Η Μονή Οδηγήτριας Γωνιάς είναι κτισμένη κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα σε μικρή απόσταση βόρεια από την κωμόπολη Κολυμπάρι, στη χερσόνησο Σπάθα. Το καθολικό κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα στον αρχιτεκτονικό τύπο του μονόχωρου, καμαροσκέπαστου.

Στις αρχές του 17ου αιώνα οι μοναχοί Βλάσιος ο Κύπριος και Βενέδικτος Τζαγκαρόλος, ύστερα από θαυματουργική εύρεση εικόνας της Παναγίας, σύμφωνα με την παράδοση, έκτισαν τη νέα μονή στη σημερινή θέση. Λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους κατασκεύασαν υπόγειους, θολωτούς χώρους και δημιούργησαν το επίπεδο πάνω στο οποίο κτίστηκε το κυρίως συγκρότημα.

Ο ναός διασώζει το αρχικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα με εικόνες του ζωγράφου Παρθενίου και άλλων, ενώ στους τοίχους και τα παρεκκλήσια υπάρχουν και άλλες εικόνες της Κρητικής Σχολής. Ιδιαίτερα φροντισμένη είναι η Τράπεζα στη ΒΑ γωνία της μονής και το Ηγουμενείο στη ΝΑ. Στο σκευοφυλάκιο στη νότια πτέρυγα είναι εκτεθειμένη μια σημαντική συλλογή φορητών εικόνων από τον 14ο αιώνα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται σημαντικά έργα του εργαστηρίου του Ανδρέα Ρίτζου και των ζωγράφων Ησαΐα, Κωνσταντίνου Παλαιοκαπά, του ιερομονάχου Νείλου, του Κωνσταντίνου Σγουρού, του Γεωργίου Στάη και άλλων. Επίσης εκτίθενται άμφια, σταυροί ευλογίας και ένα αντιμήνσιο του Κρητικού Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βιβλιοθήκη της μονής με έναν μεγάλο αριθμό παλαίτυπων βιβλίων και μερικά χειρόγραφα του 17ου-19ου αιώνα.


Μονή Αγίων Πατέρων

Πρόκειται για ένα μικρό μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στους 98 θεοφόρους Πατέρες, το οποίο κτίστηκε το 1864 στο χωριό Αζωγυρές Σελίνου από τον οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Κριάρη.

Αποτελεί το κέντρο λατρείας των 98 μοναχών, οι οποίοι μαζί με τον όσιο Ιωάννη τον Ερημίτη ήλθαν στην Κρήτη από την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα μέσω της νήσου Γαύδου. Ο Ιωάννης αναχώρησε από τον Αζωγυρέ για την περιοχή του Ακρωτηρίου, κοντά στη Μονή Γουβερνέτου Κυδωνίας, όπου και σκοτώθηκε από κάποιον κυνηγό. Βάσει της παράδοσης, οι 98 μοναχοί πέθαναν την ίδια στιγμή με τον Ιωάννη, σύμφωνα με την κοινή επιθυμία τους μέσα στο σπηλαιοβάραθρο όπου ζούσαν. Εκεί είναι και ο κυρίως χώρος λατρείας τους, που αναπτύχθηκε από τα τέλη της Βενετοκρατίας. Κοντά στον μονόχωρο ναό κτίστηκαν τα απλά, λαϊκά κτίσματα, που φιλοξενούσαν τους μοναχούς, αλλά και τους προσκυνητές, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στη μνήμη τους στις 7 Οκτωβρίου. Στον χώρο της μονής υπάρχει ένα μικρό μουσείο με νεότερα εκκλησιαστικά κειμήλια, ιστορικά και λαογραφικά αντικείμενα.



Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Γοργολαΐνη

Βρίσκεται κοντά στο χωριό Κάτω Ασίτες και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα από τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Η πρώτη αναφορά για τη μονή γίνεται κατά τον 13ο αιώνα, ενώ το καθολικό της, το οποίο είναι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, αποπερατώθηκε το 1627.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξε κέντρο επαναστατικών κινημάτων, αλλά και εξαιρετικό θέρετρο με τεράστιες βελανιδιές που καλύπτουν ένα μεγάλο τμήμα του περιβόλου (δύο από τα δέντρα αυτά, ο πλάτανος και το κυπαρίσσι, έχουν κριθεί «διατηρητέα μνημεία της φύσης»).
Άξιο αναφοράς είναι το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο λαϊκής εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής του 19ου αιώνα, ενώ τα παλιά κελιά έχουν αντικατασταθεί, καθώς στη μονή λειτούργησε για χρόνια κατά τη δεκαετία του 1960 η παιδική κατασκήνωση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Στον περίβολο του μοναστηριού μπορεί να δει κανείς την προτομή του γενναίου οπλαρχηγού Φραγκιά Μαστραχά, ο οποίος σε ηλικία 75 ετών σκοτώθηκε το 1868 σε μάχη εναντίον των Τούρκων στις Ασίτες.
 

Οι μέλισσες την έσωσαν από τους Τούρκους

Η Μονή Χρυσοσκαλιτίσσης βρίσκεται στη Βάθη Κισσάμου και δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Η παράδοση και εδώ συνδέει τον χώρο με την εύρεση της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε κόγχη του βράχου. Κατά την παράδοση, η εικόνα αυτή «κρύφτηκε» εδώ πιθανότατα την εποχή της εικονομαχίας. Λέγεται δε ότι βρέθηκε από έναν γεωργό που έβλεπε ως όραμα φλόγα καντηλιού τα βράδια. Πριν κτισθεί η Χρυσοσκαλίτισσα στη θέση της υπήρχε άλλος ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, «κολλημένος» σε βράχο.

Οι πιστοί της περιοχής αποφάσισαν να κτίσουν μεγαλύτερη την εκκλησία στους πρόποδες του βράχου. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα αν και είχε μεταφερθεί αλλού, επέστρεφε στη θέση που είχε πρωτοβρεθεί, με αποτέλεσμα ο ναός να κτιστεί πάνω στον βράχο. Το όνομα, πάντα κατά την παράδοση, το πήρε από το τελευταίο σκαλοπάτι που οδηγούσε στον ναό (ήταν 98), το οποίο ήταν χρυσό!

Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο Πατριάρχης πούλησε τα κτήματα της μονής και το χρυσό σκαλοπάτι για να πληρώσει τους φόρους στον σουλτάνο. Την ημέρα του Πάσχα του 1824 όταν έγινε η σφαγή στο Λαφονήσι από τους Τουρκοαιγύπτιους, καταστράφηκαν και οι εκκλησίες της περιοχής. Οι Τούρκοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν και τη Χρυσοσκαλίτισσα, αλλά τους εμπόδισε ένα σμήνος μελισσών!

Το 1855 άρχισε η αναβίωση της μονής με την εγκατάσταση του μοναχού Μανασσή Καραγιαννάκη. Καταγόταν από την οικογένεια των Γλυνιάδων του χωριού Ασκύφου Σφακίων. Από τότε πέρασαν πολλοί σημαντικοί κληρικοί όπως ο Γρηγόριος Πλοκαμάκης (από Πλοκαμιανά) που υπηρέτησε τη μονή περισσότερο από μισό αιώνα. Αυτόν αναφέρει ο Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο».

Το 1900 η μονή διαλύθηκε και επανιδρύθηκε το 1940 ως γυναικεία.

Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής φιλοξενήθηκαν εδώ Έλληνες αλλά και Άγγλοι αγωνιστές. Όμως το 1943 εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί κατακτητές στη μονή διώχνοντας τους μοναχούς. Τότε πολυβολήθηκαν από αγγλικό αεροπλάνο. Σημάδια του πολυβολισμού φαίνονται σε χαμηλή εικόνα του τέμπλου. Η ζωή ξαναγύρισε μετά την 27η Ιανουαρίου 1944, ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί.