Η Πάτμος δεν είναι απλώς ένα νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Δεν είναι ένα από τα πολλά τουριστικά μέρη που διαθέτει η χώρα μας. Είναι ένας ιερός χώρος, όπου «η ψυχή αισθάνεται ανάταση και η ζωή βρίσκει την καταξίωσή της». Είναι το νησί στο οποίο ο Ιωάννης ο Θεολόγος το 95 μ.Χ. εξορίστηκε και έγραψε την «Αποκάλυψη».

Η Μονή του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα από τα αρχαιότερα και πιο ονομαστά μοναστηριακά κέντρα της Ανατολής, ιδρύθηκε το 1088 από τον Όσιο Χριστόδουλο, στον οποίο παραχωρήθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο ολόκληρο το νησί. Ο όσιος άρχισε την οικοδόμηση της μονής από τον περίβολο, επάνω στα ερείπια ενός παλαιοχριστιανικού ναού, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Τα τείχη που σώζονται, τα οποία δίνουν στη μονή την όψη ενός απόρθητου φρουριακού συγκροτήματος, δεν είναι όλα της πρώτης εποχής του τέλους του 11ου αιώνα. Κάθε τόσο γίνονταν διορθώσεις και προσθήκες σε επάλξεις και πύργους για τη σωστότερη και ασφαλέστερη προσαρμογή στις εκάστοτε νέες ανάγκες.

Τον 12o αιώνα, λόγω της υποστήριξης των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και της σημαντικής περιουσίας που άφησε ο καταγόμενος από μικρή κωμόπολη της Βιθυνίας Όσιος Χριστόδουλος, η μονή άκμασε. Εξασφάλισε νομική προστασία, φορολογικές απαλλαγές και άλλα προνόμια και από τους μετέπειτα κυρίαρχους του Αιγαίου (Βενετούς, Ιππότες της Ρόδου, πάπες, Τούρκους), ενώ νέες δωρεές και κληροδοτήματα πρόσθεσαν στη μονή αξιόλογα κτήματα στη Σάμο, στα νησιά των Κυκλάδων, στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Η περίοδος αυτή διακόπτεται απότομα το 1659, όταν ο Βενετός στρατηγός Φραγκίσκος Μοροζίνι, θέλοντας να τιμωρήσει τη μονή για την υποταγή της στους Τούρκους, λεηλάτησε άγρια το νησί. Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να μπορέσει το μοναστήρι με εράνους και την υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (το 1132 έγινε σταυροπηγιακό) να αναλάβει κάπως από το πλήγμα.

Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, η μονή δεσπόζει σε όλο το νησί και θυμίζει βυζαντινό κάστρο. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει:

Την είσοδο. Στη βόρεια πλευρά των τειχών υπάρχει η κύρια είσοδος. Παλαιά υπήρχε κρυφή πόρτα στη νότια πλευρά, η οποία έχει κλειστεί.

Την αυλή. Η αυλή είναι στρωμένη με χαλίκια και στολισμένη με τόξα, που χρησιμεύουν και ως αντιστηρίγματα των πλαϊνών κτιρίων. Στη βόρεια πλευρά είναι η πύλη, ενώ στη δυτική των τειχών υψώνονται οι τοίχοι των κελιών. Την ανατολική πλευρά καταλαμβάνει μια νεότερη στοά, με τέσσερα τόξα, πάνω στην οποία στηρίζονται τα κάθετα τόξα της αυλής. Παράλληλα, στη στοά αυτή, στο μέσα μέρος, ακουμπούν τα τόξα της και έχουν κοινούς κίονες με παλαιότερη θολωτή στοά, η οποία είναι πλούσια διακοσμημένη με τοιχογραφίες, παλαιές (17ου αιώνα), αλλά και νεότερες. Η θολωτή αυτή στοά είναι ο εξωτερικός νάρθηκας του Καθολικού.

Το Καθολικό. Το Καθολικό είναι από τα πρώτα οικοδομήματα που έχτισε ο Όσιος Χριστόδουλος ως λατρευτικό κέντρο της αδελφότητας της μονής. Ο ναός, αθέατος εξωτερικά (εκτός από τον τρούλο), είναι στην εσωτερική διάταξη σταυροειδής, εγγεγραμμένος μετά τρούλου. Περίτεχνα μανουάλια και πλήθος από κρεμαστές καντήλες και πολυελαίους αποσπούν τον θαυμασμό των επισκεπτών. Μια μεγάλη πόρτα στη μέση (του 17ου αιώνα) και δύο νεότερες, πιο μικρές, στα πλάγια, μας οδηγούν από τον εξωτερικό νάρθηκα στον εσωτερικό και στο παρεκκλήσι του Θεολόγου. Ο εσωτερικός νάρθηκας έχει πλάτος 2,85 μ. και καλύπτεται από συνεχή, κυλινδρικό θόλο, ενώ τα τρία τόξα του, ανατολικά, στηρίζονται σε ισάριθμους κίονες, χωρίς βάσεις, με κιονόκρανα στολισμένα με σταυρούς. Σήμερα, σχεδόν όλες οι εσωτερικές επιφάνειες του Καθολικού, τρούλος, κάμαρες και τοίχοι, είναι επιζωγραφισμένες με νεότερες τοιχογραφίες και διάφορες επιζωγραφίσεις, που χρονολογούνται γύρω στο 1600. Στο νότιο μέρος του εσωτερικού νάρθηκα, μια θύρα (του 15ου ή του 16ου αιώνα) οδηγεί τον επισκέπτη στο παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου.

Το παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου. Μετά την κοίμηση του οσίου το 1093, οι συμμοναστές του μετέφεραν το σκήνωμά του (από την Εύβοια) στην Πάτμο. Το εναπέθεσαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο, την οποία τοποθέτησαν σε αρκοσόλιο (κόγχη ειδικά κατασκευασμένη), στη νότια πλευρά του παρεκκλησίου.

Το παρεκκλήσιο της Παναγίας. Από την είσοδο του νότιου τοίχου του Καθολικού ο επισκέπτης μπαίνει στο παρεκκλήσι της Παναγίας, το αρχαιότερο της μονής. Σε αυτόν τον χώρο συνήθιζαν από παλαιά έως σήμερα να αποσύρονται οι μοναχοί για ξεκούραση και αγρυπνίες. Το στοιχείο για το οποίο έχει μεγάλη σημασία το παρεκκλήσι της Παναγίας είναι ο πλούσιος για την ποιότητά του επιτοίχιος αγιογραφικός διάκοσμος. Οι εικόνες που φαίνονται σήμερα είναι του τέλους του 12ου αιώνα. Αυτές είχαν σκεπαστεί με νεότερες του 1745, αλλά κατά τις σεισμικές δονήσεις του 1956 αποσπάστηκε κομμάτι από το νεότερο στρώμα, που αποκάλυψε την ύπαρξη του βυζαντινού. Η τοιχογράφηση του παρεκκλησίου έγινε με τη χορήγηση των απαιτουμένων από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Λεόντιο. Οι τοιχογραφίες έχουν αυστηρό ιερατικό χαρακτήρα. Στις περισσότερες απουσιάζει το ζωγραφικό σκηνικό στοιχείο, ενώ τις διακρίνουν η συμμετρία της σύνθεσης και η έντονη αυστηρότητα.

Την Τράπεζα. Η Τράπεζα ήταν το μέρος όπου συνεστιάζονταν οι μοναχοί κατά την κοινοβιακή περίοδο. Σήμερα είναι χώρος μουσειακός. Εκτείνεται από βορρά προς νότο και κατέχει σημαντικό χώρο του ανατολικού μέρους της μονής. Οι τοιχογραφίες που σώζονται έγιναν σε τρεις διαφορετικές φάσεις (αρχές, πρώτο μισό και τέλος του 13ου αιώνα).

Τα παρεκκλήσια. Μέσα στον περίβολο της μονής βρίσκονται τα παρεκκλήσια των Αγίων Πάντων (17ου αιώνα), του Σταυρού (1598), του Αγίου Βασιλείου (στους τοίχους βρίσκονται λείψανα τοιχογραφιών και χαραγμένα παλαιά πλοία όλων των τύπων) και του Αγίου Νικολάου, με τον ιδιόμορφο κυλινδρικό θόλο και παλαιές εικόνες στο τέμπλο του.

Το σκευοφυλάκιο. Το σκευοφυλάκιο (η είσοδος είναι στο βόρειο άκρο του δυτικού τοίχου της κεντρικής αυλής της μονής) είναι σωστό θησαυροφυλάκιο, με τον τεράστιο πλούτο των διαφόρων κειμηλίων, που φυλάσσονται από αιώνες και διαιρούνται σε τέσσερις κατηγορίες:

α) Τα άγια λείψανα (του Αγίου Στεφάνου, του Αγίου Ιακώβου κ.λπ.)

β) Τις εικόνες (η ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Νικολάου του 11ου αιώνα, του Αγίου Θεοδώρου, του Τρύφωνος κ.λπ.)

γ) Τα αργυρά και χρυσά ιερά σκεύη λατρείας

δ) Τα άμφια.

 

Χειρόγραφα, ειλητάρια, αρχείο και παλαίτυπα βιβλία

Η βιβλιοθήκη της μονής ιδρύθηκε από τον Όσιο Χριστόδουλο, ο οποίος έφερε και κληροδότησε τα πρώτα βιβλία. Διάφοροι δωρητές θεωρούσαν έργο ευσέβειας να χαρίσουν ένα χειρόγραφο στη μονή, συχνά πολύτιμο, στολισμένο με ωραίες τοιχογραφίες ή και για καθημερινή χρήση. Σήμερα σώζονται πολλά από τα βιβλία του μεγάλου δωρητή Μητροπολίτου Λαοδικείας και ηγουμένου της μονής Νικηφόρου του Χαρτοφύλακος. Ο σημερινός χώρος όπου στεγάζεται η βιβλιοθήκη αποτελείται από πολλές αίθουσες, στις οποίες φυλάγονται τα χειρόγραφα, τα ειλητάρια, το αρχείο, αλλά και τα παλαίτυπα βιβλία και μεταγενέστερες εκδόσεις.

Τέλος, υπάρχει τεχνικός εξοπλισμός για τη μελέτη και τη συντήρηση των βιβλίων, με τη βοήθεια των οποίων μπορούμε σήμερα να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής ιστορίας της Μονής του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, η οποία αποτελεί σημαντικό προσκύνημα για όλο τον Χριστιανισμό και παγκόσμιο μνημείο κληρονομιάς της UNESCO.