Αρχική » Βοιωτία: Είναι βαθιές οι ρίζες του μοναχισμού

Βοιωτία: Είναι βαθιές οι ρίζες του μοναχισμού

από kivotos

Της Ελένης Παππά

 

Ο μοναχικός βίος στη Βοιωτία των πρώτων χριστιανικών αιώνων πήρε διαστάσεις τον 9ο αιώνα, κατά τον οποίο η περιοχή αναπτύχθηκε οικονομικά και πολιτιστικά.

Περί τα μέσα και το τέλος αυτού του αιώνα οι βυζαντινοί διοικητές ή μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής χρηματοδότησαν την οικοδόμηση νέων ναών, ασφαλώς όχι με το μεγαλείο των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Πρόκειται για τα πρώτα μνημεία της χριστιανικής Βοιωτίας της μέσης βυζαντινής εποχής: Τον ναό του Αγίου Γρηγορίου στη Θήβα (872) και τον ναό της Παναγίας στη Σκριπού (Ορχομενός) του έτους 874. Αν και οι ναοί αυτοί φαίνεται ότι αρχικά λειτούργησαν ως παρεκκλήσια μεγαλογαιοκτημόνων, κάποια μεταγενέστερη εποχή αποτέλεσαν ίσως το καθολικό αστικών μοναστηριών.

Είναι η περίοδος που έληξε η εικονομαχία, με αποτέλεσμα η εκκλησιαστική ζωή και ο μοναχισμός να ανακάμψουν παντού. Όπως προκύπτει από τη μελέτη του βίου του Οσίου Λουκά, στις αρχές του 10ου αιώνα υπήρχαν αγροτικά κοινοβιακά μοναστήρια στη Βοιωτία και την Αττική, παρότι ο ίδιος ο όσιος προτίμησε τελικά τον αναχωρητισμό, δημιουργώντας ένα διαφορετικό για την περιοχή «κίνημα». Όπως έχει γίνει γνωστό από ιστορικές πηγές, πολύ κοντά στην πόλη της Θήβας υπήρχε μοναστήρι με ηγούμενο κάποιον Αντώνιο, όπου ο όσιος φιλοξενείτο συχνά πριν ακολουθήσει τον δρόμο του αναχωρητισμού.

Ο Όσιος Λουκάς είναι αυτός που συνέδεσε τον αναχωρητικό και τον κοινοβιακό μοναχισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε σταδιακά.

Ο ίδιος ο Όσιος Λουκάς, μετά το 946, αποσύρθηκε και μόνασε κοινοβιακά πλέον στη θέση του σημερινού ομώνυμου μοναστηριού έως την κοίμησή του το 953. Στο σημερινό μοναστήρι, μετά την κοίμησή του, δημιουργήθηκε η πρώτη και πλέον διάσημη μέχρι σήμερα μοναστική κοινότητα της Βοιωτίας. Στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα προσήλκυσε το ενδιαφέρον Βοιωτών γαιοκτημόνων, αλλά και των ίδιων των βυζαντινών αυτοκρατόρων και μετατράπηκε σε ένα μείζον λατρευτικό και προσκυνηματικό κέντρο.

Στη Μονή του Οσίου Λουκά στο Στείρι της Βοιωτίας τότε προσέρχονταν και μόναζαν εκατοντάδες ντόπιοι και πρόσφυγες μοναχοί, όπως ο άγνωστος Άγιος Λουκάς ο Γουρνικιώτης, το πορτρέτο του οποίου υπάρχει στο καθολικό του Οσίου Λουκά. Κυρίως, όμως, εκεί πήγαν να ανταλλάξουν την κοσμική με τη μοναστική εξουσία γόνοι από μεγάλες οικογένειες μεγαλογαιοκτημόνων της Θήβας. Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί προϊστάμενοι της περιοχής χρηματοδοτούσαν την ανέγερση του λαμπρού κτιριακού συγκροτήματος της μονής, την οποία στήριζαν με δωρεές αγροτικών ή αστικών προσόδων.

Στη Μονή του Οσίου Λουκά στο Στείρι της Βοιωτίας τότε προσέρχονταν και μόναζαν εκατοντάδες ντόπιοι και πρόσφυγες μοναχοί, όπως ο άγνωστος Άγιος Λουκάς ο Γουρνικιώτης, το πορτρέτο του οποίου υπάρχει στο καθολικό του Οσίου Λουκά

Τη δεύτερη καθοριστική επιρροή στην εξέλιξη του ντόπιου μοναχισμού συνιστά η παρουσία στη Θήβα (περί το 970) του Οσίου Νίκωνα του «Μετανοείτε». Ο όσιος δίδαξε στην πόλη και μόνασε πιθανώς σε κάποιο ερημικό ασκηταριό, ίσως όμως και στη Μονή της Αγίας Φωτεινής, στη λατρεία της οποίας είχε ιδιαίτερη «προτίμηση».

Όπως προκύπτει από διάφορες πηγές, κατά την παρουσία εκεί του Οσίου Νίκωνα δημιουργήθηκε μια θερμή σχέση ανάμεσα σε αυτόν και τους ηγουμένους του μοναστηριού του Οσίου Λουκά και έτσι εξηγείται η ψηφιδωτή εικονογράφησή του στο καθολικό της μονής στις αρχές μόλις του 11ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του. Έτσι μπαίνουμε στη δεύτερη χιλιετία, κατά την οποία ο βοιωτικός μοναχισμός, με κέντρο τη μονή του Οσίου Λουκά, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Και οι αιώνες που ακολούθησαν ήταν αιώνες επέκτασης και πλήρους ακμής του μοναστικού βίου στη Βοιωτία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η νέα αυτή περίοδος σηματοδοτήθηκε από τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ηγουμένων του Οσίου Λουκά, την ανέγερση ενός αυτοκρατορικού ναού δίπλα σε εκείνον της Παναγίας. Όπως δείχνουν όλες οι έρευνες, κατά το 1011 άρχισε να κτίζεται το περίφημο καθολικό της σημερινής μονής, με χρηματοδότηση από την Κωνσταντινούπολη, ενώ πολλοί είναι και εκείνοι οι ντόπιοι που προσέφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά.

Η μονή εξελίχθηκε γρήγορα σε προσκυνηματικό κέντρο χάρη στο έργο όχι μόνο της μοναστικής κοινότητας, αλλά και των ντόπιων γαιοκτημόνων, οι οποίοι προσέφεραν ό,τι χρειαζόταν για να τη διαμόρφωση όλου του χώρου. Η φήμη του μοναστηριού πλέον ξέφυγε από τα όρια της Θήβας τον 11ο αιώνα και η μονή έγινε ευρύτερα γνωστή κυρίως στη Νότια Ελλάδα. Στις παλιές δωρεές ήρθαν να προστεθούν και νέες, με συνέπεια να κτίζονται και νέα μοναστήρια, τα οποία όμως ανήκαν στον Όσιο Λουκά. Εκείνη την περίοδο της ακμής στη Θήβα ιδρύθηκαν η γυναικεία μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ή των Ναυπακτητισσών, κοντά στον Ορχομενό, και η Ι.Μ. του Αγίου Νικολάου στα Καμπιά. Μονές κτίστηκαν επίσης στο Αλιβέρι και στα Πολιτικά Εύβοιας, αλλά και στην Αντίκυρα και αλλού.

 

Μονή Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα

Το εύφορο αυτό μοναστικό κλίμα των μέσων του 11ου αιώνα, αλλά και η οικονομική ακμή της περιοχής προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της βυζαντινής αυλής. Ένας νέος ιεραπόστολος απεστάλη με αυτοκρατορική εντολή: ο Όσιος Μελέτιος ο Νέος. Εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Γεωργίου, πολύ κοντά στη Θήβα, και προσέλκυσε πλήθος πιστών και μοναχών κοντά του. Η νομή αυτή αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα, που στην ουσία ο Μελέτιος αναγκάστηκε να μετοικήσει στον Κιθαιρώνα, όπου δημιούργησε τεράστιο μοναστικό κέντρο, με είκοσι τέσσερα παραλαύρια και πολλές εκατοντάδες μοναχών. Έτσι, ένα νέο συγκρότημα μονών, με κέντρο την παλαιότερη μονή του Συμβούλου, άκμασε εκεί, κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, χάρη στη μεγάλη οικονομική στήριξη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’, ο οποίος έχει σε μεγάλη εκτίμηση στον ιδρυτή του. Μετά την κοίμησή του (1105) το συγκρότημα αυτό συνέχισε τη δράση του με εξίσου δραστήριους νέους ηγουμένους και έγινε κέντρο οικονομικής και πνευματικής ισχύος έως την κατάληψη της περιοχής από τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας.

Από το μοναστικό συγκρότημα του Οσίου Μελετίου ξεκίνησε την άσκησή του και ο Όσιος Κλήμης του Σαγματά, στα τέλη του 11ου αιώνα. Αποσπάστηκε, όμως, από το κοινόβιο και έζησε ως ερημίτης στο όρος Ύπατον ή Σαγματά, κοντά στη Θήβα. Εκεί, στη συνέχεια, με τους μαθητές του εγκαταστάθηκε σε μια μικρή μονή, πάνω στα ερείπια του ναού του Ύπατου Δία. Έτσι, στις αρχές του 12ου αιώνα ένα νέο μοναστικό κέντρο ιδρύθηκε στη Βοιωτία. Με τη συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και την εύνοια των Κομνηνών, άκμασε σε όλη τη διάρκεια του 12ου αιώνα.

Στην περιοχή έζησε και ο Όσιος Νικήτας ο Θηβαίος (12ος αι.), για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα. Ασκήτευσε ως ερημίτης αρχικά στη ΝΔ Βοιωτία (στην Οστεία, σημ. Χόστια, και αργότερα στην Καλαμιώτισσα, σημ. Ζάλτσα) και ανέπτυξε αγαθοεργό δράση στην περιοχή. Στη Δαύλεια, εξάλλου, κατά την ίδια περίοδο άλλη ομάδα μοναχών ίδρυσε τη Μονή της Ιερουσαλήμ ή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ένα πνευματικό ίδρυμα με πολύ μεγάλη εμβέλεια και δράση κυρίως κατά τις επόμενες φάσεις της ιστορίας της περιοχής.  

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ