Αρχική » Φετουλάχ Γκιουλέν: Το άγνωστο πρόσωπο του πολιτικού Ισλάμ

Φετουλάχ Γκιουλέν: Το άγνωστο πρόσωπο του πολιτικού Ισλάμ

από kivotos

Του Χρήστου Γ. Κτενά

 

Μπορεί ένας ιεροκήρυκας του Ισλάμ να οργάνωσε την πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία; Και να έχει στις «διαταγές» του χιλιάδες ανώτατους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, δημόσιους υπαλλήλους, δικαστές και καθηγητές πανεπιστημίων, αλλά και σημαίνοντα πρόσωπα σε κάθε κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική δράση; Αν πιστέψουμε τον Ταγίπ Ερντογάν, η απάντηση είναι «ναι» και όλα αυτά τα έχει πετύχει ο Φετουλάχ Γκιουλέν.

Επιχειρώντας όμως να κατανοήσουμε ποιος είναι ο Γκιουλέν και ο ρόλος του Ισλάμ στις πολιτικές εξελίξεις της Τουρκίας, είναι σημαντικό να μιλήσουμε για μια πολύχρονη διαίρεση στον ισλαμικό κόσμο, η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό καθορίσει την πορεία της Μέσης Ανατολής. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, λοιπόν, όταν η οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε, οι μουσουλμάνοι της περιοχής σταδιακά ανέπτυσσαν έναν αραβικό, αλλά και τοπικιστικό εθνικισμό (καλλιεργημένο έντεχνα από τους Βρετανούς και τους Γάλλους αποικιοκράτες, που ήθελαν να δημιουργήσουν προτεκτοράτα στην περιοχή). Αυτή η νέα ταυτότητα, που εκφράστηκε πιο έντονα με τη δημιουργία των σύγχρονων αραβικών κρατών, βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τα κηρύγματα περί ενότητας του ισλαμικού κόσμου, με στόχο την «ούμα», δηλαδή μια υπερεθνική μουσουλμανική κοινότητα.

Η αντίθεση αυτή είχε πολλαπλές εκφάνσεις. Για παράδειγμα, αναπτύχθηκε το κίνημα του πανισλαμισμού (από την οργάνωση «Μουσουλμανική Αδελφότητα»), ενώ οι εθνικιστές προέβαλλαν την ιδέα του Παναραβισμού, που μιλούσε για ενοποίηση των αραβικών κρατών. Στην πορεία των χρόνων, το εθνικιστικό κίνημα υιοθέτησε σοσιαλιστικές ιδέες (π.χ. το κόμμα Μπάαθ, που κυριάρχησε σε Ιράκ και Συρία), εκφυλίστηκε σε αυταρχικά, προσωποπαγή καθεστώτα (του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, του Καντάφι στη Λιβύη) ή μετατράπηκε σε όχημα στήριξης Αράβων βασιλιάδων (όπως του Χουσεΐν στην Ιορδανία).

Από την άλλη πλευρά, το ισλαμικό κήρυγμα και αίτημα αναζητούσε νέες εκφάνσεις, είτε επιχειρώντας να προσαρμοστεί στην εποχή, ενσωματώνοντας τις δυτικές επιρροές και φιλοσοφίες (π.χ. τον θεσμό της δημοκρατίας, που θα απάλλασσε τους Άραβες από τις παραδοσιακές, φυλαρχικές δομές τους), είτε κάνοντας στροφή προς πιο συντηρητικές αντιλήψεις, που στην ακρότητά τους θα μιλούσαν για τζιχαντισμό και απόρριψη κάθε δυτικής αξίας.

Ειδικά για την Τουρκία, αυτή η σύγκρουση εθνικισμού και ισλαμισμού εκφράστηκε έντονα με την εμφάνιση του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος προώθησε το κοσμικό-εθνικιστικό κράτος, συντρίβοντας σε μεγάλο βαθμό τις παλαιότερες ισλαμικές δομές και αφήνοντας τους πιστούς της θρησκείας σε αναβρασμό και σε αναζήτηση μιας δικής τους ταυτότητας.

 

Ο γιος του ιμάμη

Σε αυτό το πολύμορφο σκηνικό θα γεννηθεί ο σουνίτης Φετουλάχ Γκιουλέν το 1941, σε ένα χωριό κοντά στο Ερζερούμ της Ανατολικής Τουρκίας, για να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, ενός ιμάμη. Βασική επιρροή του όμως ήταν ο κουρδικής καταγωγής, διάσημος θεολόγος του Ισλάμ, Σαΐντ Νουρσί. Ο τελευταίος, στην εκπνοή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα διατυπώσει μια θεοσοφική πρόταση για τη σύνδεση του Ισλάμ με τη σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία, ακριβώς δηλαδή μια πρόταση εξέλιξης της θρησκείας πάνω στον θεολογικό και ιδεολογικό αναβρασμό που περιγράψαμε πιο πάνω.

Ο Γκιουλέν, με βάση τα διδάγματα του Νουρσί, θα εξελιχθεί σε διάσημο ιεροκήρυκα, ο οποίος, διατρέχοντας την Τουρκία, θα αναπτύξει σταδιακά μια δική του ερμηνεία περί του Ισλάμ, ιδιαίτερα μετριοπαθή, η οποία ενσωματώνει δημιουργικά τη δυτικού τύπου δημοκρατία, την επιστήμη και την τεχνολογία, κάνοντας λόγο για μια προσωπική προσέγγιση της θρησκείας, βασισμένη στην προσφορά, την αλληλεγγύη και τη δημιουργία της «κοινότητας», σε πνεύμα ισότητας και πνευματικής καθαρότητας. Έτσι, ο Γκιουλέν προτάσσει έμμεσα και τα κηρύγματα του σουφισμού, δηλαδή εκείνης της τάσης στον ισλαμικό κόσμο που κάνει λόγο για την προσέγγιση του Θεού μέσα από μια αγωνιώδη εσωτερική αναζήτηση και όχι μέσα από την αυστηρή (αλλά μάλλον υποκριτική) τήρηση των ιερών κανόνων.

Ο Γκιουλέν θα αναπτύξει σταδιακά μια δική του ερμηνεία περί του Ισλάμ, ιδιαίτερα μετριοπαθή, η οποία ενσωματώνει δημιουργικά τη δυτικού τύπου δημοκρατία, την επιστήμη και την τεχνολογία

Τα διδάγματα αυτά βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση σε σημαντικό μέρος της αστικής τάξης της Τουρκίας, καθώς οι Τούρκοι αστοί, που είχαν στραφεί προς τη Δύση και είχαν ασπαστεί την κεμαλική κοσμικότητα, έβλεπαν στις απόψεις του Γκιουλέν μια λύση για να συμβιβάσουν την ισλαμική τους παράδοση με τη σύγχρονη εποχή, σε ένα πνεύμα ευσέβειας και θετικού συντηρητισμού.

Ακόμη, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως, παρά την επικράτηση του κεμαλισμού στην Τουρκία, το αίτημα για αναβίωση του Ισλάμ ποτέ δεν εξέλιπε. Έτσι, ήδη από το 1940 ισλαμικά πολιτικά κινήματα εμφανίστηκαν στη χώρα, τα οποία αντιμετωπίστηκαν βίαια από το κεμαλικό καθεστώς. Τα κινήματα αυτά βρέθηκαν σε σύγκρουση και με τα κόμματα της Αριστεράς, όπως και με εκείνα της παραδοσιακής κεμαλικής «Δεξιάς», ενώ ανέδειξαν σκληρούς πυρήνες, αλλά και νομιμοφανή κόμματα, όπως το Εθνικής Τάξεως του Νετσμετίν Ερμπακάν. Από αυτό το κόμμα και μετά από μια περίπλοκη διαδρομή διασπάσεων αλλά και απαγορεύσεων λειτουργίας από το βαθύ κεμαλικό κράτος θα προέλθει και το σημερινό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν.

Διαπιστώνεται έτσι -με αρκετές απλοποιήσεις βέβαια, καθώς είναι αδύνατον να περιγραφεί όλο το περίπλοκο πολιτικό και θρησκευτικό σκηνικό της Τουρκίας- πως στη γειτονική χώρα εμφανίζονται (σχηματικά) τρεις τάσεις. Η πρώτη είναι η παραδοσιακή, κεμαλική προσέγγιση, που κάνει λόγο για εθνικισμό και κρατισμό, αλλά και εκφράζεται αυταρχικά όταν η χώρα «παρεκκλίνει» από τον ορθό δρόμο. Η δεύτερη τάση είναι αυτή του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο ενσωματώνει αντιδυτικές τάσεις, είναι επίσης εθνικιστικό και έχει στο επίκεντρο μια θεολογική προσέγγιση της κρατικής δομής και της κοινωνικής λειτουργίας. Τέλος, υπάρχει η «γκιουλενική» φόρμα, η οποία επιχειρεί να γεφυρώσει την κοσμικότητα με το θρησκευτικό αίσθημα, αποστρέφεται την άμεση παρέμβαση στην πολιτική (αλλά όχι και την έμμεση…) και επικεντρώνεται στον ευσεβή βίο, σύμφωνα με τα ισλαμικά διδάγματα.

 

Η επιρροή του έπειτα από 40 χρόνια διδασκαλίας

Υπάρχει «κίνημα Γκιουλέν»; Η απάντηση είναι θετική, αλλά όχι με τη μορφή μιας μοναδικής κεντρικής οργάνωσης. Αυτό που κυρίως πέτυχε ο πολυγραφότατος Φετουλάχ Γκιουλέν στα πάνω από 40 χρόνια διδασκαλίας του ήταν να προσεγγίσει και να συσπειρώσει γύρω από τα κηρύγματά του μια μεγάλη ομάδα αστών και μεγαλοαστών, κυρίως Τούρκων, αλλά και από αραβικές χώρες, οι οποίοι χρηματοδότησαν μια σειρά από ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (από σχολεία μέχρι πανεπιστήμια), όπου φυσικά προτάσσεται η φιλοσοφία του.

Ακόμη, το κίνημά του -που αποκαλείται από τους οπαδούς του «Υπηρεσία» (Hizmet)- είχε σημαντική επιρροή στον τουρκικό Τύπο, με προμετωπίδα την εφημερίδα «Ζαμάν» (πάνω από 600.000 φύλλα ημερήσια κυκλοφορία), αλλά και σε τηλεοπτικούς σταθμούς και βέβαια έντονη παρουσία στον δημόσιο διάλογο.

Η επιρροή του Γκιουλέν ήταν αξιοσημείωτη όχι τόσο για το πλήθος των οπαδών του (υπολογίζονται σε 3-5 εκατομμύρια), όσο κυρίως γιατί αυτοί ήταν σε μεγάλο βαθμό αστοί και μορφωμένοι, ανάμεσά τους δικαστικοί, καθηγητές πανεπιστημίου, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, διανοούμενοι, γνωστοί επιχειρηματίες και καλλιτέχνες.

Το κίνημα εξαπλώθηκε και στις ΗΠΑ και σε κάποιες αραβικές χώρες, με τον Γκιουλέν να ζει στην Αμερική από το 1999, καθώς κινδύνευε στην Τουρκία από το τότε κεμαλικό καθεστώς. Στο εξωτερικό, ο ίδιος καλλιέργησε μια ιδιαίτερη δημοφιλή για τους Δυτικούς εικόνα, στηρίζοντας τον διαθρησκειακό διάλογο, καταδικάζοντας την ισλαμική τρομοκρατία και στηρίζοντας τη δημοκρατία στις αραβικές χώρες, ενώ συναντήθηκε με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ και γνωστούς πολιτικούς και παράγοντες πολλών δυτικών χωρών.

Η επιρροή του Γκιουλέν ήταν αξιοσημείωτη όχι τόσο για το πλήθος των οπαδών του (υπολογίζονται σε 3-5 εκατομμύρια), όσο κυρίως γιατί αυτοί ήταν σε μεγάλο βαθμό αστοί και μορφωμένοι

Κερδίζοντας έτσι όλο και περισσότερη δημοσιότητα, αλλά και νέες δωρεές (ύψους δεκάδων δισ. δολαρίων), μπόρεσε να πολλαπλασιάσει την εκπαιδευτική του δράση, με πάνω από 1.000 σχολεία σε πολλές χώρες (πάνω από 100 στις ΗΠΑ) να λειτουργούν στο πλαίσιο των κηρυγμάτων του. Ταυτόχρονα, βέβαια, ακούστηκαν κατηγορίες εναντίον του για ενθάρρυνση της προσωπολατρίας και για σεχταριστικές αντιλήψεις.

 

Η πολυκύμαντη σχέση με τον Ερντογάν

Αν Ερντογάν και Γκιουλέν αποτελούν δύο διαφορετικές εκδοχές του πολιτικού Ισλάμ, η κοινή τους πορεία ήταν πολύχρονη. Οι δύο άνδρες ήταν σύμμαχοι στη μετεωρική εξέλιξη του Ερντογάν, καθώς ο τελευταίος αξιοποίησε την επιρροή του κινήματος για την επάνδρωση της τουρκικής κρατικής διοίκησης με «φιλικά» στελέχη, αλλά και για να προωθήσει μια σειρά από νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Οι πρώτες διαφωνίες όμως φάνηκαν όταν ο Γκιουλέν καταδίκασε την αποστολή του τουρκικού καραβιού στη Γάζα, αλλά και όταν διαφώνησε με την απόπειρα προσέγγισης που έκανε ο Ερντογάν προς το κουρδικό PKK.

Η πλήρης ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών αναδείχθηκε το διάστημα 2012-13, όταν εισαγγελείς άρχισαν να ερευνούν φαινόμενα διαφθοράς στην Τουρκία, εστιάζοντας σε σημαντικά στελέχη του περιβάλλοντος Ερντογάν. Ήταν μια αυτόνομη κίνηση «γκιουλενικών», που μέσα στον ευσεβισμό τους είδαν με αποτροπιασμό πως ο Ερντογάν προχωρούσε σε μια προσωποπαγή, διεφθαρμένη, προκλητική και συγκρουσιακή πολιτική, με στόχο την ισλαμική επιβολή στη χώρα; Ήταν εντολή, με ανάμιξη του ίδιου του Γκιουλέν; Κανείς δεν γνωρίζει, αλλά η απάντηση του Ερντογάν ήταν βίαιη, με καταδίωξη των εισαγγελέων, μαζικές απολύσεις και δυσμενείς μεταθέσεις. Στο τέλος του 2015, δε, η κυβέρνηση κατέταξε το κίνημα του Γκιουλέν στις τρομοκρατικές οργανώσεις, έκλεισε τη «Ζαμάν» και άρχισε δικαστικές έρευνες για τα διάφορα ιδρύματα και εταιρείες που σχετίζονταν με τον Γκιουλέν.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, ήταν μάλλον δεδομένο στην Τουρκία ότι αργά ή γρήγορα θα ξεσπούσε μια ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Ερντογάν και «γκιουλενικών». Ήταν όμως αυτή η κακά οργανωμένη απόπειρα πραξικοπήματος που είδαμε (την οποία καταδικάζει κατηγορηματικά ο Γκιουλέν); Μήπως συμμετείχαν σε αυτή και στοιχεία από το κεμαλικό στρατόπεδο της χώρας, που είναι επίσης εδώ και χρόνια σε απομόνωση; Και εδώ υπάρχει σοβαρό κενό πληροφορίας, αλλά είναι φανερό πως ο Ερντογάν είχε κάνει συστηματική χαρτογράφηση όλων των αντιπάλων του στο κράτος και στην κοινωνία (και όχι μόνο των «γκιουλενικών»), μια χαρτογράφηση που σήμερα αξιοποιείται στο πογκρόμ που έχει ξεσπάσει στη χώρα.

Τελικά, ο Γκιουλέν, που παραμένει ακόμη και σήμερα σε μεγάλο βαθμό απρόσιτος, όπως και ο Ερντογάν είναι εκφράσεις αυτής ακριβώς της ιστορικής διαμάχης που έχει εμφανιστεί στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισλάμ και κοσμικότητας. Και οι δύο προσωπικότητες εκφράζουν το πολιτικό Ισλάμ, αλλά με διαφορετικές προσεγγίσεις του. Και οι δύο απολαμβάνουν την προσωπολατρία των οπαδών τους, ενώ επιδιώκουν να διαμορφώσουν την τουρκική αρχικά (αλλά και γενικότερα τη μεσανατολική) κοινωνία σε ένα νέο ισλαμικό μόρφωμα, που θα ξεπερνά την «άνυδρη» πλέον κοσμικότητα του Κεμάλ, του Νάσερ ή του Ανουάρ Σαντάτ. Και τελικά και οι δύο, στη μεταξύ τους αντιπαράθεση, θα αναδείξουν το πολύμορφο, πολιτικό και μυστικιστικό, προφίλ της ισλαμικής θρησκείας, που συνεχίζει να προκαλεί έντονους ιστορικούς και πολιτισμικούς κραδασμούς.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ