Αρχική » Μια τριλογία εκκλησιαστικού Δικαίου

Μια τριλογία εκκλησιαστικού Δικαίου

από kivotos

Του Γ.Ι. Ανδρουτσόπουλου, Δ.Ν.,­ δικηγόρου, λέκτορα της Νομικής Σχολής Αθηνών

 

Η μελέτη, πολλώ γε μάλλον η κατανόηση, της νομικής επιστήμης διαρθρώνεται σε τρία, αναγκαίως συνεχόμενα μεταξύ τους, πεδία: α) τη θεωρητική ανάλυση, β) τη νομοθετική παραγωγή και γ) τη νομολογιακή ερμηνεία και εφαρμογή, η οποία είναι «προς το δίκαιον ό,τι η πρακτική, εις όλους τους κλάδους των ανθρωπίνων γνώσεων, είναι προς τη θεωρίαν», όπως σημείωνε ο αρεοπαγίτης Ν. Ιωαννίδης στον πρόλογο του έργου του «Πείρα», το 1869. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ασφαλώς και για τον σύνθετο και όλως δυσχερή κλάδο του εκκλησιαστικού Δικαίου, ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξετάζει την τυπολογία, εξ απόψεως θεωρητικής και νομοθετικής, των σχέσεων κράτους και θρησκευμάτων, κυρίως δε της «επικρατούσας» Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Η τελευταία, μάλιστα, διακρίνεται και για την κανονιστική αυτοδιοίκησή της, αφού με Κανονισμούς, που, κατʼ εξουσιοδότηση του πολιτειακού νομοθέτη, έχει εκδώσει, ρυθμίζει αυτοδυνάμως την εσωτερική ζωή, οργάνωση και λειτουργία της.

Αυτήν την τριπλή διάσταση των ζητημάτων του εκκλησιαστικού Δικαίου, η οποία εκδηλώνεται ως θεωρία, νομοθεσία και νομολογία, κωδικοποιεί, με τρόπο εποπτικό, εύληπτο και συστηματικό, ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Ιωάννης Μ. Κονιδάρης με τη συγγραφική τριλογία του, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα – Θεσσαλονίκη) και ολοκληρώθηκε όλως προσφάτως με το Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, αφού είχαν προηγηθεί, ως υποστηρικτικά του εγχειρήματος έργα οι Θεμελιώδεις Διατάξεις Σχέσεων Κράτους – Θρησκευμάτων και οι Κανονισμοί της Εκκλησίας της Ελλάδος

 Το Εγχειρίδιο αποτελεί την κατάληξη μιας μακράς, θεωρητικής και διδακτικής, εμπειρίας του καθηγητή Ι.Μ. Κονιδάρη στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα της Νομικής Σχολής Αθηνών, όπου δίδαξε το μάθημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου από το ακαδημαϊκό έτος 1984/1985. Το κλασικό και από πολλού ήδη καθιερωμένο αυτό έργο, που κυκλοφορεί πλέον σε γ’ έκδοση (α’ έκδ. 2000, β’ έκδ. 2011), επιβεβλημένη ως εκ των πολλών τροποποιήσεων, κυρίως νομοθετικών, που επήλθαν στην ύλη του ιδίως κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, με τις οποίες θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, οι νέες συσσωματώσεις των «θρησκευτικών/εκκλησιαστικών νομικών προσώπων», αλλά και αναδιαρθρώθηκε σε μεγάλο βαθμό η νομοθεσία που διέπει την οργάνωση των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου της «επικρατούσας» θρησκείας, διαρθρώνεται σε έξι μέρη.

Το πρώτο μέρος αναφέρεται στη «Θρησκευτική ελευθερία» και περιλαμβάνει τρία κεφάλαια. Τα δύο πρώτα αφιερώνονται στο περιεχόμενο και τους φραγμούς του δικαιώματος και στην περιπτωσιολογική προσέγγισή τους. Έτσι, εξετάζονται η έννοια της «γνωστής» θρησκείας, ως προς τα προσδιοριστικά στοιχεία της εννοιολογικής ταυτότητάς της, όπου επισημαίνεται η νομοθετική καθιέρωση τεκμηρίου γνωστής θρησκείας (Άρθρο 17, Ν. 4301/2014), η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, καθώς και οι αντιρρησίες συνειδήσεως, ως μία εξαίρεση από την υποχρέωση εκπληρώσεως των καθηκόντων απέναντι στο κράτος και συμμορφώσεως στους νόμους. Το τρίτο, τέλος, κεφάλαιο, το οποίο εισάγεται το πρώτον στη διάρθρωση της ύλης, πραγματεύεται, με κριτική διάθεση, τα «Θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα», η νομική οργάνωση των οποίων, αρρύθμιστη μέχρι προσφάτως, αντιμετωπίστηκε με την έκδοση του ειδικού Ν. 4301/2014, ο οποίος καθορίζει τη διαδικασία αποκτήσεως νομικής προσωπικότητας με την εγγραφή των θρησκευτικών κοινοτήτων σε ειδικό βιβλίο Θρησκευτικών Νομικών Προσώπων, που τηρείται σε κάθε Πρωτοδικείο.

Το δεύτερο μέρος ασχολείται με τις «Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας» και διαρθρώνεται σε δύο κεφάλαια, που αφιερώνονται το πρώτο στην τυπολογία των σχέσεων και το δεύτερο στη δογματική προσέγγισή τους, υπό το ισχύον Σύνταγμα, όπου παρατηρείται συμπερασματικώς ότι «οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας στη χώρα μας είναι τελείως ρευστές και διαρκώς μεταβαλλόμενες, συνεπώς δυσχερώς εντάσσονται σε σύστημα. Αποτύπωσή τους είναι δυνατή μόνο σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, υπό το Σύνταγμα δε του 1975 εξακολουθούν να είναι στραμμένες στην κατεύθυνση της πολιτειοκρατίας».

Το τρίτο μέρος του έργου περιλαμβάνει την «Οργάνωση της Εκκλησίας» και διαιρείται σε δύο κεφάλαια. Το πρώτο αναφέρεται στα μέλη της Εκκλησίας (κτήση και απώλεια της ιδιότητας, διακρίσεις μελών) και το δεύτερο στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας, κεντρικά (Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας, Διαρκής Ι. Σύνοδος, Συνοδικές Επιτροπές και Εκκλησιαστικοί Οργανισμοί) και περιφερειακά (Μητροπόλεις και Μητροπολιτικά Συμβούλια, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και μητροπολίτες, ναοί, ενορίες και Εκκλησιαστικά Συμβούλια, εφημέριοι και μονές).

Στο τέταρτο μέρος αναπτύσσεται η τελετουργική, διδακτική και διοικητική εξουσία της Εκκλησίας, ενώ τα δύο τελευταία μέρη είναι αφιερωμένα στο εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό, στα οποία τυποποιούνται τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά αδικήματα και οι προβλεπόμενες ποινές και διαζωγραφίζεται ο ιδιόμορφος τρόπος απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, που διέπεται από τον παρωχημένο Ν. 5383/1932, όπως ισχύει σήμερα μετά τις αλλεπάλληλες, κατά καιρούς, τροποποιήσεις του.

Το έργο κατακλείεται από ένα εποπτικό Παράρτημα για τα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα (Κρήτη, Άγιον Όρος, Δωδεκάνησα), ενώ η εικοσασέλιδη επιλογή βιβλιογραφίας που ακολουθεί παρέχει το έναυσμα για περαιτέρω έρευνα και εμβάθυνση…

Η επανέκδοση του πρώτου κατά βαρύτητα, και ασφαλώς ευρύτερου ενδιαφέροντος, υποστηρικτικού έργου, υπό τον τίτλο Θεμελιώδεις Διατάξεις Σχέσεων Κράτους – Θρησκευμάτων, συμπίπτει με την έναρξη της δημόσιας συζητήσεως για τη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, γεγονός το οποίο προσδίδει στην έκδοση αυτή και επικαιρική αξία…

Τα νομοθετικά κείμενα παρατίθενται στην τελική και ισχύουσα σήμερα μορφή τους, με την αποκάθαρσή τους από διατάξεις που έπαυσαν να ισχύουν και με την ένταξη στις οικείες θέσεις τροποποιήσεων που στο μεταξύ επήλθαν και βρίσκονται διάσπαρτες σε πλήθος, πολύ συχνά άσχετων, νομοθετημάτων, που επισημαίνονται στις δίκην σχολίων υποσημειώσεις.

Στo πρώτο μέρος, υπό τoν τίτλο «Συνταγματικές διατάξεις», περιέχονται κατά σειρά oι θεμελιώδεις για τo αντικείμενο τoυ έργου διατάξεις τoυ Συντάγματος, ήτοι τα Άρθρα 3, 13, 18 §8, 28 §1, 72 §1 και 105.

Τo δεύτερo μέρoς, το οποίο αποτελεί νέα προσθήκη, αφιερώνεται στα «Θρησκευτικά νομικά πρόσωπα» και περιέχει το πλήρες κείμενο του Ν. 4301/2014, δηλαδή τόσο τις διατάξεις που ρυθμίζουν την οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα, όσο και τις «άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις», ούτως ώστε ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα κριτικής θεωρήσεως του εν λόγω νομοθετήματος ως όλου.

Στο τρίτο μέρος περιλαμβάνονται οι θεμελιώδεις νόμοι που αφορούν στην Εκκλησία της Ελλάδος, ήτοι τόσο ο Καταστατικός Χάρτης (Ν. 590/1977), ο οποίος έχει τροποποιηθεί με πλήθος νεότερων νομοθετημάτων (βλ. τον πλέον πρόσφατο Ν. 4301/2014), όσο και ο Ν. 5383/1932, ο οποίος εξακoλoυθεί vα διέπει ακόμη, παρά πάσα προσδοκία και παρά την αντίθετη νομοθετική επιταγή του Ν. 590/1977, τηv εκκλησιαστική Δικαιoσύvη, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως και ισχύει σήμερα.

Στo τέταρτο μέρος καταλέγονται oι θεμελιώδεις διατάξεις πoυ διέπoυv την Εκκλησία της Κρήτης, ήτοι τόσο η Σύμβαση μεταξύ τoυ Οικoυμεvικoύ Πατριαρχείoυ της Κωvσταvτινoυπόλεως και της (τότε) Κρητικής Πoλιτείας της 14ης Οκτωβρίoυ 1900 όσο και o Καταστατικός Νόμoς της Εκκλησίας της Κρήτης (Ν. 4149/1961), όπως ισχύει σήμερα, μετά από επανειλημμένες τροποποιήσεις του, με πιο πρόσφατη τον Ν. 4310/2014.

Στο πέμπτο μέρος εντάσσονται, για πρώτη φορά, πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Δωδεκανήσου, ενώ τo έκτο μέρoς τoυ έργoυ είvαι αφιερωμένo στo Άγιoν Όρoς και περιέχει τις θεμελιώδεις διατάξεις πoυ διέπoυv τη σχέση τoυ με το ελληvικό κράτος. Το έβδομο μέρoς περιλαμβάνει τη βασική νομοθεσία η οποία διέπει τις περιoχές της ελληvικής επικράτειας πoυ έχoυv χαρακτηρισθεί Ιερoί Χώρoι (Πάτμος, Μετέωρα, Μήλος). Τέλος, το έργο κατακλείεται από τη νομοθεσία που αφορά τόσο στις ισραηλιτικές κοινότητες, οι οποίες, ως γνωστόν, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όσο και στους μουσουλμάνους, επιστεγάζεται δε από αναλυτικά ευρετήρια, πηγών και αλφαβητικό.

Το δεύτερο βασικό βοήθημα, που υποστήριξε την ενημέρωση και επεξεργασία του Εγχειριδίου, δηλαδή το κωδικοποιητικό έργο «Κανονισμοί Εκκλησίας της Ελλάδος», συντάχθηκε με τη συνεργασία των παλαιών μαθητών του συγγραφέα και ήδη διδακτόρων Νομικής, δικηγόρων Αθ. Κόντη και Β. Μάρκου, και αποτελεί νέα έκδοση, πλήρως ανανεωμένη, του γνωστού ήδη από την πρώτη του έκδοση (2001) έργου του, που εκδίδεται στη σειρά «Πηγές» της «Βιβλιοθήκης Εκκλησιαστικού Δικαίου», που ο ίδιος ίδρυσε το 1999.

Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει, κατά χρονολογική σειρά και μετά από αυστηρή επιλογή, τους πιο σημαντικούς από νομική άποψη Κανονισμούς που, κατʼ εξουσιοδότηση του πολιτειακού νομοθέτη, έχει εκδώσει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος το χρονικό διάστημα 1969-2015 και διέπουν τη ζωή και τη λειτουργία της. Οι Κανονισμοί, μάλιστα, παρατίθενται στην τελική και ισχύουσα μορφή τους, γεγονός αυτόχρημα σημαντικό, καθώς είναι κοινός τόπος ότι η πολυδιάσπαση του εσωτερικού Δικαίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη κωδικοποιήσεώς του καθιστούν δυσχερή την πρόσβαση και προβληματική την ερευνητική αξιοποίησή του.

Η δεύτερη αυτή έκδοση, όπως σημειώνει στο Εισαγωγικό του Σημείωμα ο συγγραφέας, «διαφέρει ουσιωδώς από την προηγηθείσα, όχι μόνον επειδή μεσολάβησε σχεδόν μια δεκαπενταετία από την πρώτη έκδοση και εν τω μεταξύ ο αριθμός των κατ’ εξουσιοδότηση νόμου γενικής ισχύος και ενάριθμων Κανονισμών της Εκκλησίας της Ελλάδος ανέρχεται ήδη σε διακόσιους εξήντα πέντε (265), αλλά κυρίως επειδή οι δημοσιευόμενοι Κανονισμοί συστηματοποιούνται πλέον σε τέσσερα μέρη».

Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην «Κεντρική Οργάνωση και Διοίκηση» της Εκκλησίας και περιλαμβάνει δύο τίτλους, που αφιερώνονται ο μεν πρώτος στην I. Σύνοδο της Ιεραρχίας, τη Διαρκή I. Σύνοδο και τις Συνοδικές Επιτροπές, ο δε δεύτερος στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς και τις υπηρεσίες.

Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην «Περιφερειακή Οργάνωση και Διοίκηση» και περιλαμβάνει τρεις τίτλους, που αφιερώνονται ο πρώτος στις μητροπόλεις και τους μητροπολίτες, ο δεύτερος στους ναούς, τις ενορίες και τους εφημερίους και ο τρίτος τίτλος στις μονές και τα ησυχαστήρια.

Το τρίτο μέρος του έργου περιλαμβάνει τους Κανονισμούς που αναφέρονται στους «Εκκλησιαστικούς Υπαλλήλους» και το τέταρτο εκείνους που αφορούν στα «Εκκλησιαστικά Έργα».

Του κυρίως έργου προηγείται, εκτός από αναλυτικά περιεχόμενα, και Πίνακας των Κανονισμών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έχουν εκδοθεί υπό τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη (Ν. 590/1977), ενώ το πολυσέλιδο αλφαβητικό ευρετήριο, το οποίο επιστεγάζει το έργο, εξασφαλίζει στον χρήστη, με τη λεπτομερή αποδελτίωση που το χαρακτηρίζει, την άνετη και ευχερή πρόσβαση σε αυτό.         

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι αυτή η βιβλιογραφική τριλογία του καθηγητή Ι.Μ. Κονιδάρη αποτελεί σήμερα τη μόνη ολοκληρωμένη, έγκυρη κωδικοποίηση του ισχύοντος Εκκλησιαστικού Δικαίου. Η συστηματική, μάλιστα, παρουσίαση και κατανομή της ύλης και ο ακριβής και, εν ταυτώ, κατανοητός, ακόμα και στους μη ειδικούς, τρόπος γραφής, που συνδυάζει ιδανικά την αμεσότητα του ύφους με την επιστημονική ακρίβεια, καθιστούν το εν λόγω έργο ένα πολύτιμο και πολλαπλώς χρήσιμο εργαλείο τόσο για τη θεωρία του Δικαίου όσο και, κυρίως, για την πράξη της εκκλησιαστικής διοικήσεως, απαραίτητο σε κάθε ασχολούμενο με υποθέσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, στον νομικό της πράξεως, δικηγόρο και δικαστή, αλλά και στον επιφορτισμένο με τις ποικίλες και σύνθετες υποθέσεις της καθημερινής εκκλησιαστικής διοικήσεως υπάλληλο ή θρησκευτικό λειτουργό, χωρίς να υποτιμάται και η συμβολή του σε περαιτέρω ερευνητικές και επιστημονικές αναζητήσεις στον ιδιαίτερο αυτόν, από κάθε άποψη, κλάδο του Εκκλησιαστικού Δικαίου.

Την προσωπικότητα του συγγραφέα σφραγίζει και η οφειλετική αφιέρωση του κυρίως έργου του «στους δασκάλους και τους μαθητές του», η οποία αιτιολογείται με τη διαπίστωση, απόσταγμα πολυετούς διδακτικού μόχθου, ότι «το έργο του δασκάλου συνιστά τελικώς αέναη διεργασία, που ποτέ δεν ολοκληρώνεται, διεργασία εντός της οποίας ο δάσκαλος γίνεται και πάλι μαθητής, πολλές φορές των ίδιων των μαθητών του, σε μια ατέρμονη γονιμοποίηση ιδεών και αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας»…

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ