Αρχική » Νοεμβρίου 14, « Τ’ Αη Φιλίππ’»…

Νοεμβρίου 14, « Τ’ Αη Φιλίππ’»…

από kivotos

Του π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού

 

Με ρυθμούς νοσταλγίας και εόρτιας χαρμολύπης έφτασε κι η μέρα αυτή. Η γιορτή δηλαδή του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου, μια μέρα κορυφαία μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο που ετοιμάζεται… Ημέρα σημαδιακή και φυσικά οριακή, αφού είναι σύνορο μεταξύ δύο χρονικών διαστημάτων: του φθινοπώρου που παρέρχεται και του χειμώνα που πλησιάζει, ενώ παράλληλα ανοίγει τις πύλες του στο ιερό Σαρανταήμερο.

Στέκεις απόψε στις παρυφές του Χρόνου κι αντικρίζεις, με άφατη συγκίνηση, τη μέρα αυτή. Στοχάζεσαι πώς την έζησες σε καιρούς που υπήρχε ακόμα η δυνατότητα σεβασμού σε αξίες άφθαρτες. Τότε δηλαδή που οι άνθρωποι ξέρανε να γιορτάζουν και να χαίρονται, μεριμνώντας πάντα να μένουν πιστοί στα φθέγματα των πατέρων τους. «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος».

Αποκριά την ονομάζανε αυτή τη μέρα, γιατί από ταχιά, από τις 15 του Νοεμβρίου ή τ’ Αντριά, άρχιζε η νηστεία του Σαρανταημέρου, που κορυφωνόταν την παραμονή του Χριστού, στις 24 του Δεκεμβρίου.

Ο τόπος ευωδίαζε φρέσκο λάδι και κομμένο πορτοκάλι, ενώ από το ρέμα, όπου βρίσκονταν οι καλλιάγριες, ανέβαινε ανάμικτη μυρωδιά καμένου ξύλου και ελαιοπυρήνα, ραντίζοντας το χωριό αισιοδοξία για το μαξούλι που ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι: το ευλογημένο το λάδι.

Αχνοφέγγουν στην καρδιά πρόσωπα και ευωδίες, συνήθειες, χειρονομίες και χώροι… Τυλιγμένα όλα στο μισόφωτο που άφηνε το αδύνατο, αλλά χρυσαφένιο φως της λάμπας του πετρελαίου στο λιτό ανώι, με τη συννεφιά να γυροφέρνει στην τζαμόπορτα, που κοίταζε κατά τη θάλασσα κι όσο ανέβαινε η νύχτα γινόταν γκρίζα με κομμάτια σκοταδιού μέσα της.

Στην παραστιά, το αποψινό το βράδυ, οι παλαιοί πάντα καίγανε τα ξύλα του βουνού κι εκείνα κάθε τόσο άφηναν, μαζί με το παραμιλητό της φωτιάς, να ξεχύνονται τα αρώματα του πεύκου, της κουμαριάς, του σχοίνου. Αρώματα ευεργετικά του βουνού, που χώνευε κι αυτό μέσα στο σκοτάδι. Και πάνω στην τσιροτιά το φαΐ ετοιμαζόταν για το εόρτιο δείπνο. Αναδυόταν η ευωδία του κοκκινιστού, που βεβαίωνε τον εόρτιο χαρακτήρα της μέρας, ευωδία χαρμόσυνη, που πλημύριζε το σπίτι. Τότε, μέσα στο μισόφωτο ακούγονταν τα κουτάλια… – πάντα κρέας με το ρύζι, εκτός αν ήταν Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε το φαΐ ήταν ξερός μπακαλιάρος με το ρύζι ή ψάρια πλακί- που βυθίζονταν στα πιάτα… Και κάπου-κάπου τα ποτήρια που τσουγκρίζονταν για το καλό. Τη σιωπηλή αυτή τελετή διέκοπτε μόνο η φωτιά ή το σύρσιμο του αγέρα πάνω στα παλιά παραθυρόφυλλα.

Δεν θυμάσαι από πού και πότε άκουσες εκείνο το δίστιχο για τη μέρα και τη γιορταστική της ατμόσφαιρα:

«Ο φτωχός ο Φίλιππας όλη μέρα δούλευε και το βράδ’ απόκρευε».

Ισως να το είπε η γιαγιά, που όλο είχε κάτι να δώσει στην ψυχή σου, να το ’χεις φυλαχτό στα κατοπινά τα χρόνια. Απόψε, που σκέφτεσαι τις ευλογημένες ώρες, σκύβοντας τρυφερά πάνω στα πρόσωπα των δικών σου ανθρώπων -πρόσωπα ιερά, ταμιευμένα στα βάθη της ψυχής σου-, βλέπεις σε αυτά τον φτωχό τον Φίλιππο πάλι… Κι αναγνωρίζεις με ευγνωμοσύνη την παράξενη ετούτη εύνοια που σου χαρίστηκε: αλλιώς, μπορεί να πήγαινε χαμένη κι αυτή η μέρα κι αυτή η γιορτή.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ