Toυ Γιώργου Θεοχάρη

 

Μία ολόκληρη ζωή στα ασκηταριά του Άθωνα. Ένας από τους πιο φωτισμένους γέροντες. Καθημερινά, δεκάδες προσκυνητές τον επισκέπτονται, για να ακούσουν τον λόγο του και να πάρουν δύναμη για την πορεία της ζωής τους. Άλλοι, πάλι, για να ζητήσουν την προσευχή του ακόμα και για σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν. Τον είχα γνωρίσει όταν αναζητούσα το κελί του γέροντα Παϊσίου στην Παναγούδα, κοντά στις Καρυές του Αγίου Όρους. Το ταπεινό κελί του βρίσκεται μέσα σε μια πυκνόφυτη περιοχή, λίγο πριν φτάσουμε στο ασκηταριό του Οσίου Παϊσίου. Ήταν έξω στον κήπο, κρατούσε ένα 100άρι κομποσχοίνι και έδειχνε να προσεύχεται χαμηλόφωνα. Απόλυτα ήρεμος τόσο στο βλέμμα του όσο και στις κινήσεις του. Γλυκύτατος, με ένα λαμπερό πρόσωπο, που εξέπεμπε πραότητα. Κοντοστάθηκα στον φράχτη ζητώντας την ευχή του: «Ευλογείτε, γέροντα». «Ο Κύριος», απάντησε.

«Πώς είναι εδώ η ζωή;» τον ρώτησα. «Όταν κανείς ζει κοντά στον Θεό, όπου κι να είναι, να είσαι βέβαιος ότι είναι πλέον στο ασφαλέστερο περιβάλλον, επενδύοντας μαζί και για την ουράνια ζωή», μου είπε και με κάλεσε να περάσω και να με κεράσει λουκούμι και ρακί, το καθιερωμένο κέρασμα στο Άγιο Όρος. «Πώς φτάσαμε εδώ, γέροντα; Η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει ξεφύγει από την πρωτοφανή αυτή κρίση;», τον ρώτησα αφού με κέρασε και πήρα την ευχή του.

«Να σου πω… Αν οι Έλληνες ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους, δεν επρόκειτο να τους πλησιάσει τίποτα. Ήταν δυο γείτονες σ’ ένα χωριό. Ο ένας απ’ αυτούς λοιπόν όλο παραπονιόταν στον Θεό επειδή ο γείτονάς του είχε κατσίκα, ενώ αυτός δεν είχε. Και όσο έβλεπε τον γείτονά του να χαίρεται με την κατσίκα του, τόσο θύμωνε και ζήλευε περισσότερο. Εμφανίζεται λοιπόν κάποια στιγμή ο Θεός και του λέει: - Έλα, Δημητράκη μου, πες μου κι εσύ τι θέλεις. Ό,τι ευχή έχεις θα σου την εκπληρώσω. Θέλεις κατσίκα, θέλεις πρόβατα, θέλεις χωράφια, τι θέλεις; Και απαντά ο Δημητράκης: - Θέλω να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονά μου. Αυτό πρέπει να το ανατρέψουμε. Κι αυτό θα γίνει μόνο με την αγάπη και την πραγματική μετάνοια. Έτσι φτάσαμε εδώ…».