Επιμέλεια: Δήμητρα Παλαιολόγου

 

Ιανουάριος

12-13 Ιανουαρίου: Σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) συνεδριάζει στη Μονή Πετράκη με αντικείμενο τις αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία. Με ανακοινωθέν τους, οι συνοδικοί ιεράρχες δέχονται μερικές μόνο «προσθήκες, οι οποίες θα διευρύνουν το θρησκειολογικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό πεδίο της ύλης, με σκοπό την επαύξηση της μορφωτικής αξίας και της συμβολής του στην εκπαίδευση των νέων» στο ισχύον πρόγραμμα σπουδών. Στο ανακοινωθέν της, η ΔΙΣ αναφέρει ότι το όλο θέμα έχει πολιτικοποιηθεί, αδικώντας έτσι μαθητές και διδάσκοντες, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα «εσφαλμένη έως και παραπλανητική» τη «διαδιδόμενη άποψη ότι τα βιβλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι κατηχητικά και ομολογιακά».

Ταυτόχρονα, τονίζει ότι δεν πρέπει να επικρατούν οι «αγκυλώσεις και οι προκαταλήψεις» του παρελθόντος. Και αυτό «διότι το σχολείο δεν είναι χώρος επιβεβαίωσης καμίας πολιτικής συνθηματολογίας, τα σχολικά μαθήματα δεν μπορούν να διαχωρίζονται σε “προοδευτικά” και “συντηρητικά”, ούτε επιτρέπεται η διεξαγωγή οποιουδήποτε άτυπου δημοψηφίσματος φρονημάτων στην πλάτη των μαθητών, όπως επιχειρήθηκε με τις υποσχέσεις περί αναιτιολόγητης απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών».

Η Ιερά Σύνοδος υιοθετεί την πρόταση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στο τρέχον Πρόγραμμα Σπουδών, με τη δική του θεματική μεθοδολογία, στο οποίο όμως να γίνουν μερικές βελτιώσεις, εντάσσοντάς το στα σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, οπότε να εισαχθούν σε κάθε βιβλίο -όχι σε κάθε μάθημα- μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ανάλογα με τη θεματολογία του βιβλίου, αφού όμως δοθεί προτεραιότητα στην Ορθόδοξη παράδοση, την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, αλλά και να χρησιμοποιηθούν ως εφαρμογές και τα καλά στοιχεία του Νέου Προγράμματος Σπουδών».

Στο μεταξύ, λίγο αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου, ξεκινούν οι εργασίες της Σύναξης των Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Σαμπεζί της Γενεύης. Δεν συμμετέχει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, κάτι που τις επόμενες ημέρες προκαλεί τριγμούς στις σχέσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τον Αρχιεπίσκοπο εκπροσωπούν οι Μητροπολίτες Ηλείας, Μεσσηνίας και Περιστερίου.

 

Φεβρουάριος

Κυριαρχεί κλίμα έντασης στις σχέσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Φανάρι. Στις αρχές Φεβρουαρίου (3/2), κατά τη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, για πρώτη φορά γνωστοποιούνται οι λόγοι για τους οποίους ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν συμμετείχε στην Πανορθόδοξη Σύναξη στη Γενεύη. Οι λόγοι δεν είναι «προσωπικοί, όπως εγράφη στο επίσημο ανακοινωθέν (σ.σ.: της Πανορθόδοξης στη Γενεύη), αλλά προέρχονται από ενέργειες που υπονομεύουν την Εκκλησία της Ελλάδος και το κύρος της». Παράλληλα, γίνεται γνωστό ότι ο Αρχιεπίσκοπος κατέθεσε απόρρητο φάκελο στο εμπιστευτικό αρχείο της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου, περιγράφοντας, σύμφωνα με τις πληροφορίες, μια σειρά από ενέργειες του επικεφαλής της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Αμφιλόχιου.

 

Λίγες ημέρες αργότερα, οι τόνοι ανεβαίνουν. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δίνει στη δημοσιότητα επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, με την οποία ενημέρωνε το Φανάρι ότι δεν θα παρευρισκόταν στη Σύναξη των Ορθόδοξων Προκαθημένων στη Γενεύη για «προσωπικούς λόγους».

Στην επιστολή του κ.κ. Βαρθολομαίου αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Εξ αιτίας επανειλημμένων δημοσιευμάτων, σχετικώς προς το αναφερόμενον εις το Ανακοινωθέν της πρότριτα συνελθούσης εν Γενεύη Συνάξεως των Ορθοδόξων Προκαθημένων, ότι ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος απουσίασεν εξ αυτής διά προσωπικούς λόγους (τους οποίους το Οικουμενικόν Πατριαρχείον σέβεται, οίοι και αν ώσι), συνοδική αποφάσει δημοσιεύεται αυτούσιον το Γράμμα της Α. Μακαριότητος προς επιβεβαίωσιν της ως άνω αναφοράς».

Και υπάρχει συνέχεια. Στις 21 Φεβρουαρίου η Αρχιεπισκοπή δημοσιοποιεί και δεύτερη (τελική) επιστολή του κ. Ιερώνυμου προς το Φανάρι, «προκειμένου να μη δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις». Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής, στην τελική επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο (ημερομηνίας 13ης Ιανουαρίου 2016) «δεν μνημονεύονται “προσωπικοί λόγοι” απουσίας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου Β’ από τη Σύναξη, καθώς οι εν τω μεταξύ συνθήκες δεν επέτρεπαν μια τέτοια αναφορά. Αυτονόητο είναι ότι τις οριστικές θέσεις του αποστολέα τις διαμορφώνει η τελική του επιστολή και όχι κάποια ενδιάμεση».

 

Μάρτιος

Αρχές Μαρτίου και η Ελλαδική Εκκλησία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα άλλο ζήτημα, το οποίο αποτελεί (ένα ακόμη) «αγκάθι» στις σχέσεις της με την πρώην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Είναι η απαγόρευση από το υπουργείο Παιδείας στις επισκέψεις μητροπολιτών στα σχολεία. Τότε ο Αρχιεπίσκοπος αναλαμβάνει προσωπικά να εκφράσει τη δυσφορία του στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, επιδίδοντάς του και επιστολή διαμαρτυρίας.

Οπως έχει γίνει γνωστό, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας με επικεφαλής τον Νίκο Φίλη έχει εκδώσει εγκύκλιο προς τις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με την οποία απαγορεύει την είσοδο σε τρίτους χωρίς την έγκριση των αρμόδιων υπηρεσιών του και τη σύμφωνη γνώμη του διευθυντή και του συλλόγου διδασκόντων, «προκειμένου να μην παρακωλύεται η εύρυθμη λειτουργία του σχολείου».

Το θέμα έρχεται στην επικαιρότητα έπειτα από τις αντιδράσεις που προκαλούνται από τις επισκέψεις του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας, Γαβριήλ, σε σχολεία της περιοχής όπου ποιμαίνει, αλλά και από την απαγόρευση στον Μητροπολίτη Μεσογαίας, Νικόλαο, να επισκεφθεί το 15ο Ενιαίο Λύκειο Θεσσαλονίκης.

 

Απρίλιος

Η επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου και η κοινή του εμφάνιση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στο νησί της Λέσβου αναμφισβήτητα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά και εκκλησιαστικά γεγονότα του 2016.

Οι εικόνες είναι συγκινητικές. Οι θρησκευτικοί ηγέτες ενώνουν τις φωνές τους με σκοπό την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας για τους χιλιάδες πρόσφυγες που αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τις εστίες τους εξαιτίας του πολέμου. Στις 16 Απριλίου, ο Αργεντίνος Ποντίφικας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας απευθύνουν από το νησί έκκληση στους ισχυρούς της Γης, ώστε να τερματιστεί η προσφυγική κρίση, η «χειρότερη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Στην Κοινή Διακήρυξη που υπογράφουν, μετά τη συνάντηση που έχουν με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που είναι εγκλωβισμένοι στο hot spot της Μόριας, ζητούν από όλες τις χώρες «να παράσχουν προσωρινό άσυλο, να προσφέρουν την ιδιότητα του πρόσφυγα σε όσους έχουν το δικαίωμα, να επεκτείνουν τις προσπάθειες αρωγής τους και να συνεργαστούν με όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης για τον άμεσο τερματισμό των συνεχιζόμενων συγκρούσεων».

Μάιος

Προς τα τέλη Μαΐου (24/5) συνεδριάζει στη Μονή Πετράκη η Ιεραρχία. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος καλεί τους ιεράρχες που διαφωνούν με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που έχει προγραμματιστεί να γίνει τον Ιούνιο, να αφήσουν στην άκρη «προσωπικές επιδιώξεις» και «εγωιστικές, αντιεκκλησιαστικές διεκδικήσεις». Στην παρέμβασή του κάνει σαφές το εξής: «Οι προκλήσεις των καιρών θέλουν εμάς ενωμένους. Σχίσματα και φατρίες είναι έργο του πονηρού, που μας θέλει μακριά από το κοινό ποτήριον…». Σε μια προσπάθειά του να πέσουν οι τόνοι, ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρει, ανάμεσα στα άλλα, ότι «καλούμεθα να διακονήσουμε ένα μεγάλο, ιστορικό εκκλησιαστικό γεγονός, που προϋποθέτει και απαιτεί τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, την ανιδιοτελή φωνή μας και τη θυσιαστική μαρτυρία μας». Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη Μεγάλη Σύνοδο ιστορικό και συνάμα καθοριστικό εκκλησιαστικό γεγονός. «Η οικουμένη περιμένει από εμάς τη μαρτυρία της ενότητάς μας. Το κοινόν ποτήριον, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, θα είναι αυτό που πάντοτε θα μας ενώνει ή θα μας χωρίζει».

 

Ιούνιος

Από τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά γεγονότα και μάλιστα όλων των εποχών θεωρείται η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, της πρώτης μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών, στο Κολυμπάρι της Κρήτης, από τις 18 έως και τις 27 Ιουνίου. Οι εργασίες ξεκινούν με μηνύματα υπέρ της ενότητας στους κόλπους της Ορθοδοξίας, αλλά και με τις ηχηρές απουσίες των Πατριαρχείων Μόσχας, Αντιοχείας, Βουλγαρίας και Γεωργίας, που νωρίτερα έχουν αποφασίσει να μη συμμετάσχουν. Η μη συμμετοχή τους όχι μόνο προκαλεί την ενόχληση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή επιδιώκει να παραβρεθούν όλοι οι Προκαθήμενοι, αλλά και απειλεί στην ουσία την ενότητα της Ορθοδοξίας.

 

Εμφανώς δυσαρεστημένος, ο κ.κ. Βαρθολομαίος, αναφερόμενος από την Κρήτη στις απουσίες των τεσσάρων Ορθοδόξων Προκαθημένων, σχολιάζει: «Πλήττοντας την ενότητα ημών, πλήττουμε εαυτούς. Δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε ως ομοσπονδία Εκκλησιών. Είμαστε μία Εκκλησία και οι όποιες διαφορές μας λύνονται μόνο εν Συνόδω. Παν πλήγμα της Συνόδου πλήττει την υπόσταση της Εκκλησίας μας».

Το παρασκήνιο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι έντονο.

Ο κ.κ. Βαρθολομαίος μέχρι και την τελευταία στιγμή προσπαθεί να πείσει τους τέσσερις Πατριάρχες να δώσουν το «παρών», κάτι που δεν καθίσταται δυνατόν.

Και ενώ το θέμα που κυριαρχεί είναι οι απουσίες των Μόσχας, Αντιοχείας, Βουλγαρίας και Γεωργίας, συμβαίνει ακόμη ένα σημαντικό γεγονός: Η διαβεβαίωση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς την Ελλαδική Εκκλησία ότι «δεν υπάρχει καμία σκέψη αυτονομίας των λεγόμενων Νέων Χωρών». Με τη διαβεβαίωση αυτή ο κ.κ. Βαρθολομαίος κλείνει ένα μέτωπο που εδώ και πολλά χρόνια παραμένει ανοιχτό και προκαλεί εντάσεις στις σχέσεις Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Ακολουθεί ανακοίνωση της Ελλαδικής Εκκλησίας: «Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος διαβεβαίωσε ενώπιον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι σέβεται απολύτως το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων των λεγομένων Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ουδεμία πρόθεση υπάρχει αμφισβητήσεως ή αλλαγής των ισχυόντων».

Στη συνέχεια, ανακοίνωση εκδίδει και το Φανάρι: «... το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ουδεμίαν πρόθεσιν έχει να χορηγήση αυτονομίαν εις τας Μητροπόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών και ότι αύται υπάγονται πάντοτε κανονικώς και πνευματικώς υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η δε διοίκησις αυτών έχει εκχωρηθή επιτροπικώς εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος, την οποίαν η Α.Θ. Παναγιότης και ηυχαρίστησε διά την τοιαύτην εξυπηρέτησιν προς την Μητέρα Εκκλησίαν».

Η «αυλαία» της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου πέφτει με μηνύματα ενότητας και αλληλεγγύης προς την Ορθοδοξία αλλά την οικουμένη. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι ομόφωνες, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο να κάνει λόγο για «ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο» στην εκκλησιαστική ιστορία.

Στο μήνυμα των Ορθοδόξων Προκαθημένων τονίζεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι «βασική προτεραιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου υπήρξε η διακήρυξη της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Η Ορθόδοξη Εκκλησία καταδικάζει την επέκταση της πολεμικής βίας, τους διωγμούς, την εκδίωξη και δολοφονία μελών θρησκευτικών κοινοτήτων, τον εξαναγκασμό για την αλλαγή της θρησκευτικής πίστεως, την εμπορία προσφύγων, τις απαγωγές, τα βασανιστήρια και τις ειδεχθείς εκτελέσεις. Μάλιστα, εκφράζει την αγωνία της για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και τους διωγμούς των Χριστιανών, απευθύνοντας ταυτόχρονα έκκληση προς την παγκόσμια κοινότητα «για προστασία των γηγενών Ορθοδόξων και των άλλων Χριστιανών, καθώς και όλων των πληθυσμών της περιοχής, που έχουν απαράβατο δικαίωμα να παραμείνουν στην πατρίδα τους ως ισότιμοι πολίτες». Το μήνυμα της Συνόδου καταλήγει με την αναφορά ότι η Εκκλησία δεν αναμιγνύεται στην πολιτική. «Ο λόγος της παραμένει διακριτός, αλλά και προφητικός, ως οφειλετική παρέμβαση υπέρ του ανθρώπου».

 

Ιούλιος

Στις 2 Ιουλίου παραδίδεται στους πιστούς η Μητρόπολη Αθηνών, οι πόρτες της οποίας παρέμεναν κλειστές για χρόνια λόγω των έργων ανακαίνισης και συντήρησης που χρειάστηκαν να γίνουν μετά τις ζημιές του σεισμού του 1999. Στις εκδηλώσεις για την επαναλειτουργία του ναού παρίστανται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας και άλλων Πατριαρχείων, πολιτικοί και εκατοντάδες πιστοί.

Σε δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος τονίζει: «Ο μητροπολιτικός ναός είναι ένας σταθμός στην ιστορία αυτού του τόπου, στην παράδοσή μας, στην ιστορία της περιοχής. Ο ναός χτίστηκε το 1863, αμέσως μετά την Απελευθέρωση του Έθνους. Εδώ έλαβαν χώρα πολύ μεγάλα γεγονότα, δόξες, χαρές και λύπες. Ο σεισμός, όμως, προκάλεσε σοβαρές ζημιές στον ναό, αλλά με πολύ κόπο και πολλές προσπάθειες καταφέραμε να ολοκληρώσουμε τις εργασίες και ο ναός έγινε πάλι ένα κόσμημα». Στις 3 Ιουλίου τελείται με ιδιαίτερη λαμπρότητα η πρώτη Θεία Λειτουργία μετά την επαναλειτουργία του ναού.

 

Αύγουστος

Η Εκκλησία συγκλονίζεται από τις επιθέσεις εναντίον ιερών χώρων και ναών, όπως αυτές στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, σε ναούς στα Εξάρχεια, στη Νέα Φιλαδέλφεια και στην Κρήτη. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σοβαρή όταν στις 7 Αυγούστου άγνωστοι πετάνε βόμβες Μολότοφ στη Μονή Πετράκη, προκαλώντας έντονο προβληματισμό στην ηγεσία της Εκκλησίας. Στην ανακοίνωση που εκδίδει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, το μήνυμά της είναι σαφές: «Μακάρι να γίνει πλήρως κατανοητό στην κοινωνία μας ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν εξυπηρετούν κανέναν και να επικρατήσει η ειρήνη και η καταλλαγή του Θεού μεταξύ των ανθρώπων. Ευχόμαστε ο Θεός να συγχωρεί τους δράστες…».

 

Σεπτέμβριος

Στο επίκεντρο βρίσκονται οι αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, καθώς και η σύγκρουση της Εκκλησίας με το υπουργείο Παιδείας. Αρχές του μήνα (6/9), κατά τη συνεδρίασή της, η ΔΙΣ επαναλαμβάνει την πρόταση του Αρχιεπισκόπου για «την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών, την τήρηση των ωρών διδασκαλίας στο τρέχον πρόγραμμα και τον Ορθόδοξο χαρακτήρα του». Ο κ. Ιερώνυμος, στις 20 του μήνα, σκληραίνει τη στάση του, χαρακτηρίζοντας «απαράδεκτα και επικίνδυνα» τα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά. Μετά τη συνάντησή του με τους εκπροσώπους της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, τονίζει πως «το μάθημα των Θρησκευτικών περνάει μια κρίση και έχουμε την ανάγκη όλοι, και από πλευράς Εκκλησίας και από πλευράς Πολιτείας, να συνεργαστούμε με θετική θέση. Όχι περιοριζόμενοι από χρονικά όρια πέντε ή δέκα ημερών, αλλά με περισσότερο χρόνο και άνεση, για να πάρουμε τις σχετικές αποφάσεις. Ως Αρχιεπίσκοπος, πρόεδρος της ΔΙΣ και της Ιεραρχίας, έχω αφιερώσει πολύ χρόνο στην αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου προβλήματος. Δεν πήρα ποτέ μονόπλευρη θέση».

Ο κ. Ιερώνυμος σχολιάζει πως «ακούμε τώρα, βεβιασμένα, τα νέα Προγράμματα, τα οποία ξέρουμε πώς αποφασίσθηκαν, πώς προωθήθηκαν και με τη σφραγίδα ποιων ανθρώπων. Τα καινούργια Προγράμματα, τα οποία διάβασα, είναι απαράδεκτα και επικίνδυνα. Δεν θα αποδώσουν καρπούς, αλλά μεγάλη ζημία στην Παιδεία και στην κοινωνία, καθώς και ρήξη στη σχέση της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Θα φέρω το θέμα και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάνω, δε, έκκληση στον πρωθυπουργό, τον κ. Τσίπρα, να σταματήσει αυτήν την προσπάθεια, να αναβάλει κάθε μία πρωτοβουλία ενός ή μερικών ανθρώπων και σε μια μεγάλη βάση Εκκλησίας και Πολιτείας να συνεργαστούμε σοβαρά επιτέλους σε έναν τόπο που ακούγονται λόγια, λόγια, λόγια και λείπει ο λόγος». 

Στο πλαίσιο αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος προχωρά στην αποστολή επιστολών ξεχωριστά προς τον τότε υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη, τον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση, και στη συνέχεια στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Στην επιστολή του προς τον Νίκο Φίλη, ο οποίος σε δηλώσεις του νωρίτερα έχει αφήσει αιχμές για τον ρόλο της Εκκλησίας στην Κατοχή και τη χούντα, ο κ. Ιερώνυμος σημειώνει ότι «ο επίσημος ρόλος της Εκκλησίας στην περίοδο της δικτατορίας ήταν συνεπής και αδιάβλητος για την αποστολή της, γι' αυτό αποκλείει πλήρως τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές ερμηνείες των οποιωνδήποτε επικριτών ή πολεμίων της».

Στην επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, η οποία συνοδεύεται με τον τόμο της Ελλαδικής Εκκλησίας «Μνήμες και μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή», ο κ. Ιερώνυμος σημειώνει: «Μέσα στα χρόνια ο λόγος της αλήθειας υπερισχύει πάντα στη συλλογική μνήμη, αλλά και στη χάραξη της πορείας του Έθνους μας έναντι των ανιστόρητων, συμπλεγματικών και προσβλητικών εντέλει για την ίδια την κοινωνία μας απόψεων, που μάλλον χωρίς συναίσθηση ατυχώς εκφέρονται».

Ανάλογο είναι το ύφος του Αρχιεπισκόπου και στην επιστολή του προς τον πρωθυπουργό. «Υφίσταται ευρύτερος σχεδιασμός, ώστε οι επόμενες γενιές Ελλήνων πολιτών να αποτελούνται από μία σχετική πλειοψηφία ελληνογενούς πληθυσμού, με ασθενή ταυτότητα, και ένα άθροισμα εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, για τις οποίες θα ακολουθείται η πολιτική της μη ομαλής αφομοιώσεώς τους από την ελληνική κοινωνία;», αναρωτιέται ο Αρχιεπίσκοπος. Μάλιστα, αφήνει αιχμές κατά του Νίκου Φίλη, λέγοντας ότι «η πολιτική δεν ασκείται βάσει παιδικών αναμνήσεων ή ιδεολογικών απωθημένων» εκφράζοντας την άποψη ότι το μάθημα των Θρησκευτικών «έγινε κατηχητικό», διότι «προσπαθεί, με σαφή πολιτικά κριτήρια, να κατηχήσει και να στρατεύσει τους μαθητές σε μια εκκοσμικευμένη στάση απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο».

 

Οκτώβριος

Σε μια εισήγηση «ποταμό» στην έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας, αρχές Οκτωβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος επιχειρεί να ξεκαθαρίσει οριστικά το τοπίο στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία και τάσσεται κατά του λεγόμενου «χωρισμού», τονίζοντας προς πάσα κατεύθυνση: «Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού, με ό,τι αυτό σημαίνει...».

Απευθυνόμενος προς το σώμα της Ιεραρχίας, αναλύει ζητήματα όπως οι σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία και ο διαχωρισμός τους, η εκκλησιαστική περιουσία αλλά και το μάθημα των Θρησκευτικών. Επίσης, αναφέρεται στη διαχρονική εξέλιξη των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους και επικεντρώνεται στο σημερινό μοντέλο της συνεργασίας τους. Μιλά για εκείνους που επιχειρούν «με λόγους στηριγμένους σε μυθεύματα και μυθοπλασίες, που τους ανέθρεψαν κατά το παρελθόν, να θέσουν την Εκκλησία στο περιθώριο της Ιστορίας και της σύγχρονης ζωής».

Σε αυστηρό ύφος συνεχίζει λέγοντας πως τα κόμματα της Αριστεράς επικαλούνται «δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, όμως, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα, που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό, λαϊκιστικό πνεύμα, που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις».

Επίσης λέει ότι η Πολιτεία ούτε θέλει αλλά ούτε μπορεί να χωριστεί από την Εκκλησία «με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε γνωστή θρησκεία», και εκφράζει την άποψη ότι «η Εκκλησία δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού, με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει, τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι στην Εκκλησία και τις σχετικές συμβάσεις».

Ως προς το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος, επισημαίνει ότι η Εκκλησία θα είναι παρούσα, εκτιμώντας ότι τα θέματα που αφορούν στις σχέσεις της με την Πολιτεία, «που έχουν δομική και ιστορική σημασία για την πορεία του ελληνικού Έθνους, δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς συζήτηση με το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων που εκπροσωπούν τον ελληνικό λαό».

Στο μεταξύ, μετά από πολύμηνη διαμάχη με αντικείμενο τις αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών, τα πνεύματα ηρεμούν. Στις 5 Οκτωβρίου, στο Μέγαρο Μαξίμου, γίνεται συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό, παρουσία των υπουργών Παιδείας και Άμυνας. Η κυβέρνηση αποδέχεται το αίτημα της Εκκλησίας να ξεκινήσει διάλογος από την αρχή όσον αφορά στα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά, τα οποία αποφασίζεται να τελούν υπό διαρκή αξιολόγηση και να επανεξεταστούν στο τέλος της χρονιάς.

Μετά από μια δίωρη, κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση, ο Αρχιεπίσκοπος, εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου, δηλώνει ικανοποιημένος: «Έγινε μια συνάντηση όπου μιλήσαμε και λύθηκαν όλες οι παρεξηγήσεις και θα συνεχίσουμε σε συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας».

Συμπληρώνει δε: «Αρχίζουμε έναν αγώνα συνεργασίας από την αρχή για τη μορφή των Θρησκευτικών. Θα χρησιμοποιηθούν τα παλαιά βιβλία και η προσπάθεια των διορθώσεων θα γίνει από τώρα, ωσότου γραφτούν τα καινούργια βιβλία».

 

Νοέμβριος

Ο Νίκος Φίλης έχει ήδη απομακρυνθεί από το υπουργείο Παιδείας, με τον Κώστα Γαβρόγλου να παίρνει τη θέση του. Ο νέος υπουργός από την πρώτη στιγμή που αναλαμβάνει καθήκοντα μιλά για στενή συνεργασία Εκκλησίας - Πολιτείας. Αυτό επαναλαμβάνει και κατά την (πρώτη και επίσημη) επίσκεψή του στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, στις 21 Νοεμβρίου. Ο κ. Γαβρόγλου δίνει το πολιτικό του στίγμα λέγοντας πως για όποιες κινήσεις σε ζητήματα που αφορούν και στην Εκκλησία θα ληφθεί υπόψη του υπουργείου η εμπειρία της. «Συζητήσαμε πολλά θέματα που έχουν σχέση με τον σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε και τα εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Προσπαθούμε να δούμε τους τρόπους που θα συνεχίσουμε τις συζητήσεις μας μέσα στο πλαίσιο και με σεβασμό των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας. Έχουμε πολλά να κάνουμε σε μια κοινωνία με τεράστια προβλήματα. Θεωρούμε δεδομένο τον κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας», λέει ο υπουργός Παιδείας.

Από την πλευρά του ο Αρχιεπίσκοπος δηλώνει πως «συμφωνήσαμε ότι έχουμε να κάνουμε και πολλά και καλά πράγματα», ενώ ερωτηθείς σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών επισημαίνει ότι συμφώνησαν πως «πρέπει να ξεκινήσουμε από το σημείο της συνάντησης στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου ακούσθηκαν όλες οι απόψεις και οι θέσεις». Ο υπουργός συμπληρώνει ότι «η αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι μια σύνθετη αλλαγή. Υπάρχουν κάποια Προγράμματα Σπουδών που χρησιμοποιούνται με πειραματικό τρόπο. Υπάρχουν επιτροπές και ομάδες που εκφράζουν τις θέσεις τους και η σύνθεση οδηγεί στα νέα συγγράμματα. Ζούμε σε έναν σύγχρονο κόσμο, όπου υπάρχει πολυμορφία στο επίπεδο του εκπαιδευτικού υλικού. Εδώ, λοιπόν, υπάρχει η συζήτηση που έγινε με τον πρωθυπουργό, υπάρχει μια επιτροπή από την Εκκλησία και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Περιμένουμε τα σχόλια και σε κάθε βήμα θα συνυπολογίζεται η εμπειρία. Η τεράστια πείρα της Εκκλησίας στον τομέα της Εκπαίδευσης θα βοηθήσει το εκπαιδευτικό σύστημα και τους εκπαιδευτικούς».

 

 

Δεκέμβριος

Νέο ηχηρό μήνυμα προς το πολιτικό προσωπικό της χώρας απευθύνει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εντός της Βουλής, καλώντας το να ξεπεράσει «παιδικές αρρώστιες» και «ιδεοληψίες», καθώς, όπως λέει, «δεν είναι καιρός για τέτοια». «Έχουμε ανάγκη συνεργασίας και όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ιερώνυμος, απαντώντας σε όσους υποστηρίζουν τον διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας, για να προσθέσει: «Κανείς δυνάστης δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί την Εκκλησία. Ορισμένοι κάνουν πολιτική εις βάρος της Εκκλησίας. Όλοι έχουμε παιδικές αρρώστιες και ιδεοληψίες, αλλά δεν είναι καιρός για τέτοια. Το καράβι βουλιάζει και, αν βουλιάξει, δεν θα γλυτώσει ούτε ο αφεντικός ούτε ο αξιωματικός ούτε ο μούτσος».

Η συζήτηση γίνεται σε ειδική εκδήλωση της Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς για τον ρόλο της Εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας του ελληνισμού της διασποράς. Κατά την έναρξη της τοποθέτησής του, ο κ. Ιερώνυμος αναφέρει μεταξύ άλλων: «Όταν ακούω για χωρισμό Εκκλησίας - Πολιτείας, στο βάθος έχω λογισμούς. Εξωτερικά, δεν με απασχολεί, καθώς είμαστε εθισμένοι σε λόγια και συζητήσεις και ξέρω ότι θα αργήσει πολύ να έρθει η ώρα που σοβαρά θέματα που απασχολούν τον τόπο και την Εκκλησία θα συζητηθούν σοβαρά».

Σε άλλο σημείο υποστηρίζει: «Ποιος διερωτήθηκε πώς μπορεί η Εκκλησία να ταΐζει 53 χιλιάδες ανθρώπους μόνο στην Αθήνα; Στην Αρχιεπισκοπή; Πώς μπορούμε να κρατάμε τόσες χιλιάδες ανθρώπους με φάρμακα, φοιτητές να έχουν δωμάτια; Μπορούμε να δούμε πώς κινείται όλο αυτό το έργο. Θα πάρουμε στοιχεία ποιοι μας βοήθησαν και μας βοηθάνε να αντιμετωπιστεί ο όγκος υποχρεώσεων. Οι ομογενείς με ένα δολάριο βοηθούν. Η Ομογένεια στέλνει τον ιδρώτα, τον κόπο της και βοηθά. Και πρέπει να τους δείξουμε ότι δεν πάει στράφι ο κόπος τους». Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρεται στην εκκλησιαστική περιουσία και στα δεκάδες οικόπεδα που έχουν απαλλοτριωθεί - δεσμευτεί από το Δημόσιο. Επίσης εξηγεί ότι η πρότασή του είναι πως οι ρόλοι Εκκλησίας - Κράτους πρέπει να είναι «διακριτοί, αλλά καθαροί, που δεν θα βαραίνουν από τη μια πλευρά και, όταν υπάρχει ανάγκη, να υπάρχει απαραίτητη συνεργασία». Για τις απόψεις περί χωρισμού Εκκλησίας - κράτους απαντά: «Η Εκκλησία δεν έχει τέτοια φράση στην ποιμαντική της, γιατί δεν διώχνει. Όποιος θέλει φεύγει μόνος του. Αν θέλεις, πάρε τα πραγματάκια σου και πήγαινε στο καλό. Εμείς δεν διώχνουμε και δεν διαγράφουμε κανέναν και, αν θέλει να γυρίσει, εδώ είμαστε να τον αγκαλιάσουμε».