Του Δημητριου Π. Λυκούδη, θεολόγου - φιλόλογου, υπ. διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών

 

«Τον θρήνησαν σαν άγιο, τον κήδεψαν κατά τις εντολές του και στον τάφο του, στο κοιμητήρι του μοναστηριού, γράψανε σε ένα ξύλινο σταυρό: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ, ΚΗΡΥΚΑΣ. ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861».

Ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (Παπουλάκος) γεννήθηκε μεταξύ 1790-1795 στο χωριό Άρμπουνας των Καλαβρύτων. Από μικρός ασχολήθηκε βιοποριστικά με τη σφαγή κρεάτων. Έμαθε λίγα γράμματα, ανάγνωση και γραφή, ήταν αυτοδίδακτος, καθώς δεν περίσσευε χρόνος για περισσότερες ασχολίες. Σε ώριμη ηλικία έχτισε με πενιχρά μέσα ένα ησυχαστήριο και ασκήτευσε ως μοναχός σε αυτό, επιδιδόμενος σε προσευχητικά γυμνάσματα και καλλιεργώντας την «εν Χριστώ ησυχία», την εγκράτεια και την αποκοπή του ιδίου θελήματος. Με την πάροδο του χρόνου, άλλοτε αυτόκλητος και άλλοτε προσκεκλημένος, περιόδευε αρχικά στα χωριά της Αχαΐας και αργότερα και σε άλλους νομούς και δίδασκε το Ιερό Ευαγγέλιο, την ορθόπρακτη αγάπη προς όλους και την ελεημοσύνη.

Ήταν δε τόση η απήχηση του φλογερού του κηρύγματος, ώστε, αλήθεια ήταν, έφθαναν κάποτε άνθρωποι από πολύ μακριά μόνο και μόνο για να τον δουν, να τον ακούσουν, να πάρουν την ευχή του. Είναι ικανή η λογοτεχνική γραφίδα του Κωστή Μπαστιά να αποδώσει ένα μέρος της αλήθειας της εποχής: «Τη μέρα που μπαρκάρισε για την Ύδρα, όλο το νησί τον ξεπροβόδισε με θρήνους και μόνη παρηγοριά τούς έμεινε να πηγαίνουν να προσκυνάνε καθημερινά το προσκυνητάρι που είχανε στήσει στο δέντρο από όπου είχε μιλήσει. Κάθε μέρα οι παπάδες δεν προκάνανε να διαβάζουνε παρακλήσεις και το όνομα του οσιωτάτου πατρός ημών Χριστοφόρου μνημονευόταν σε όλες τις Λειτουργίες και τους Εσπερινούς».

Η ποιμαντική φροντίδα του Παπουλάκου προς όλους ήταν χαρακτηριστική της οσιότητας του ανδρός. Αντιμετώπιζε καθέναν ξεχωριστά, στηλίτευε την αδιαντροπιά και τη συμβατικότητα των ανθρώπων, ευαγγελιζόταν το χαρμόσυνο ευαγγελικό μήνυμα, ήλεγχε τους αχαρίστους, επαινούσε τους αγωνιστές της Πίστεως και της πατρίδος. Διαβάζουμε όλα τα σχετικά σε μία από τις ποιμαντικές επισκέψεις του στις Σπέτσες: «Ο γέροντας από πόρτα σε πόρτα γύρισε όλα τα σπίτια του χωριού -και, πριν από όλα, τα σπίτια που ’χανε αρρώστους- και μοίρασεν ελεημοσύνες. Πολλοί, άρρωστοι χρόνια, με την ευλογία του σηκώθηκαν εφτάγεροι από το στρώμα και στα πρόσωπα των φτωχών και των άκληρων ξανάνθισε το χαμένο φως της ελπίδας και της σιγουριάς».

Αντιμαχόταν την πλεονεξία των ανθρώπων με αυστηρότητα και αδέκαστο ύφος. Είναι αλήθεια, ο Παπουλάκος δεν κιότεψε να αντιστρατευτεί με το τριμμένο ρασάκι του κάθε προύχοντα και «ισχυρό» άνδρα της εποχής του. Κάποτε, σε μια ομιλία του στα Τρόπαια, είπε μεταξύ άλλων: «Σας έκραξα για να σας μιλήσω. Ο Θεός έχει γυρίσει το πρόσωπό του από τα Τρόπαια και για αυτό έπεσε τόσο θανατικό και τόση φτώχεια. Κι άμα ο Θεός σηκώσει το μάτι του από έναν τόπο, εκεί στήνει το βασίλειό του ο σατανάς».

Ο Παπουλάκος συνέχιζε ιεραποστολικά το κηρυγματικό και αφυπνιστικό έργο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού με φρόνηση και συνέπεια. Η απήχηση του κηρύγματός του ήταν μεγάλη, γεγονός που προκάλεσε τις εύλογες και τιε αναμενόμενες αντιδράσεις τόσο της Ιεραρχίας όσο και των πολιτειακών Αρχών. Με εισήγηση της Ιεράς Συνόδου, η κυβέρνηση ανέθεσε στον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον γιο του μεγάλου οπλαρχηγού, να συλλάβει τον αγαθό γέροντα, καθώς προηγούμενες απόπειρες από άλλους είχαν αποτύχει. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Παπουλάκος, αναμένοντας την επίσημη απαγγελία της κατηγορίας και την έναρξη της δίκης του, βρέθηκε «φυλακισμένος» σε ένα ερημικό κελί στην Ιερά Μονή της Παναχράντου στην Άνδρο. Από εκεί, από τον σιδερόφραχτο φεγγίτη της απομόνωσής του, ο κουρασμένος πια γέροντας, συνέχισε να ελέγχει και να απευθύνεται με μένος, κατηγορώντας και στηλιτεύοντας τους απανταχού διώκτες και κατηγόρους του. Η φωνή του σίγησε ένα ήσυχο βράδυ! Αφότου κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και ζήτησε συγχώρηση από τους παρισταμένους Πατέρες και μοναχούς, παρέδωσε την ψυχή του γαληνεμένα και μακάρια, ψελλίζοντας το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».

Ο Παπουλάκος, τόσα χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του, συνεχίζει και σήμερα να «προκαλεί» αμφίσημες αντιδράσεις και κριτικές. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον λαοπλάνο αγύρτη, τον μοναχό αμόναχο που «αυτόκλητος» αυτοχρίσθηκε σωτήρας της οικουμένης και βάλθηκε να «αγιάσει» τον κόσμο γύρω του. Στην αντίπερα όχθη, χορεία όπου κατατάσσεται και ο γράφων διά της παρούσης αναφοράς, ο Παπουλάκος αποτέλεσε και αποτελεί βακτηρία και παραμυθία ψυχών, άνθος μυρίπνοο, στυλοβάτης της Πίστεως και της πατρίδος, αγέρωχος πρόμαχος των ιερών και οσίων!

Ακόμη και τώρα, σαν να αντηχούν στα αυτιά μου εκείνα τα λόγια του, τότε, που για οκτώ σχεδόν χρόνια «φυλακισμένος» στο κελί της Παναχράντου ο Παπουλάκος δεν κιότεψε, ναι, αλήθεια είναι, δεν φοβούνται οι άνθρωποι του Θεού: «Ο λόγος του Χριστού δεν δένεται. Ο σπόρος που έσπειρε έχει καταχωνιαστεί σε τέτοιο βάθος, που όσο και να σκαλίσουν οι τύραννοι και οι άπιστοι δεν θα καταφέρουν να τον αφανίσουν. Πλούσια θα ανθίσει η βλάστηση και νικητής θα ’ναι πάντα ο Χριστός».