Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

 

Το φαινόμενο της πραγματοποίησης εκδρομών και ταξιδιών με προσκυνηματικούς σκοπούς είναι γνωστό ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, με τη μορφή της ιερής αποδημίας προς τους Αγίους Τόπους, ώστε οι πιστοί να προσκυνήσουν τα ιερά προσκυνήματα που σχετίζονται με τη ζωή, το πάθος, τον σταυρικό θάνατο και την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου. Επίσης συναντάται και σε άλλες θρησκείες παγκοσμίως, με τη μορφή της προσκυνηματικής επίσκεψης ιερών τόπων.

Όλα αυτά έχουν επαρκώς μέχρι σήμερα μελετηθεί, τόσο από την ιστορική και θρησκειολογική, όσο και από τη λαογραφική τους διάσταση. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί προσπάθεια κεντρικής, θεσμικής και επιτελικής οργάνωσης των σχετικών ζητημάτων, με τη δημιουργία, οργάνωση και δραστηριοποίηση σχετικών γραφείων τόσο από Μητροπόλεις όσο και από συνοδικές υπηρεσίες. Και αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες Ορθόδοξες κατά τόπους Εκκλησίες του εξωτερικού.

Βεβαίως, πρόκειται για μια προσπάθεια επαινετή, από την οποία μεγάλη ωφέλεια μπορεί να προκύψει τόσο για τους πιστούς όσο και για την Εκκλησία και για τα κατά τόπους προσκυνήματα, που συχνά μαστίζονται από ποικίλα προβλήματα. Εδώ ο λόγος θα γίνει κυρίως σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιείται, δεδομένου ότι αυτή, κατ’ εμέ πάντοτε κριτή, δεν συνάδει προς την ορθόδοξη παράδοση, εντός της οποίας βεβαίως κινείται κάθε επίσημη εκκλησιαστική πράξη και ενέργεια.

Συγκεκριμένα, ξενίζει η χρήση του όρου «θρησκευτικός τουρισμός». Και να γιατί: μπορώ να κάνω τουρισμό σε κάποιο ξένο και αλλότριο μέρος, διασκεδάζοντας και αξιοποιώντας τον χρόνο μου. Είναι όμως δυνατόν να είμαι τουρίστας στο ίδιο το σπίτι και στην πατρίδα μου; Εν προκειμένω, για μας τους ορθοδόξους, οι μονές, οι ναοί και τα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας, ακόμη και όταν βρίσκονται έξω από την πατρίδα μας, είναι το πνευματικό μας σπίτι, αφού είμαστε προπάντων, πέρα από εθνικές, γεωγραφικές και άλλες διαφοροποιήσεις, μέλη του «σώματος Χριστού», της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Το ίδιο δε συμβαίνει και για τους υπολοίπους ορθοδόξους αδελφούς μας, σε όποια εθνότητα κι αν ανήκουν, όπου κι αν κατοικούν, όποια γλώσσα κι αν μιλούν.

Αν επισκεφθούμε ιερά άλλων θρησκειών, τότε μπορούμε βεβαίως να μιλήσουμε για «θρησκευτικό τουρισμό». Αν όμως ο στόχος μας είναι η επίσκεψη ορθοδόξων ιερών μνημείων και τόπων, τότε ο όρος «τουρισμός» είναι ξένος και παράταιρος. Και βέβαια το όλο κίνημα, όπως έχει οργανωθεί, στην επίσκεψη μάλλον ορθοδόξων χριστιανικών, παρά αλλοπίστων και αλλοθρήσκων προσκυνημάτων αποσκοπεί και στοχεύει. Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την κίνηση;

Στην ιεροσολυμίτικη παράδοση, η οποία κατεξοχήν και εξαρχής συνδέεται με την πρακτική του προσκυνήματος, υπάρχει ένας εξαίρετος όρος που προσδιορίζει αυτή την πρακτική… Ο όρος «προσκυνηματική θεωρία», διά του οποίου προσδιορίζεται όλη η διαδικασία, ο σχεδιασμός, η στόχευση και η εκτέλεση των ιερών αυτών αποδημιών. Όσο κι αν οι νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες έχουν αλλάξει και πολλούς από τους όρους και τις προϋποθέσεις της προσκυνηματικής διαδικασίας, ωστόσο στον πυρήνα της παραμένει πάντα ο ίδιος στόχος: ο καθαγιασμός, η τόνωση της ευλάβειας και της ευσέβειας, η αναβάπτιση στα νάματα της πίστης.

Κι αυτό νομίζω ότι πρέπει να δηλώνεται και λεκτικά, ώστε να μην εκχωρούμε μια διαδικασία κατά βάση πνευματική στα εκκοσμικευμένα όρια μιας τουριστικής επίσκεψης. Αν την «προσκυνηματική θεωρία» μας την ονομάζουμε «τουρισμό», δεν θα αργήσει να γίνει τουρισμός πράγματι, και να αποϊεροποιηθεί ολωσδιόλου. Δεν θα αργήσει να γίνει μια κοσμική πράξη, χωρίς κανένα ψήγμα ιερότητας, ευσέβειας και κατάνυξης, στοιχείων δηλαδή που ανέκαθεν προσδιόριζαν το ελληνορθόδοξο ήθος του προσκυνήματός μας.

Συνεπώς νομίζω ότι, τηρώντας την παράδοσή μας, πρέπει του λοιπού να αναφερόμαστε όχι σε «θρησκευτικό τουρισμό», αλλά σε «προσκυνηματική θεωρία», επισημαίνοντας τη διαφορά εκκοσμικευμένου και εκκλησιαστικού τρόπου θέασης των πραγμάτων.