Του π. Αντωνίου Χρήστου, εφημερίου στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Δικηγορικών Γλυφάδας

 

Όλοι λίγο-πολύ, τουλάχιστον οι παλιότεροι στην ηλικία,  θα θυμούνται ασφαλώς από τους μύθους του Αισώπου τη διήγηση «Του δειλού κυνηγού και του ξυλοκόπου», που διδασκόμασταν στο σχολείο. Για όσους νεότερους, που πιθανόν να μην τη διδάχθηκαν, υπενθυμίζουμε με συντομία τον μύθο:

Ηταν κάποτε ένας κυνηγός που έψαχνε τα χνάρια ενός λιονταριού. Στο δάσος που τα έψαχνε συνάντησε έναν ξυλοκόπο, τον οποίο ρώτησε αν είχε δει ίχνη λιονταριού και εάν γνώριζε πού ήταν η φωλιά του. «Και αυτό ακόμα το λιοντάρι να σου δείξω», του αποκρίθηκε ο ξυλοκόπος. Ο κυνηγός, κιτρινίζοντας, και ενώ χτυπούσαν τα δόντια του από τον φόβο, είπε: «Μόνο τα σημάδια ζητώ, όχι το ίδιο το λιοντάρι».

Αυτή η διδακτική ιστορία αφορά άμεσα τη ζωή όλων μας στις μέρες μας. Όμως, κατά τη γνώμη μας, αφορά ιδιαίτερα και ταιριάζει απόλυτα σε μία μερίδα ανθρώπων που παρατηρείται να αρέσκονται με ζήλο να τρέχουν από ομιλία σε ομιλία, από ημερίδα σε ημερίδα, από συνέδριο σε συνέδριο, από ομιλητή σε ομιλητή, από εκδήλωση σε εκδήλωση, από Ενορία σε Ενορία. Οι ευκαιρίες πολλές και πυκνές, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς αρκετά εξυπηρετικά, όταν κάποιος δεν διαθέτει δικό του μέσο. Στις σύγχρονες μέρες μας όμως πολλές φορές για να ακούσει κανείς μια ομιλία δεν απαιτεί πλέον τη φυσική του παρουσία, αφού οι ζωντανές ή εκ των υστέρων ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές μεταδόσεις μέσω διαδικτύου με τα πολλά Web TV ή το Youtube, κάνουν πλέον παιχνιδάκι και υπόθεση μερικών κλικ για να ακούσει κανείς κάποιον ομιλητή άνετα, όποτε θέλει και όσες φορές θέλει.

Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι εδώ, ίσα-ίσα είναι ευχής έργον να ακούμε και να αξιοποιούμε κάθε μέσο και ευκαιρία για να ακούσουμε κάτι καλό και πνευματικό και μάλιστα από χαρισματικούς και έμπειρους ομιλητές άλλων περιοχών και ιδιαίτερα για τις γυναίκες, από αγιορείτες πατέρες, καθώς ως γνωστόν λόγω του Αβάτου, δεν έχουν άλλη ευκαιρία για να τους δουν και τους ακούσουν.

Το πρόβλημα ξεκινά όταν πολλοί άνθρωποι συστηματικά και πολλές φορές ασυνείδητα, δεν αντιλαμβάνονται ότι το κήρυγμα, η ομιλία, η πνευματική τροφή δεν είναι αυτοσκοπός στην Εκκλησία μας. Η διδασκαλία και η συνειδητή καλλιέργεια της πίστης μας είναι ασφαλώς πρωτογενές στοιχείο, όμως στα πλαίσια της βιώσεως, της συμμετοχής μας στη λειτουργική και εν γένει ενοριακή ζωή της Εκκλησίας μας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το κήρυγμα γίνεται κανονικά μετά τα αναγνώσματα κατά τη Θεία Λειτουργία, αλλά πάμε και παρακάτω στην Αγία Αναφορά και στη συμμετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.

Αν μένουμε μόνο στο κήρυγμα, τότε ουσιαστικά μοιάζουμε στους ετεροδόξους Προτεστάντες, που έχουν κρατήσει τη Θεία Λειτουργία απλά συμβολικά και έχει κυριαρχήσει το κήρυγμα και η διάλεξη στη «Λειτουργία τους».  

Όμως δυστυχώς και στον Ορθόδοξο χώρο, κατά τη γνώμη μας, αρχίζει και φαίνεται αυτή η απόκλιση, που εξελίσσεται  και γίνεται μάστιγα στη σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα, αν δεν λάβουμε έγκαιρα τα μέτρα μας. Έχουμε μια μερίδα ανθρώπων που γίνονται συνεχώς «καταναλωτές κηρυγμάτων και ομιλιών», σε μια συνεχή κίνηση και μετακίνηση αριστερά και δεξιά από Ενορία σε Ενορία, χωρίς πολλές φορές να έχουν έναν πνευματικό εξομολόγο στη ζωής τους, να αγνοούν τους ιερείς της ίδιας τους της ενορίας και να μη φροντίζουν να έχουν ούτε καν τυπικές σχέσεις μαζί τους. Είναι σίγουρο ότι όλοι αυτοί οι «ζηλωτές ακροατές» δεν διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο αφομοίωσης και κυρίως υλοποίησης όλων αυτών που ακούγονται. Πολλές φορές, επειδή δεν διαθέτουν και το κατάλληλο πνευματικό  αλλά και θεολογικό γνωσιολογικό υπόβαθρο, δεν διακρίνουν και κατανοούν πλήρως αυτά που ακούν και αντί για ωφέλεια, έχουν σύγχυση και αυτοπαραπληροφόρηση σε βασικά σημεία πίστεως και εφαρμογής της πνευματικής ζωής. Αλλωστε όλοι αυτοί συνήθως φροντίζουν να μην έχουν καμία διακονία και υπευθυνότητα στην Ενορία τους, για να μη δεσμεύονται, κοπιούν και να έχουν τον χρόνο να τρέχουν σε ομιλίες και συνάξεις, που γνωρίζουν κόσμο, που κάνουν δημόσιες σχέσεις, που γεύονται κεράσματα, αλλά οι ίδιοι, εκτός από τον χρόνο τους, δεν προσφέρουν τίποτα άλλο και πολλές φορές είναι ανεπαρκείς στα οικογενειακά και συζυγικά τους καθήκοντα και έχουν την ψευδαίσθηση ότι κάνουν πνευματική ζωή!

Έχουμε μια μερίδα ανθρώπων που γίνονται συνεχώς «καταναλωτές κηρυγμάτων και ομιλιών», σε μια συνεχή κίνηση και μετακίνηση αριστερά και δεξιά από Ενορία σε Ενορία, χωρίς πολλές φορές να έχουν έναν πνευματικό εξομολόγο στη ζωής τους

Ο Χριστός μας όμως δεν ήρθε στη Γη να γίνει έστω και ο πιο χαρισματικός διδάσκαλος. Η Παναγία μας δεν μιλούσε καθόλου σε όλα τα θαυμαστά που βίωσε και κρατούσε όλα τα ρήματα στη καρδιά της! Οι Απόστολοι και οι περισσότεροι Άγιοι βεβαίως κήρυξαν, αλλά κυρίως μαρτύρησαν με το αίμα τους και τη ζωή τους για τη Σταύρωση και Ανάσταση του Χριστού μας. Γι’ αυτό αγίασαν, όχι γιατί άκουσαν πολλά κηρύγματα, αλλά γιατί μέσω της ζωής τους και της μετάνοιά τους έγιναν οι ίδιοι «κήρυγμα» και «ομιλία» μέσα από το Συναξάρι τους για όλους εμάς.

Κλείνοντας, θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο πιο πολλά ακούσουμε, τόσο πιο μεγάλη ευθύνη έχουμε να βιώσουμε και θα κριθούμε γι’ αυτό. Η πνευματική  ζωή δεν είναι μια στάση παθητική, δεν έχει να κάνει με πομπό και δέκτη, αλλά έχει να κάνει με άσκηση, με αγώνα, σε μια πορεία κάθαρσης - φωτισμού - θέωσης, τα οποία όμως κάποιοι έζησαν και ζουν και μας προτρέπουν να ακολουθήσουμε και όχι να ακούσουμε για να ακούσουμε, αλλά για να ζήσουμε, εφαρμόσουμε και μεταδώσουμε! Ο Κύριος ας μας αξιώνει να γινόμαστε όχι μόνο ακροατές, αλλά και ποιητές των Θείων Λόγων Του.