Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, ομότιμου καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης

 

Με αφορμή ένα σχετικά πρόσφατο περιστατικό, που έλαβε ευρεία δημοσιότητα λόγω της ιδιότητας του πρωταγωνιστή του, επανήλθε στην επικαιρότητα το ζήτημα της ευθανασίας.

Ο όρος «ευθανασία», αν και κατά την ετυμολογία του σημαίνει τον καλό θάνατο (του ήρωα, του μάρτυρα ή του υπέργηρου, που φεύγει από τη ζωή με πολλές περγαμηνές), έχει εντούτοις επικρατήσει να υποδηλώνει τον «ανώδυνο θάνατο» ενός επωδύνως θνήσκοντος.

Σε σχέση με το ζήτημα της ευθανασίας έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, που αποδίδουν τις αντίστοιχες θέσεις των υποστηρικτών και των αρνητών αυτής.

Οφείλω να δηλώσω εξ αρχής ότι προσωπικά συντάσσομαι με τους τελευταίους. Δεν παραγνωρίζω ασφαλώς το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο περιέρχεται ένας άνθρωπος ο οποίος εγκλωβίζεται σε μια αμετάκλητη τροχιά θανάτου και καλείται να εκμετρήσει το ζην μέσα σε συνθήκες αφόρητου άλγους. Κατανοώ την αδυναμία ορισμένων ανθρώπων να αντέξουν το βάρος μιας επώδυνης διαδικασίας μετάβασης στο επέκεινα και γι’ αυτό αναζητούν τη λύτρωση στην υπαρξιακή τους αυτοαναίρεση. Η κατανόηση όμως αυτή δεν σημαίνει δικαιολόγηση της πράξης τους.

Η δικαιολόγηση προϋποθέτει την ύπαρξη αντίστοιχου επιτρεπτικού κανόνα, που θεμελιώνει το σχετικό δικαίωμα του φορέα. Ωστόσο, τέτοιο δικαίωμα δεν υπάρχει, όχι μόνον από νομική, αλλά και από ηθική άποψη.

 

Οι απόψεις των υποστηρικτών του δικαιώματος στον θάνατο

Την εκτίμηση αυτή δεν τη συμμερίζονται ορισμένοι θεωρητικοί, οι οποίοι, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρ. 2, παρ. 1 και 5, και την παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύουν αντιστοίχως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, δέχονται ότι το δικαίωμα στον θάνατο έχει πλήρη συνταγματική κάλυψη. Το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει, λένε, μόνο το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αξιώνει από την Πολιτεία τον σεβασμό στη ζωή του, αλλά και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της ζωής του, αφού το δικαίωμα στον θάνατο αποτελεί την άλλη όψη του δικαιώματος στη ζωή.

Κάποιοι μάλιστα από αυτούς αντλούν πρόσθετα επιχειρήματα υπέρ των απόψεών τους και από διατάξεις της κοινής νομοθεσίας, όπως είναι, π.χ., η διάταξη του άρ. 301 Π.Κ. για τη συμμετοχή στην αυτοκτονία. Η διάταξη αυτή, λένε, τιμωρεί μόνον εκείνους που συμμετέχουν στην αυτοκτονία ενός ανθρώπου. Όχι εκείνον που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι άδικη η πράξη του υποψήφιου αυτόχειρα. Επομένως, φαίνεται εδώ καθαρά, κατά τους εν λόγω θεωρητικούς, ότι και ο κοινός νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στον θάνατο. Ανάλογα ισχύουν, λένε, και για την ευθανασία, που είναι μια μορφή αυτοχειριασμού. Εάν επιζήσει εκείνος που επιχείρησε την ευθανασία του, δεν τιμωρείται, διότι η πράξη του δεν είναι άδικη. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης εκδηλώνεται μόνο για τους άλλους που τον βοήθησαν στην ευθανασία.

 

Ο επιστημονικός αντίλογος σε αυτές

Οι πιο πάνω απόψεις δεν είναι πειστικές και ορθά απορρίπτονται από τη μάλλον κρατούσα στην επιστημονική θεωρία άποψη. Κατ’ αρχάς, από το γεγονός ότι η πράξη του υποψήφιου αυτόχειρα δεν είναι άδικη – ακριβέστερα, δεν είναι καν πράξη με την έννοια του Ποινικού Δικαίου, αφού γνώρισμα της πράξης είναι η δράση προς έτερον–, δεν επιτρέπεται να συναχθεί έμμεση αναγνώριση εκ μέρους του νομοθέτη δικαιώματος αυτοδιάθεσης της ζωής από τον φορέα της.

Η νομοθετική απραξία, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υποδηλώνει τίποτε περισσότερο από τη βούληση του ποινικού νομοθέτη να απόσχει από μια ποινική αποδοκιμασία που δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα, αφού όποιος είναι αποφασισμένος να αφαιρέσει τη ζωή του δεν θα αποκτήσει σεβασμό προς αυτήν μέσω της απειλής της ποινικής του τιμωρίας.

Σε αυτή την περίπτωση, ενδεχόμενη τυποποίηση ως άδικης της απόπειρας αυτοκτονίας ή ευθανασίας δεν θα είχε αποτρεπτικό, αλλά, αντιθέτως, προτρεπτικό χαρακτήρα σε όλους τους υποψήφιους αυτόχειρες την επόμενη φορά να φροντίσουν να είναι εύστοχοι στη βολή τους, για να μην έχουν μπλεξίματα με τους εισαγγελείς και τη Δικαιοσύνη.

Εξ άλλου, εάν το Σύνταγμα αναγνώριζε το δικαίωμα διάθεσης της ζωής από τον φορέα της, τότε όλες οι πράξεις προσβολής της ζωής –και κατά μείζονα λόγο της υγείας– που θα γίνονταν από άλλους με τη συναίνεση του παθόντος δεν θα ήσαν τελικά άδικες. Επομένως, οι σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που τιμωρούν τις τελούμενες με τη συναίνεση του παθόντος ετεροπροσβολές της ζωής και της υγείας θα ήσαν αντισυνταγματικές. Ουδείς όμως υποστήριξε ποτέ κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου, νομικά, δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαίωμα στον θάνατο.

 

Η θέση της χριστιανικής διδασκαλίας

Την ύπαρξη δικαιώματος στον θάνατο απορρίπτει και η χριστιανική διδασκαλία. Βέβαια, ο Χριστός δεν μίλησε ποτέ ευθέως για το ζήτημα αυτό. Ωστόσο, η άρνησή Του απέναντι σε ένα τέτοιο δικαίωμα προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από την επικριτική Του στάση στην επί του Όρους Ομιλία προς όλους εκείνους οι οποίοι, για να γίνουν πιστευτοί, συνήθιζαν να ορκίζονται στον Θεό ή στη ζωή τους. «Μην ορκίζεστε», τους έλεγε, «στην κεφαλή σας, διότι δεν την εξουσιάζετε, αφού δεν μπορείτε να φτιάξετε (με δικά σας υλικά) μια άσπρη ή μαύρη τρίχα» (Ματθ. ε’ 36). Όταν λοιπόν δεν επιτρέπει ο Κύριος στον άνθρωπο να κάνει το έλασσον, να ορκίζεται δηλαδή στη ζωή του, διότι είναι ανίσχυρος ακόμη και μπροστά σε ένα τιποτένιο πράγμα, όπως είναι η τρίχα, πώς μπορεί να κάνει το μείζον, να διαθέτει δηλαδή τη ζωή του; Ανάλογα ισχύουν και για τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος, ξεκινώντας από την άποψη ότι κάθε ανθρώπινο σώμα είναι Ναός του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα μας, χαρακτηρίζει ως αμαρτία κάθε πράξη φθοράς (Α’ Κορ. γ’ 9, 16-17), αλλά και ακολασίας που γίνεται επάνω στο σώμα μας (Α’ Κορ. στ’ 18-19).

 

Η κοινή λογική απέναντι στις υλιστικές απόψεις

Την ηθική-θρησκευτική αυτή προσέγγιση του θέματος είναι φυσικό να απορρίπτουν οι άθεοι, που ακολουθούν υλιστικές απόψεις σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και συνεπώς και επάνω στο δικαίωμα στον θάνατο. Με όλους αυτούς διάλογος μπορεί να γίνει μόνο στη βάση της κοινής λογικής.

Στο όνομα λοιπόν αυτής της λογικής πρέπει να παρατηρηθεί ότι όσοι ισχυρίζονται πως ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στον θάνατο ξεκινούν από μια ιδιοκτησιακή αντίληψη της ζωής, η οποία είναι εντελώς ξένη προς την πραγματικότητα που βιώνουμε. Έχω δικαίωμα επάνω σε ένα πράγμα σημαίνει ότι το πράγμα είναι δικό μου. Το εξουσιάζω απολύτως. Το κάνω ό,τι θέλω. Αυτό μπορώ ασφαλώς να το πω για τα ιδιοκτησιακά ή περιουσιακά μου στοιχεία. Μπορώ δηλαδή να αποφασίσω πόσα από αυτά θα αποκτήσω ή πόσο χρόνο θα τα κρατήσω. Μπορώ όμως να πω το ίδιο και για τη ζωή; Να πω δηλαδή πότε θα την αποκτήσω και πόσο θέλω να παρατείνω τη διάρκειά της για να την απολαύσω;

Ας μην αυταπατώμαστε. Η ζωή δεν είναι ιδιοκτησία μας, για να την εξουσιάζουμε, διότι δεν νοείται ιδιοκτησία επάνω σε κάτι που ούτε την αρχή ούτε το τέλος του μπορούμε να προσδιορίσουμε. Δεν είναι καν δωρεά προς εμάς εκ μέρους των γονέων μας, διότι απλούστατα οι γονείς μας δεν εξουσιάζουν ούτε τη δική τους ζωή. Μπορούν ασφαλώς να πουν αν θα συμπράξουν στη βιολογική διαδικασία δημιουργίας της ζωής. Το αν όμως θα γεννηθεί ή όχι ζωή και ποιο θα είναι το βιολογικό τέλος της δεν εξαρτώνται από αυτούς.

 

Συμπέρασμα

Εδώ τελειώνει η δικαιοδοσία της λογικής και απλώνεται μπροστά μας το μυστήριο, που μας οδηγεί κατευθείαν στον Θεό. Είτε Τον πιστεύει είτε δεν Τον πιστεύει κάποιος. Η ζωή είναι, συνεπώς, δωρεά του Θεού και πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με σεβασμό στον Δωρεοδότη Κύριο. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τη συζήτηση για δικαίωμα στον θάνατο, αφού γι’ αυτό δεν υπάρχει νομικό ή ηθικό έρεισμα, όπως αποδείχθηκε, και ας δούμε με δέος και ανθρώπινη συγκατάβαση τις περιπτώσεις του αυτοχειριασμού και της ευθανασίας, εφ’ όσον δεν είναι βατός σε όλους ο δρόμος του μαρτυρίου. Όσο για εκείνους που λυγίζουν πριν έλθει το ορισμένο γι’ αυτούς τέλος, μόνο το έλεος του Θεού μπορούμε να ζητήσουμε.