ κραδασμοὶ τοῦ ἑνὸς περνοῦν στὸν ἄλλον. Ἀλλὰ καὶ τὰ δῶρα καὶ ἡ εὐλογία τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή τοῦ ἑνὸς μοιράζεται καὶ στοὺς ὑπόλοιπους. Καὶ ὅ,τι δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἕναν, στὴν οὐσία τὸ δίνει σ᾿ ὅλους μας. Τότε μπορεῖ κάποιος νὰ λείπει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία γιὰ συγκεκριμένο λόγο, ἀλλὰ νὰ ὠφελεῖται πνευματικὰ γιατί στερεῖται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε παρόντες καὶ ἀπολαμβάνουμε. Καὶ αὐτό μᾶς βάζει ὅλους στὴν ἴδια ἀλήθεια• τὴν ἀλήθεια τῆς μοιρασιᾶς τῆς ζωῆς, τὴν ἀλήθεια τῆς μοιρασιᾶς τῶν δώρων τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἕνα ἀκόμη βῆμα. Δὲν εἴμαστε μόνο ἀλλήλων μέλη, ἀλλὰ ὁ καθένας μας εἶναι καὶ μέλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ οἱ συνάνθρωποί μας. Ὁ κάθε ἕνας εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Ἒτσι μόνο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε τὸν Θεό. Τὸ κριτήριο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ πρακτικὴ ἀγάπη. «Ἐπείνασα καὶ ἐδωκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατε με. Ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετε με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθετε πρός με. Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κγ, 35-36, 40). Στὸ πρόσωπο τοῦ πεινασμένου, τοῦ διψασμένου, τοῦ γυμνοῦ, τοῦ ἀσθενοῦς, τοῦ φυλακισμένου, δηλαδή τοῦ ἁμαρτωλοῦ, εἶμαι ἐγὼ ὁ Θεός. Ὅποιος θέλει νὰ μὲ δεῖ, δὲν θὰ μὲ ψάξει μέσα στὶς ἐκκλησίες μόνο, οὔτε στὶς εἰκόνες, οὔτε στοὺς ἁγίους ὅπως τοὺς φαντάζεται ἀλλὰ στὸ πρόσωπο αὐτοῦ ποὺ πάσχει, αὐτοῦ ποὺ ἀδικεῖται ἀκόμη καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ποὺ τοῦ εἶναι ἀντιπαθής. Ὁ καλὸς πλησίον μας, ὁ συμπαθὴς καὶ ἀγαπητός, εἶναι ὁ καλὸς ἀδελφός μας. Ὁ ἁμαρτωλὸς πλησίον μας, αὐτὸς ὁ ὁποῖος μᾶς δυσκολεύει, εἶναι ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μποροῦμε τὸν ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν τὸν ἀγαπήσουμε; Αὐτό μᾶς λέγει τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό μᾶς προτρέπει σ᾿ αὐτό τὸ πνεῦμα τῆς συγχωρήσεως καὶ τῆς ἀμοιβαίας περιχωρήσεως μεταξύ μας.

Ἔτσι καλλιεργεῖται ἡ ἀγάπη• μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς προφητεῖες, πάνω ἀπὸ τὶς γνώσεις, πάνω ἀπὸ τὸ μαρτύριο, πάνω ἀπὸ τὶς πράξεις• μιὰ ἀγάπη ἡ ὁποία πιστοποιεῖται πρωτίστως μὲ τὴ συγχώρεση, μὲ τὴν ἀμοιβαία κοινωνία, μ᾿ αὐτὴ τὴ διάθεση νὰ ἀνοίξουμε τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ μπεῖ ὁ ἀδελφός μας μέσα μας. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ «μακροθυμεῖ», αὐτὴ εἶναι ποὺ «οὗ περπερεύεται», ποὺ «οὗ φυσιοῦται», ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει» καὶ «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ, 4-7). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία τέτοια μέρα ἀνεβάζει το ἐσωτερικὸ δυναμικό μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνει πραγματικὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μποῦμε μέσα ἀπὸ τὴν ὀδό τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχωρήσεως στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ φιλοτιμηθοῦμε καὶ νὰ βάλουμε κάτω τὸν ἐγωϊσμό μας, τὴν ἀναποδιά μας, τὰ πείσματά μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀνοίξουμε τελικὰ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, θὰ καταλάβουμε καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς. Διότι ἐὰν δὲν καταλάβουμε τὴν μεταξύ μας ἀγάπη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε τὴν πηγή τῆς σωτηρίας μας ποὺ εἶναι ἡ βίωση τῆς δικῆς Του ἀγάπης. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς εἶναι ἀπόμακρος, θὰ μᾶς εἶναι ἕνας τιμωρός, σκληρὸς καὶ ἀκατάληπτος, ἀνύπαρκτος Θεός. Δὲν ὑπάρχει τέτοιος Θεός. Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης θὰ μᾶς μείνει γιὰ πάντοτε ἄγνωστος καὶ φυσικὰ τὸ γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἡ χαρά της θὰ εἶναι κάτι ἐντελῶς ξένο πρὸς τὰ βιώματα τῆς ψυχῆς μας. Ὁ Θεὸς ὅμως μόνον μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προσεγγίζεται.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει καὶ νὰ δεῖ πραγματικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ δεῖ τὴν εἰκόνα Του ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», εἶναι ἀπαραίτητο προηγουμένως νὰ Τὸν ἔχουμε δεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀδελφοῦ μας, ἀκόμη καὶ αὐτοῦ πού μᾶς ἐνοχλεῖ.

Μὲ αὐτὸ λοιπόν τὸ πνεῦμα ἂς ἀρχίσουμε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν πορεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, συμφιλιωμένοι, ἀγαπημένοι, παίρνοντας τὰ βάρη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, δίνοντας καὶ τὰ δικά μας στοὺς ἀδελφούς μας, καὶ ἔτσι ἀνάλαφροι νὰ ἀνεβοῦμε τὴν ἀνηφόρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καὶ νὰ φέρουμε ἐπιτυχῶς εἰς πέρας τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας, τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως, τὸν ἀγῶνα τῆς προσευχῆς, τὸν ἀγῶνα τῆς ἐλεημοσύνης. Καὶ ὕστερα ἀπὸ πενήντα μέρες νὰ γιορτάσουμε, ὅχι μόνον στοὺς ναοὺς, ἀλλὰ ἰδιαίτερα στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, έκεῖ ποὺ θὰ ἔχουμε βιώσει τὴ συγχώρηση καὶ τὴ μετάνοια, καὶ τὴν ἀνέσπερη χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἀμήν.