Στον Γιώργη Μυλωνά

 

Το Αυτοκέφαλο, τα Δίπτυχα, το Ημερολογιακό και άλλα ζητήματα ζωτικής σημασίας θα έπρεπε, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης, να περιληφθούν στη θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη. «Δυστυχώς, η θεματική της Συνόδου έμεινε δέσμια του αρχικού σχεδιασμού παρά την προσπάθεια των τελευταίων ετών για επικαιροποίηση και αναμόρφωση των θεμάτων», αναφέρει σε συνέντευξή του στην «Κιβωτό» ο κ. Συμεών, επισημαίνοντας τη γνώμη όσων πιστεύουν ότι «τα θέματα που τελικά θα εξετάσει η Σύνοδος δεν αγγίζουν τη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα». Ο κ. Συμεών κάνει λόγο για «αποχριστιάνιση της κοινωνίας» κι εξηγεί πως ο διάλογος με την Πολιτεία είναι όχι απλώς χρήσιμος αλλά και επιβεβλημένος. «Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί, απροκατάληπτοι και να επιθυμούμε όντως να δώσουμε τις ενδεδειγμένες λύσεις στα αναφυόμενα προβλήματα».

 

Σε εισήγησή σας στην Ιεραρχία αναφέρατε πως «αν και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είναι βαπτισμένοι Χριστιανοί, αυτό δεν σημαίνει ότι λειτουργούν και ως μέλη της Εκκλησίας». Ποια είναι, λοιπόν, η ευθύνη της Εκκλησίας;

Προφανώς αναφέρεσθε στην εισήγησή μου κατά την τακτική συνέλευση της Ιεραρχίας τον περασμένο Οκτώβριο. Παραθέτω επακριβώς το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπετε για να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες τι ακριβώς ήθελα να τονίσω. «Συμμερίζομαι την άποψη ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν περιλαμβάνει στους κόλπους της ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Ότι δεν μπορούμε ως Εκκλησία και ως Ιεραρχία να απευθυνόμαστε προς τον ελληνικό λαό θεωρώντας τον εν τω συνόλω του μέλη της Ελλαδικής Εκκλησίας και κατ’ επέκτασιν ποίμνιό μας. Κατά πρώτο λόγο, διότι τα όρια της Εκκλησίας της Ελλάδος από πλευράς δικαιοδοσίας δεν συμπίπτουν με τα όρια του ελληνικού κράτους. Κατά δεύτερο λόγο, διότι η αντίληψη ότι ο ελληνικός λαός μάς ανήκει ως εκκλησιαστικό ποίμνιο δεν ισχύει. Και αν ακόμη δεχτούμε ότι ίσχυε κάποτε κάτι τέτοιο, σήμερα, στην εποχή μας, έπαυσε πλέον να ισχύει. Και αν ακόμη η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων έχει λάβει το χριστιανικό βάπτισμα, τούτο δεν αποδεικνύει εν τοις πράγμασι ότι όλοι αυτοί οι βαπτισμένοι συμπατριώτες μας αισθάνονται, σκέπτονται και λειτουργούν ως μέλη της Εκκλησίας».

Με ρωτάτε, λοιπόν, για την ευθύνη της Εκκλησίας για το γεγονός ότι πολλοί από τους συνέλληνες αδελφούς μας, οι οποίοι έχουν λάβει το ορθόδοξο χριστιανικό βάπτισμα, δεν αισθάνονται, δεν σκέπτονται και δεν λειτουργούν στην καθημερινή ζωή τους ως μέλη της Εκκλησίας. Προφανώς λέγοντας «Εκκλησία» εννοείτε εμάς τους κληρικούς, την ποιμαίνουσα Εκκλησία. Είναι βέβαιο ότι για το φαινόμενο αυτό η πρώτη και μεγαλύτερη ευθύνη πέφτει στους ώμους ημών των ποιμένων. Βαπτίζουμε τα παιδιά που οι γονείς τους ζητούν, αλλά ελάχιστα παρακολουθούμε στη συνέχεια την οργανική ένταξή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Ο λαός μας, δυστυχώς, είναι ακατήχητος. Δεν γνωρίζει τι σημαίνει να είναι κάποιος Χριστιανός, μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και ασφαλώς γι’ αυτήν την κατάσταση μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουμε εμείς οι ποιμένες. Φυσικά, και η οικογένεια, οι γονείς των παιδιών μας, οι οποίοι, ενώ αποφασίζουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους, αδιαφορούν ή αδυνατούν να τα αναθρέψουν και χριστιανικά.

Αλλά και η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία δεν φαίνεται να καλλιεργεί τη χριστιανική συνείδηση των παιδιών μας και να τα συνδέει με τη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι έχουμε πολλούς βαπτισμένους, όχι όμως και συνειδητούς πιστούς. Είναι ολοφάνερο ότι οι κληρικοί καλούμαστε να δουλέψουμε περισσότερο, συντονισμένα και μεθοδικά. Ιδιαίτερα σήμερα που η αποχριστιάνιση της κοινωνίας, η θρησκευτική αδιαφορία και το υλιστικό πνεύμα κυριαρχούν γύρω μας, ενώ παράλληλα δεν είναι λίγες οι δυνάμεις εκείνες που αντιστρατεύονται το έργο της Εκκλησίας.

Φυσικά, και ο κάθε Χριστιανός που βαπτίστηκε και επιθυμεί να παραμείνει μέλος της Εκκλησίας, έχει κι αυτός ευθύνη να γνωρίσει την πίστη του και να προσπαθήσει να καταστήσει ενεργό και ζωντανή τη σχέση του με την Εκκλησία. Είναι σοφό το λεχθέν ότι κανείς δεν μπορεί να έχει τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχει την Εκκλησία μητέρα.

Και η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία δεν φαίνεται να καλλιεργεί τη χριστιανική συνείδηση των παιδιών μας και να τα συνδέει με τη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι έχουμε πολλούς βαπτισμένους, όχι όμως και συνειδητούς πιστούς

Πολλοί αρχιερείς διατυπώσατε ερωτήματα για τα θέματα που θ’ απασχολήσουν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Ύστερα από τις εργασίες της Ιεραρχίας, έχετε πειστεί για την Πανορθόδοξη;

Είναι όχι απλώς φυσικό αλλά και επιβεβλημένο οι ιεράρχες που συνήλθαμε εκτάκτως για να εξετάσουμε, κοντά στα άλλα θέματα, και αυτό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που, συν Θεώ, θα συγκληθεί στην Κρήτη τον προσεχή Ιούνιο, να εκφράσουμε τις απόψεις μας, οι οποίες δεν είναι πάντοτε ταυτόσημες. Ακούστηκαν διάφορες γνώμες τόσο για τα θέματα της ημερησίας διατάξεως όσο και για τον Κανονισμό λειτουργίας της Συνόδου. Ως εγχείρημα όλοι κατανοούμε ότι έχει πολλές δυσκολίες. Γι’ αυτό και η μακρόχρονη προετοιμασία της. Ευχή όλων μας είναι οι εργασίες αυτής της Μεγάλης Συνόδου να διεξαχθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και οι αποφάσεις που θα λάβει να είναι οι ορθότερες. Αυτό περιμένουμε και ευχόμαστε όλοι.

 

Ποια ζητήματα θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να τεθούν στην Κρήτη;

Η ιδέα συγκλήσεως μιας μεγάλης γενικής Συνόδου ως συνέχεια των Οικουμενικών Συνόδων είναι πολύ παλαιά, όπως επίσης και η επιλογή και η προετοιμασία των θεμάτων που θα έπρεπε να εξετάσει. Θέματα, λοιπόν, που επελέγησαν πριν από περίπου εξήντα χρόνια είναι επόμενο σήμερα να φαίνονται σε πολλούς ανεπίκαιρα. Αλλά και η αρχή της ομοφωνίας στις αποφάσεις, που και κατά το στάδιο της προετοιμασίας υιοθετήθηκε, συνετέλεσε ορισμένα θέματα, κατά την εκτίμησή μου ζωτικής σημασίας (το Αυτοκέφαλο, τα Δίπτυχα, το Ημερολογιακό Ζήτημα και άλλα ίσως), τελικά να μην περιληφθούν στην ημερήσια διάταξη.

Δυστυχώς, η θεματική της Συνόδου έμεινε δέσμια του αρχικού σχεδιασμού παρά την προσπάθεια των τελευταίων ετών για επικαιροποίηση και αναμόρφωση των θεμάτων. Η γνώμη που πολλοί έχουν είναι ότι τα θέματα που τελικά θα εξετάσει η Σύνοδος δεν αγγίζουν τη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα, τους προβληματισμούς, τις προσδοκίες των μελών της Εκκλησίας και την κατάσταση του κόσμου μέσα στον οποίο ζει και πορεύεται η Ορθόδοξη Εκκλησία και καλείται να δώσει τη μαρτυρία της.

 

Το τελευταίο βιβλίο σας έχει αναφορά στο μυστήριο του γάμου. Τρεις αρχιερείς προσέφυγαν στο ΣτΕ για το σύμφωνο συμβίωσης. Πιστεύετε ότι την ίδια στάση έπρεπε να κρατήσει η ΔΙΣ;

Το μικρό βιβλίο μας με τίτλο «Το μυστήριο του γάμου» που εκδόθηκε τελευταία αποτελεί ένα μικρό εργαλείο στην ποιμαντική μας προσπάθεια επικοινωνίας με τους μελλονύμφους που έχουμε εγκαινιάσει στη Μητρόπολή μας από την ανάληψη των επισκοπικών καθηκόντων μας. Τώρα, το σύμφωνο συμβίωσης έχει πολλές παραμέτρους, θεολογικές, ποιμαντικές, κοινωνικές και προφανώς και νομικές. Για τις τελευταίες οι τρεις αδελφοί ιεράρχες έκριναν ορθό να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Μακάρι η προσφυγή τους να γίνει δεκτή για να καταδειχθεί ότι και από αυτήν την πλευρά το συγκεκριμένο μέτρο που νομοθετήθηκε πάσχει. Εκτιμώ -για να απαντήσω ευθέως στο ερώτημά σας- ότι είναι καλύτερο που προσέφυγαν μεμονωμένοι επίσκοποι και όχι η ΔΙΣ, η οποία αποτελεί συλλογικό όργανο διοικήσεως της Εκκλησίας μας.

 

Ενεργοποιήθηκε εκ νέου η επιτροπή διαλόγου Εκκλησίας-Πολιτείας. Είστε αισιόδοξος για τα αποτελέσματά της; Πώς βλέπετε τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους;

Για το πρώτο σκέλος του ερωτήματός σας δεν είμαι σε θέση να σας απαντήσω διότι απαρχής δεν μετείχα στην επιτροπή διαλόγου Εκκλησίας-Πολιτείας και δεν γνωρίζω το ακριβές περιεχόμενο των συζητήσεων. Ο διάλογος πάντως για όλους τους χώρους είναι όχι απλώς χρήσιμος, αλλά και επιβεβλημένος. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί, απροκατάληπτοι και να επιθυμούμε όντως να δώσουμε τις ενδεδειγμένες λύσεις στα αναφυόμενα προβλήματα. Φυσικά, για όλα τα θέματα οι Χριστιανοί οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι. Αισιόδοξοι και παράλληλα ρεαλιστές.

Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας είναι πολύ μεγάλο με διάφορες πλευρές. Για την πατρίδα μας, επιπλέον, είναι και πολύ ευαίσθητο. Συνδέεται στενά με αυτή την ενότητα του λαού μας. Γι’ αυτό και επιβάλλεται οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας να είναι αρμονικές. Όλοι μας διακονούμε λίγο-πολύ τους ίδιους ανθρώπους. Ως πολίτες της χώρας η Πολιτεία. Ως μέλη της η Εκκλησία. Η συνεργασία λειτουργεί πάντοτε θετικά. Οι αντιπαλότητες βλάπτουν. Άλλωστε από πλευράς ουσίας άλλη είναι η αποστολή της Εκκλησίας και άλλη της Πολιτείας. Οι ρόλοι των δύο θεσμών είναι σαφώς διακριτοί. Ωστόσο, οι επιμέρους φορείς της πολιτικής εξουσίας στις διάφορες αποφάσεις τους οφείλουν να συνεκτιμούν τη θέση που κατέχει η Εκκλησία στο βαθύτερο είναι του λαού μας και την ανεκτίμητη συνεισφορά της σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές του έθνους. Είναι αλήθεια αδιαμφισβήτητη -κι εδώ δεν χωρούν ιδεολογικές προκαταλήψεις- ότι η Εκκλησία μας αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί την κιβωτό του ελληνικού γένους εντός και εκτός των εθνικών συνόρων.

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Γεννημένος στην Πτερούντα Λέσβου το 1945, ο κ. Συμεών (κατά κόσμον Περικλής Κούτσας) χειροτονήθηκε διάκονος το 1973 και πρεσβύτερος-αρχιμανδρίτης το 1975 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεο. Υπότροφος της Ι. Συνόδου, μετέβη στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές, τις οποίες συνέχισε στο Στρασβούργο ως υπότροφος της γαλλικής κυβερνήσεως. Ειδικεύθηκε στην Πατρολογία και τη Βυζαντινή Θεολογία και το 1984 αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Έγραψε πολλά βιβλία και μετέφρασε από τα γαλλικά κείμενα Ορθοδόξων θεολόγων της Διασποράς. Πρόσφατα εκδόθηκαν τα βιβλία του «Η Κεχαριτωμένη» (λόγοι στις θεομητορικές εορτές) και το «Το Μυστήριο του Γάμου». Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης εξελέγη τον Οκτώβριο του 2002.