Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου

 

Ο προσκυνητής που κατευθύνεται προς τη Μονή Δουσίκου δεν προλαβαίνει να βάλει σε τάξη τις αλλεπάλληλες οπτικές εντυπώσεις που τον καταπλήσσουν. Μετά την ήρεμη πεδιάδα, ο δρόμος βρίσκεται απότομα να έχει από τη μια μεριά την Γκούρα και από την άλλη τον Κόζιακα. Πράσινο παντού και πολλά νερά. Και ανάμεσά τους η Πύλη, η πρώτη κωμόπολη δυτικά των Τρικάλων, η παλιά Μεγάλη Πόρτα, που ονομάστηκε έτσι «διότι τα εκεί σε δύο βουνά, πλησιάζοντα το εν εις το άλλον και στενεύοντα τον τόπον, σχηματίζουν από μακρόθεν ως μίαν μεγάλην θύραν», όπως διαβάζουμε στον Μ. Συναξαριστή της ΙΕ’ Σεπτεμβρίου.

Σε κάποια στροφή του δρόμου ο προσκυνητής αντικρίζει απέναντι, μέσα σχεδόν στην κοίτη του ποταμού, έναν θαυμάσιο, παμπάλαιο ναό. Λίγο πιο πέρα, ένα εντυπωσιακό πολυχρονίτικο μοναστήρι. Όλα αυτά σε υπογράμμιση από λευκές κροκάλες του ποταμού και ένα ανάριο παραπέτασμα από λεύκες και ιτιές. Είναι ο Ναός της Πόρτας Παναγιάς και η Μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών, πιο πολύ γνωστή ως Δουσίκου, που την ίδρυσε ο Άγιος Βησσαρίων. Αλλά και το πέτρινο μονότοξο γεφύρι, που βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, ο ίδιος το είχε κτίσει το 1511.

Ο Άγιος Βησσαρίων (1490-1540) αναδείχθηκε σε σπουδαία μορφή της εποχής του. Γράφει ο Μ. Συναξαριστής ότι δεν φρόντιζε μόνο για τη σωτηρία της ψυχής του ποιμνίου του, μα και για τη διευκόλυνση της επίγειας ζωής του. Απόδειξη περίτρανη αυτού του ενδιαφέροντος ήταν η δυναμική πρωτοβουλία του στην κατασκευή δρόμων και γεφυριών σε όλη τη Θεσσαλία, αλλά και η απελευθέρωση πολλών αιχμαλώτων, η ανακούφιση των πασχόντων κ.λπ.

Σύμφωνα με κώδικα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους (793, φ1), η Πόρτα Παναγιά οικοδομήθηκε με συνδρομή και έξοδα του Σεβαστοκράτορα Κομνηνού Ιωάννου Αγγέλου του Δούκα το 1283, περίπου στα μέσα της εποχής που διοικούσε τη «Μεγαλοβλαχία», όπως λεγόταν τότε η Θεσσαλία (1271-1289). Ο τάφος του εντοπίσθηκε συλημένος σε ανασκαφές.

Η Πόρτα Παναγιά ήταν αρχικά καθολικό μονής αφιερωμένης στο όνομα της Ακαταμαχήτου Θεοτόκου, που είχε ιδρυθεί στη θέση αρχαίου ναού, όπως μαρτυρούν διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη, ενσωματωμένα στο κτίριο. Η μονή διαλύθηκε στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά δεν είναι γνωστό πότε. Τα κτήματά της μοιράστηκαν οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού και τα σκεύη και μερικά έγγραφά της μεταφέρθηκαν στο Δούσικο. Ο ναός έπαθε σοβαρές ζημιές από φωτιά ή σεισμό το 1854 ή το 1855, αλλά επισκευάσθηκε αμέσως.

Εξωτερικά η τοιχοδομία του συμβάλλει στη γενική εντύπωση του αναγλύφου, του πλαστικού. Έως το ύψος των 2 μέτρων οι τοίχοι είναι κτισμένοι από μεγάλες πέτρες, που φαίνεται ότι προέρχονται από αρχαίο κτίριο. Μάλιστα, μερικές έχουν τοποθετηθεί έτσι ώστε να σχηματίζονται μεγάλοι, κατακόρυφοι σταυροί. Πάνω από τα 2 μέτρα ύψος οι λίθοι είναι μικρότεροι σε μέγεθος, ορθογωνίου σχήματος, τοποθετημένοι ισοδομικά και είναι πλινθοπερίκλειστοι, δηλαδή πλαισιώνονται από πλίνθους. Η χρήση των πλίθων είναι εντονότερη στα παράθυρα και στις κόγχες του ιερού, όπου το αισθητικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Αλλά και άλλες ταινίες οδοντωτές, μαίανδροι, σταυροί κ.λπ. τονίζουν το προσεγμένο εξωτερικό του ναού.

Ο ναός είναι τρίκλιτη σταυρεπίστεγη βασιλική (τύπου Γ1, κατά τον Α. Ορλάνδο), διαστάσεων 11x16,22 μ. Τα τρία κλίτη καταλήγουν σε τρίπλευρες εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά κόγχες. Οι κιονοστοιχίες έχουν από τρεις κίονες. Ο νάρθηκας, του τύπου του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο, έχει διαστάσεις 11x8 μ. και οικοδομήθηκε στα τέλη του 14ου αι., όπως μαρτυρούν οι έντονες διαφορές μεταξύ των δύο τμημάτων. Τόσο το σύστημα τοιχοδομίας όσο και η κλίμακα κατασκευής έχουν τελείως διαφορετικό πνεύμα.

Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού ήσαν καλυμμένες επί αιώνες με στρώμα ασβέστη. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα κατά τον Ορλάνδο, εκτός από εκείνες του τρούλου, που είναι κρητικής τεχνοτροπίας του 17ου αι., πρέπει είναι του πρώτου μισού του 15ου αι., με έντονες επιδράσεις της Μακεδονικής Σχολής. Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού λίγα στοιχεία διασώθηκαν από την πυρκαγιά του 1855, όπως τμήμα του τέμπλου, τμήματα επικράνων, τμήματα από αρχαίες ενεπίγραφες στήλες, υλικό που αποτελούσε το δεύτερο δάπεδο του μνημείου κ.ά.

Το εντυπωσιακότερο καλλιτεχνικό στοιχείο του εσωτερικού του ναού είναι οι δύο ψηφιδωτές εικόνες, που καλύπτουν το προς τον ναό πρόσωπο των τοίχων που χωρίζουν το ιερό από τα λεγόμενα παραβήματα, δηλαδή την Πρόθεση και το Διακονικό. Πρόκειται για παραστάσεις του Χριστού και της Παναγίας, αντιμετατεθειμένες. Δηλαδή, η Παναγία βρίσκεται δεξιά και ο Χριστός αριστερά στον θεατή. Χρονολογούνται κατά τον Ορλάνδο στα τέλη του 13ου αι.

Οι σύγχρονες με την ίδρυση του μνημείου ή μεταγενέστερες πηγές δεν έχουν πολλά να πουν για αυτό το ξεκομμένο μνημείο της πίστης και της Τέχνης. Ο χώρος, όμως, που ιδρύθηκε, ο γενικότερος της περιοχής των Μεγάλων Πυλών ή της Μεγάλης Πόρτας, του χωριού που καταστράφηκε τον 19ο αι., για να κτιστεί λίγο πιο κάτω, στη θέση της σημερινής Πύλης, έχει ξεχωριστή γοητεία, ιστορική και φυσική, μα και παράδοση της Ορθόδοξης πίστης, καθώς εκεί είδε το φως ο Άγιος Βησσαρίων, ο οποίος με ξεχωριστή ζεστασιά τιμήθηκε και τιμάται από τον θεσσαλικό λαό. Βλέποντας, λοιπόν, την Πόρτα Παναγιά χωρίς πολλές ιστορίες και γεγονότα, μα μέσα σε ένα εξαίσιο τοπίο, που την ίδια ώρα το χαϊδεύει και το απειλεί, μπορεί ο σύγχρονος επισκέπτης ή προσκυνητής (ή και τα δυο), να εκτιμήσει καλύτερα τις καλλιτεχνικές ροπές και τις τεχνικές δυνατότητες που το δημιούργησαν.