Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

 

Συγκίνηση δημιούργησε στο πανελλήνιο η απόφαση του δημοσιογράφου Αλέξανδρου Βέλλιου να τερματίσει τη ζωή του κατόπιν ιατρικών γνωματεύσεων ότι πάσχει από επιθετικής μορφής μη ιάσιμο καρκίνο και ο χρόνος ζωής που του απομένει είναι εξαιρετικά περιορισμένος.

Μαχητικός και έντιμος δημοσιογράφος, ο Αλέξανδρος Βέλλιος άσκησε τη δημοσιογραφία με αίσθηση καθήκοντος και υψηλό αίσθημα ηθικής ευθύνης για τον κοινωνικό ρόλο του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Στο ζήτημα της προσωπικής του περιπέτειας, στάθηκε συνεπής προς την προσωπική του κοσμοθεωρία. Αθεος ων, εκτίμησε ότι η παράταση του βίου του θα ήταν ανώφελη και επώδυνη για τον ίδιο και πηγή ταλαιπωρίας για τους οικείους του. Προτίμησε επομένως την επίσπευση του θανάτου του, αφού ήταν βέβαιος ότι ύστερα από τον θάνατο ακολουθεί η ανυπαρξία και συνεπώς δεν επρόκειτο να κερδίσει τίποτε αναμένοντας τον φυσικό θάνατο. Ο ίδιος δημοσιοποίησε τον προβληματισμό του και προανήγγειλε την απόφασή του, καλώντας ταυτόχρονα την Πολιτεία να αναμορφώσει το ισχύον νομικό πλαίσιο που απαγορεύει την ευθανασία και κατά κάποιον τρόπο προέβαλε την οδό της ευθανασίας ως τη μόνη λύση σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Ηδη το Ποτάμι ανέλαβε να προωθήσει τη νομιμοποίηση της ευθανασίας στη χώρα μας.

Ο Βέλιος δημοσιοποίησε τον προβληματισμό του και προανήγγειλε την απόφασή του, καλώντας ταυτόχρονα την Πολιτεία να αναμορφώσει το ισχύον νομικό πλαίσιο που απαγορεύει την ευθανασία και κατά κάποιον τρόπο προέβαλε την οδό της ευθανασίας ως τη μόνη λύση σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα

Πιστεύουμε, ότι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να γίνει είναι η προώθηση και η νομιμοποίηση αυτοκτονικών πολιτικών για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Ηδη υπάρχει σοβαρή επιδείνωση των ψυχικών παθήσεων, με πλέον διαδεδομένη την κατάθλιψη. Η άνοδος των αυτοκτονιών οφείλεται -μεταξύ άλλων- στην έλλειψη των πνευματικών εκείνων εφοδίων τα οποία θα όπλιζαν τους ανθρώπους αυτούς με τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και να μην τερματίσουν τον βίο τους. Η Εκκλησία δεν μπορεί να ευλογήσει την ευθανασία, διότι η ασθένεια και τα άλλα προβλήματα του ανθρώπινου βίου δύνανται να οδηγήσουν προς την πνευματική άνοδο και τον εξαγνισμό του πάσχοντος.                             

Στο Δελτίο Τύπου της Β’ Τακτικής Συνεδρίας της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος της 2-10-2003 γράφεται μεταξύ άλλων ότι: «Η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος της οποίας βρίσκονται στα χέρια Του και μόνον. Οι στιγμές της ζωής μας που συνδέονται με την αρχή και το τέλος της, όπως και αυτές της αδυναμίας, του πόνου και των δοκιμασιών μας, εγκρύπτουν μια μοναδική ιερότητα και περιποιούν μυστήριο που απαιτεί ιδιάζοντα σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών , των νοσηλευτών και της κοινωνίας ολόκληρης. ... Η Εκκλησία συμπαρίσταται στον πόνο και στην αγωνία των δοκιμαζομένων στις τελευταίες των στιγμές ασθενών και στους συγγενείς και οικείους των με τα πνευματικά μέσα ενισχύσεως της πίστεως στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού και με την εξασφάλιση συνθηκών θαλπωρής και ανθρωπιάς για τους πάσχοντες».                                        

Οι πιστοί, οδεύοντες προς τον θάνατο, βιώνουν πνευματικές εμπειρίες ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ασθένειά τους είναι σοβαρή. Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να παραλειφθεί ή να διακοπεί η εφαρμογή μιας θεραπευτικής αγωγής ώστε να μην παραταθεί η διαδικασία του θανάτου. Πρόκειται περί της λεγόμενης παθητικής ευθανασίας. Διαφορετική περίπτωση είναι επίσης εκείνη κατά την οποία ο πάσχων από ανίατη ασθένεια και αναμένων τον φυσικό του θάνατο με γαλήνη και αισιοδοξία προσευχόμενος, παραλείπει να λάβει την απαιτούμενη φαρμακευτική αλλά όχι θεραπευτική αγωγή. Δεν επιθυμεί να φύγει το συντομότερο από τη ζωή ώστε να απαλλαγεί από ένα φορτίο που αδυνατεί να σηκώσει, αλλά προετοιμάζεται για την έξοδό του και τη μετάβασή του εις «χώρα ζώντων».