Αρχική » «Δικά μας» και «ξένα» στην ελληνορθόδοξη λαϊκή παράδοση

«Δικά μας» και «ξένα» στην ελληνορθόδοξη λαϊκή παράδοση

από kivotos

Του Μ.Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

 

Συχνή στη σχετική με την παράδοση του ελληνικού λαού, η οποία είναι στη βάση και στην ουσία της ελληνορθόδοξη, συζήτηση είναι η αναφορά στα εγχώρια και τα επείσακτα πολιτισμικά στοιχεία, στα «δικά μας» και τα «ξένα», σε όσα υπήρχαν παλαιότερα και όσα εισήχθησαν από τις επαφές μας με άλλους λαούς και πολιτισμούς, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας πολιτισμικών ανταλλαγών, που στις μέρες μας είναι σε εξέλιξη, καθώς ευνοείται από την πολιτισμική παγκοσμιοποίηση.

Στη συζήτηση αυτή επιθυμούμε να συμβάλουμε, διατυπώνοντας ορισμένες, καθοριστικές ίσως, παρατηρήσεις.

Συνήθης πρακτική στη λαϊκή παράδοση είναι η υιοθέτηση και ενσωμάτωση αλλότριων πολιτισμικών μορφών, υπό τον όρο αυτές είτε να μπορούν να ευδοκιμήσουν στο έδαφος μιας παλαιότερης ανάλογης παράδοσης είτε να εξυπηρετούν τις βασικές, πραγματικές ή –κυρίως– συμβολικές ανάγκες του λαού. Στα πλαίσια αυτά, η εισαγωγή μιας ξένης πολιτισμικής παράδοσης ή μορφής πρέπει να εξυπηρετεί, λ.χ., την αγάπη του λαϊκού ανθρώπου για τις τελετουργίες ή τη συμβολική διαχείριση των σχέσεών του με το φυσικό περιβάλλον, ώστε η οθνεία αυτή μορφή να ενσωματωθεί στην παράδοση και να αρχίσει να λειτουργεί εντός της.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, το οποίο ήρθε μεν ως πολιτιστική μορφή από τη Δύση, συσχετίστηκε όμως τόσο με τους εθιμικούς πράσινους στολισμούς της ελληνικής παράδοσης όσο και με τη διαβατήρια αίσθηση της μετάδοσης υγείας και δύναμης από τη θαλερή φύση στον άνθρωπο, που υπήρχε σε ανάλογους τελετουργικούς στολισμούς ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, όπως έχει δείξει ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης. Έτσι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ενώ ήταν «ξένο», έγινε τελικά «δικό μας», υπό την έννοια ότι αποτελεί αναγνωρίσιμο χριστουγεννιάτικο σύμβολο για τους Έλληνες.

Ίδιες διαδικασίες μπορούμε να εντοπίσουμε και στην εκκλησιαστική τελετουργική ζωή, όπου συχνά μορφές του δυτικού χριστιανισμού μετά τη φραγκοκρατία ενσωματώθηκαν στην Ορθόδοξη λατρευτική παράδοση, όπως, για παράδειγμα, οι περιφορές ανθοστολισμένων κουβουκλίων, στα οποία τοποθετούνται οι εικόνες των αγίων που εορτάζουν, αντί των παραδοσιακών «θρόνων». Οι μορφές αυτές, ακριβώς επειδή άρεσαν στον λαό, ενσωματώθηκαν στην παλαιότερη παράδοση και σταδιακά αποτέλεσαν μέρος της, σε σημείο κανείς σήμερα να μην μπορεί να εννοήσει τα ελληνορθόδοξα έθιμα της Μεγάλης Παρασκευής ερήμην του ανθοστολισμένου κουβουκλίου του Επιταφίου.

Για τους λόγους αυτούς, η διάκριση μεταξύ του «δικού μας» και του «ξένου» είναι πολύ δύσκολη, απαιτεί διαχρονικές προσεγγίσεις και καλή γνώση της ιστορίας της λατρείας και, φυσικά, είναι εν πολλοίς τεχνητή, δεδομένου ότι αυτά που ο λαός επιλέγει τα ενσωματώνει γόνιμα και δημιουργικά στις παλαιότερες παραδοσιακές μορφές του, τελικά, δε, τα κάνει κομμάτια της ίδιας του της παράδοσης. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, με τις νεωτερικές μορφές παράδοσης, οι οποίες δημιουργούνται συνεχώς γύρω μας, πρώτα στα αστικά περιβάλλοντα των πόλεων και ύστερα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, μέσω της διαδικασίας της «πολιτισμικής διάχυσης», η οποία κυριαρχεί σήμερα στη λαϊκή εθιμική ζωή.

Ωστόσο, παρά την εμφάνιση τέτοιων δεδομένων και διαδικασιών, η παράδοσή μας συνεχίζει και παραμένει ελληνορθόδοξη και αυτό συνίσταται όχι τόσο στις εξωτερικές μορφές και εκδηλώσεις της όσο κυρίως στο ήθος και τον τρόπο που τη χαρακτηρίζουν, ένα ήθος βαθύτατα παραδοσιακό, που χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Οι πραγματικοί κίνδυνοι για την παράδοση αυτή, αλλά και για την πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία βρίσκονται στην αλλαγή αυτού του ήθους, που ζωογονεί και νοηματοδοτεί τις επιμέρους λαϊκές πολιτισμικές εκφράσεις και εκφάνσεις. Κι εκεί είναι που ουσιαστικά πρέπει να δοθεί η μάχη της διατήρησης της πολιτισμικής μας ταυτότητας.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ