Αρχική » Η ζωή, το έργο και το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης

Η ζωή, το έργο και το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης

από kivotos

Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, θεολόγου-φιλολόγου, υποψηφίου διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Aπόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1922. Ο ακλόνητος ιεράρχης Χρυσόστομος διά της τουρκικής φρουράς οδηγείται στο φρουραρχείο της Σμύρνης. Γύρω από αυτό, ο τουρκικός όχλος κραυγάζει, απειλεί και ζητεί εκδίκηση. Τον έσυραν από το Διοικητήριο έως την τουρκική αγορά και από εκεί τον έφεραν αιμόφυρτο στην πλατεία του Τιρκιλίκ. Τα ράσα του σχισμένα, το πρόσωπό του αιματοβαμμένο και εξαθλιωμένο. Η δεσποτική του ράβδος λάφυρο του ασύντακτου όχλου. «Κι οι μουσικές συνεχίζουν να παίζουν τα τούρκικα εμβατήρια… Κι οι αλαλαγμοί του όχλου, πιο βροντεροί, καλύπτουν τον αέρα… Τίποτε δεν έμεινε και τίποτε δεν βρέθηκε από το μαρτυρικό σκήνωμά του. Οι Τούρκοι φρόντισαν να εξαφανίσουν και τα τελευταία απομεινάρια του αγίου του σώματος. Νομίζοντας, φαίνεται, ότι έτσι εξαφανίζουν και την Ελλάδα. Ξεχνώντας ότι έτσι την αναζωογονούν και τη δοξάζουν την Ελλάδα…» [1]

Στην Τρίγλια, μια μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη της Προποντίδας, γεννιέται ο μικρός Χρυσόστομος Καλαφάτης του Νικολάου και της Καλλιόπης στα 1867. Ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα επτά αδέλφια του, καθώς, όπως διασώζουν οι ιστορικοί, επιθυμεί να σπουδάσει στη φημισμένη Θεολογική Σχολή της Χάλκης τα ιερά γράμματα και να αφιερωθεί στην Εκκλησία και στη διακονία των ανθρώπων [2].

Με την ευγενική χορηγία και συμπαράσταση του προστάτου του, Μητροπολίτου Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο Χρυσόστομος πραγματοποιεί το θεοφιλές όνειρό του, περατώνει με άριστα τις θεολογικές του σπουδές στην ως άνω σχολή και χειροτονείται διάκονος Χριστού στα 1891. Ακολουθεί μια περίοδος επιστημονικής μελέτης και συγγραφής, πάντοτε στα μητροπολιτικά όρια της Μυτιλήνης αρχικά και αργότερα της Εφέσου. Καρπός της κοπιαστικής του θεολογικής εντρύφησης της περιόδου αυτής είναι το δίτομο σύγγραμμά του με τίτλο «Περί Εκκλησίας» [3], από τις σελίδες του οποίου αναδύεται το αγωνιστικό φρόνημα αλλά και η ιδιαίτερη εμβρίθεια και επιστημοσύνη του Χρυσοστόμου.

Στις 2 Απριλίου 1897, ο προστάτης του, Μητροπολίτης Μυτιλήνης και τοποτηρητής Εφέσου Κωνσταντίνος, ανέρχεται στον πατριαρχικό θώκο της Κωνσταντινουπόλεως και με τη σύμφωνη γνώμη και παρακίνηση κλήρου και λαού, στις 18 Μαΐου 1897, χειροτονεί τον Χρυσόστομο πρεσβύτερο και τον διορίζει Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Θρόνου. Ακολούθως, στις 23 Μαΐου του 1902, χειροτονείται Επίσκοπος, καθώς εκλέγεται παμψηφεί Μητροπολίτης Δράμας.

Πέντε έτη διαρκεί η αρχιερατική διακονία του Χρυσοστόμου στη Δράμα. Το διάστημα όμως αυτό ήταν αρκετό για να κερδίσει τις καρδιές του ποιμνίου του. Ιδρύει σχολεία και γυμναστήρια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, καπνεργοστάσια, γεωργικές σχολές, εργαστήρια απόρων, επισκευάζει ιερούς ναούς, ορθοτομεί, θυσιάζεται στην αγαπητική διακονία, πρωτοστατεί στην ίδρυση και λειτουργία έργων υδρεύσεως και μουσικών ομίλων. «Και σήμερα ακόμη, σαν περπατάς ανάμεσα στους δρόμους της Δράμας, θα συναντήσης πολλά από αυτά τα κτίρια. Μια μικρή μαρμάρινη πλάκα στην πρόσοψι θυμίζει στον διαβάτη το πέρασμα του φλογερού και ακούραστου ιεράρχου» [4].

Στη Δράμα ο Χρυσόστομος ιδρύει σχολεία και γυμναστήρια, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, καπνεργοστάσια, γεωργικές σχολές, εργαστήρια απόρων, επισκευάζει ιερούς ναούς, ορθοτομεί, θυσιάζεται στην αγαπητική διακονία, πρωτοστατεί στην ίδρυση και λειτουργία έργων υδρεύσεως και μουσικών ομίλων

Η εθνικοθρησκευτική δράση του Χρυσοστόμου πολύ σύντομα έρχεται σε σύγκρουση με την τουρκική σκλαβιά, η οποία, σε συνδυασμό με το ανελέητο και καταστροφικό πέρασμα των Βούλγαρων κομιτατζήδων από τα μακεδονικά εδάφη [5]θα αναγκάσει τον αγωνιστή ιεράρχη, μετά από διαταγή του μεγάλου Τούρκου βεζύρη να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, να καταφύγει αρχικά στη Θεσσαλονίκη και αργότερα, σχεδόν να αυτοπεριοριστεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Τρίγλια. Στις 11 Μαρτίου του 1910 ο Χρυσόστομος εκλέγεται επισήμως Μητροπολίτης στη μεγαλύτερη και πιο κεντρική Μητρόπολη της Μικράς Ασίας, τη μαρτυρική Σμύρνη.

Η ποιμαντική ευαισθησία του αγκαλιάζει εξαρχής τα μητροπολιτικά του όρια και πολλές φορές τα υπερβαίνει. Ακάματος εργάτης, φλογερός απόστολος, διαπρύσιος κήρυκας της αγάπης, πατέρας αληθινός [6], αναλώνεται καθημερινά στη διακονία του ποιμνίου του.

Πλησιάζουμε στα τέλη Μαΐου, όταν ένοπλοι Τούρκοι, από εκδίκηση ορμώμενοι για τα εδάφη που έχασαν (Μακεδονία και Θράκη), εισέρχονται ένοπλοι στα μικρασιατικά ελληνικά χωριά και λεηλατούν ελληνικές περιουσίες, βεβηλώνουν ιερούς ναούς και απειλούν και αναγκάζουν τον ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει τη γη των προγόνων του, να αποποιηθεί κάθε ίχνους ιδιοκτησίας, προσωπικής και πνευματικής, στην περιοχή. [7]

Ο Χρυσόστομος στην κρίσιμη αυτή στιγμή αναπτύσσει μια καταπληκτική δραστηριότητα. Οργανώνει τον «στρατό της σωτηρίας» από εθελοντές. Τους εφοδιάζει με χρήματα, τρόφιμα και είδη ρουχισμού και τους στέλνει να περιμαζέψουν τους πρόσφυγες [8]. Οι Τούρκοι, για να «αναχαιτίσουν» την προσφορά αυτή του Χρυσοστόμου τον αναγκάζουν να οδηγηθεί για ακόμη μια φορά στην εξορία (1914-1918) και καταφεύγει περίλυπος στην Κωνσταντινούπολη [9].

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1918, ο εξόριστος ιεράρχης επιστρέφει στην επισκοπική του έδρα και ως αληθώς ποιμενάρχης οργανώνει ξανά τη μητροπολιτική του περιφέρεια, εκφράζοντας ορθόπρακτα την αγάπη του ακόμη και προς τους Τούρκους αιχμαλώτους, καθώς με απόφαση των ευρωπαϊκών συμμαχικών δυνάμεων, την 1η Μαΐου 1919, η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης περιέρχεται στην ελληνική δικαιοδοσία και κατοχή.

Η πολιτική διπλωματία όμως, συγκεχυμένη και απόκεντρη, δεν κατάφερε ποτέ να αποδώσει δίκαιο και αλήθεια. Κύριος και καθοριστικός της παράγοντας το οικονομικό και το προς προσάρτηση και πολύπλευρη εκμετάλλευση έδαφος. Έτσι, τρία χρόνια αργότερα, στις 15 Αυγούστου 1922, οι πρώτες ειδήσεις για αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το μέτωπο φθάνουν στη Σμύρνη. «Τμήματα απ’ τον Ελληνικό Στρατό, που υποχωρεί, έρχονται συνεχώς τις μέρες αυτές στην πόλι […] Με πόσο καμάρι κατέβαιναν αυτά τα παλικάρια και πατούσαν το πόδι τους στη Μικρασιατική γη… Κι όσοι απ’ τους κατοίκους προλαβαίνουν και χωρούν, επιβιβάζονται στα πλοία και φεύγουν κι αυτοί. Όλοι τρέχουν στην παραλία. Όλοι προσπαθούν να σωθούν. Αλλά πώς να χωρέση στα λίγα Ελληνικά πλοία όλος εκείνος ο πληθυσμός; Πολλοί μένουν απ’ έξω. Όσοι πρόλαβαν φεύγουν. Τα πλοία ξανάρχονται, ξαναφεύγουν. Η πόλις στρατιωτικά έχει εκκενωθή. Όλοι οι επίσημοι έχουν επιβιβασθή στα πλοία. Η μόνη Αρχή που μένει στην πόλι είναι ο Μητροπολίτης. Όλοι τον συμβουλεύουν και αυτός να φύγη. Ο επίσκοπος μάλιστα των Καθολικών τού έχει εξασφαλίσει και θέσι σε ξένο ατμόπλοιο» [10].

Ο Χρυσόστομος παραμένει με τη θέλησή του κοντά στο ποίμνιό του, που κινδυνεύει με αφανισμό. Δεν αποδέχεται τις προτάσεις των Ευρωπαίων για φυγάδευσή του από τη Σμύρνη

Οι κεμαλικές θηρωδίες που ακολούθησαν δεν είχαν προηγούμενο. Ο ελληνικός πληθυσμός συγκεντρώνεται γύρω από τον Ναό της Αγίας Φωτεινής. Πολλοί πέφτουν στη θάλασσα, με την ελπίδα να σωθούν από τα ξένα πλοία [11]. Ο τουρκικός όχλος πανηγυρίζει και επιτίθεται κατά των Ελλήνων. Πυροβολισμοί ακούγονται συνεχώς και τα πτώματα των Χριστιανών γεμίζουν τους δρόμους. Όλοι τρέχουν αλαφιασμένοι, πανικόβλητοι, να σωθούν, να ξεφύγουν. «Ο Χρυσόστομος παραμένει με τη θέλησή του κοντά στο ποίμνιό του, που κινδυνεύει με αφανισμό. Δεν αποδέχεται τις προτάσεις των Ευρωπαίων για φυγάδευσή του από τη Σμύρνη. Το βράδυ της 27ης Αυγούστου του 1922, ημέρα κατάληψης της Σμύρνης από τα στρατεύματα του Κεμάλ, μαζί με τους Έλληνες της Σμύρνης κλείνεται στην Αγία Φωτεινή. Είναι προφανές πως ήδη γνωρίζει και το δικό του τέλος. Συλλαμβάνεται και οδηγείται προς τον στρατηγό Νουρεντίν Μπέη, δηλώνοντας: «Βαδίζω προς το μαρτύριο» […]. Μπροστά στο κτίριο του τουρκικού διοικητηρίου έχει συγκεντρωθεί ένα αφηνιασμένο πλήθος, το οποίο ζητάει το κεφάλι του ιεράρχη. Ο Νουρεντίν παρέδωσε τότε στο πλήθος αυτό τον ανυπεράσπιστο Χρυσόστομο. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης σύρθηκε στα σοκάκια της πόλης δερόμενος αγρίως και εν τέλει βρήκε τραγικό θάνατο, κατακρεουργημένος από το φανατισμένο τουρκικό πλήθος» [12].

Η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Χρυσοστόμου Επισκόπου Σμύρνης και «των συν αυτώ μαρτύρων» [13] την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού εκάστου έτους, για να θυμίζει σε όλους μας τη θυσιαστική αυταπάρνηση, το πνευματικό μεγαλείο και την αγαπητική κένωση έως θανάτου των αγίων Εθνοϊερομαρτύρων, για να θυμίζει σε όλους μας ότι «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων… Έμπροσθεν αυτών πορεύεται» [14]

 

————————————————————————————————————————–

1. «Ιερομάρτυρες του Εικοσιδύο, Τέσσαρες επίσκοποι της Μικρασίας», Εκδ. Ζωής, Αθήναι 1963, σελ. 73.

2. Για τη βιογραφία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Καλαφάτη) βλ. σχ., Λοβέρδου Σπυρίδωνος, «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος», Αθήναι 1929, Πολίτη Κωνσταντίνου, «Χρυσόστομος Σμύρνης», Αθήναι 1934, Σολομωνίδη Χρήστου, «Η Εκκλησία της Σμύρνης», Αθήναι 1960.

3. Το δίτομο έργο του Χρυσοστόμου «Περί Εκκλησίας» (1.110 σελίδες) διαιρείται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο αναφέρεται στην Ορθοδοξία, στον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, στο δεύτερο αναλύει την ομολογία του Πέτρου του Μογίλα, στο τρίτο ελέγχει τον Προτεσταντισμό και στο τέταρτο τον Καθολικισμό, Πρβλ., «Ιερομάρτυρες του Εικοσιδύο», σ.σ. 25-26.

4. «Ιερομάρτυρες του Εικοσιδύο», σελ. 33.

5. Πρβλ., Καλαφάτη Χρυσοστόμου, «Εκθέσεις περί του Μακεδονικού Αγώνος» (επιμέλεια Βασιλ. Λαούρδα), Θεσσαλονίκη 1960.

6. Στις αρχές του 1911 ο Χρυσόστομος, τιμώντας τη μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης (82-168 μ.Χ.), εκδίδει ένα εθνικοθρησκευτικό εβδομαδιαίο περιοδικό, με τίτλο «Ο Άγιος Πολύκαρπος», Βλ. σχ., «Ιερός Πολύκαρπος», αριθμ. 145, Ιανουάριος 1914.

7. Πρβλ., «Ιερομάρτυρες του Εικοσιδύο», σ.σ. 48-54.

8. Αυτόθι, σελ. 54.

 9. Πρβλ., Kitromilidis P., Alexandris A., «Ethnic Survival Nationalism and Forced Migration: The Historical Demography of the Greek Community of Asia Minor at the close of the Ottoman era», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 5, 1984, σ.σ. 9-44.

10. Αυτόθι, σελ. 67, πρβλ., Μαργαρίτη Γιώργου, «Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία» στο συλλογικό «Ιστορία των Ελλήνων», τόμος 12ος, Δομή, Αθήνα 2006, σ.σ. 144-197, Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 6ος, εκδ. Σεφερλής, εν Αθήναις 1955, σ.σ. 453-475. Ο ιστορικός Απόστολος Διαμαντής σημειώνει: «Στις 13/26 Αυγούστου 1922 άρχισε η μεγάλη αντεπίθεση του τουρκικού στρατού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ολοκληρωτική κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία. Από τις 15 Αυγούστου έγινε φανερή πλέον σε όλους η οριστική ήττα των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Την κατάρρευση αυτή ακολούθησε μια μαζική, πανικόβλητη φυγή των αγροτικών ελληνικών πληθυσμών από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας προς το λιμάνι κυρίως της Σμύρνης. Από εκεί οι διωκόμενοι Έλληνες φρόντιζαν να βρίσκουν τον τρόπο διαφυγής προς την Ελλάδα, με κάθε δυνατό μέσον», Διαμαντή Απ., «Η Καταστροφή της Σμύρνης», στο συλλογικό «Σμύρνη, Μικρασία», «Ελευθεροτυπία»-«Ιστορικά», Αθήνα 2006, σελ. 107.

11. «Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξαναρίχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μην μπορέσουν να ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν…», Γιαννακόπουλου Γιώργου, «Από τον θρίαμβο στην τραγωδία (1919-1922)», στο συλλογικό «Σμύρνη, η Μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού», Έφεσος, Αθήνα 2002, σελ. 249.

12. Διαμαντή Απ., «Η Καταστροφή της Σμύρνης», σελ. 114, πρβλ., εφημερίς «Ελεύθερον Βήμα», αριθμ. 205, Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1922. Σχετικά με τα διασωθέντα άμφια του Χρυσοστόμου Σμύρνης βλ., Δροσινού Ηλία (Πρωτοπρ.), «Πώς διεσώθησαν τα άμφια του Χρυσοστόμου Σμύρνης», στο περιοδικό «Τόλμη», τεύχος 66, Σεπτέμβριος 2006, σ.σ. 30-34.

13. Πρβλ., Πουρτσουκλή Δανιήλ (Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού), Μικρά Ασία, «Η γη των πατέρων ημών», στο περιοδικό «Τόλμη», τεύχος 66, Σεπτέμβριος 2006, σ.σ. 26-29.

14. Ιωάν. ι’ 4,11.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ