Με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα και για την αποκατάσταση της αλήθειας, αναγκαζόμαστε να προβούμε στη δημοσίευση του παρόντος μετά την έκδοση των υπ’  αριθμ. 462/2017 και 463/2017 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ. Γ΄), που εμφανίζονται αναληθώς ως «κόλαφος» για την Ιερά Μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης και «δικαίωση» της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Λευκάδος.

Με την υπ’ αριθμ. 462/2017 απόφαση του ΣτΕ απορρίπτεται αίτηση ακυρώσεως της Ι. Μονής κατά της Ι. Μητροπόλεως σχετικά με την χορήγηση κανονικού απολυτηρίου από τον Σεβ. Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεόφιλο σε πρώην αδελφό της Ι. Μονής Φανερωμένης, ο οποίος το αιτείτο για περισσότερο από ένα χρόνο από το Ηγουμενοσυμβούλιο, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την Ι. Μονή, καθώς επιθυμούσε να εγκαταβιώσει σε άλλη, πλην όμως εις μάτην. Η αίτηση της Ι. Μονής απορρίφθηκε από το ΣτΕ.

Με την υπ’ αριθμ. 463/2017 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας:

  1. Απέρριψε ως «προδήλως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη» την αίτηση της Ι. Μονής για την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 975/8.11.1990 Πράξεως του αοιδίμου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κυρού Νικηφόρου, με την οποία διορίσθηκε Ηγουμενοσυμβούλιο (Διοικούσα και Διαχειριστική Επιτροπή) αποτελούμενο από δύο κληρικούς ως μέλη και με την οποία –συμπληρωθείσα- διοικείται μέχρι και σήμερα η Ιερά Μονή, για τον λόγο ότι «εφαρμοζόταν σε όλο το χρονικό αυτό διάστημα» και «είχε περιέλθει προδήλως σε πλήρη γνώση της αιτούσας». Με την ίδια Πράξη Πρόεδρος του Ηγουμενοσυμβουλίου διορίσθηκε ο Αρχιμανδρίτης τότε π. Νικηφόρος Ασπρογέρακας, διορισμένος εξάλλου ως προσωρινός Ηγούμενος της Ι. Μονής με την υπ’ αριθμ. πρωτ.: 18/10.01.1989 Πράξη του μακαριστού Μητροπολίτου Νικηφόρου, την οποία και ο νυν Μητροπολίτης εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διατηρεί σε ισχύ.
  2. Κατάργησε τη δίκη ως προς τις πράξεις 211/ 3.3.2010 και 212/3.3.2010, με τις οποίες ο Σεβασμιώτατος αναπλήρωνε τα μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου (Διοικούσης και Διαχειριστικής Επιτροπής) της Ι. Μονής σε αντικατάσταση παραιτηθέντων κληρικών, διότι αυτές δεν ίσχυαν κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, αφού ο Σεβ. Μητροπολίτης μας με νεότερες πράξεις του είχε διορίσει άλλους κληρικούς και μοναχούς ως μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου (Δ.Δ.Ε.) της Ι. Μονής.
  3. Δέχθηκε μεν την αίτηση ακυρώσεως ως προς τις υπ’ αριθμ. 213/4.3.2010 και 301/11.3.2010 πράξεις του Σεβ. Μητροπολίτου, με την αιτιολογία όμως ότι χρειάζονται ειδικότερη αιτιολόγηση. Το Δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή αν συνέτρεχαν τότε οι νόμιμες προϋποθέσεις, για να ενεργήσει ο οικείος Μητροπολίτης τα δέοντα. Αντιθέτως, αναπέμπει τις δύο πράξεις στον επιχώριο Μητροπολίτη και σε εκείνον, ως αρμόδιο, εμπιστεύεται τον έλεγχο των νόμιμων και κανονικών προϋποθέσεων της εκλογής. Κρίσιμος χρόνος μάλιστα δεν είναι ο Μάρτιος του 2010, αλλά ο «ενεστώς χρόνος». Αυτό ρητά και κατηγορηματικά δηλώνει το Δικαστήριο στο τέλος του σκεπτικού, σε μία φράση που παραπλανητικά αφαιρέθηκε από το απόσπασμα της αποφάσεως, το οποίο απομονώθηκε και κατ’ αρχάς δόθηκε στη δημοσιότητα. Συγκεκριμένα αναφέρεται επί λέξει: «Η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθούν οι 213/4.3.2010 και 301/11.3.2010 πράξεις του Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης, και η υπόθεση να αναπεμφθεί σ τ ο ν  ί δ ι ο , για να ενεργήσει τα  ν ό μ ι μ α, με σκοπό τη νόμιμη ανάδειξη αιρετής διοίκησης της αιτούσας Ι. Μ.  ε φ’  ό σ ο ν   δ ι α π ι σ τ ω θ ε ί   ό τ ι   σ υ ν τ ρ έ χ ο υ ν   ο ι   π ρ ο ϋ π ο θ έ σ ε ι ς   τ ο υ   ν ό μ ο υ,  ε ξ ε τ α σ τ έ ε ς   ή δ η   κ α τ ά   τ ο ν   ε  ν ε σ τ ώ τ α   χ ρ ό ν ο» .
  4. Συνεπώς, ο Σεβασμιώτατος επιφορτίζεται από το Δικαστήριο -όπως εξάλλου έχει εκ του Νόμου την αρμοδιότητα- να ελέγξει τον αριθμό των εγκαταβιούντων και εχόντων το εκλογικό δικαίωμα αδελφών της Μονής, που θα πρέπει να είναι όχι μικρότερος από πέντε. Αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, υποχρεούται να ορίσει εκπρόσωπό του στην τριμελή εφορευτική επιτροπή, προϋπόθεση απαραίτητη για το κύρος της εκλογής, και αν διενεργηθούν νομότυπα, κατόπιν να τις εγκρίνει. Αν όμως οι νόμιμες προϋποθέσεις δεν συντρέχουν κατά τον ενεστώτα χρόνο, σήμερα δηλαδή -όπως δεν συνέτρεχαν ούτε το 2010 ούτε το 2016- ο οικείος Μητροπολίτης υποχρεούται να διαφυλάξει τη νομιμότητα και να αρνηθεί και τον ορισμό εκπροσώπου και την κύρωση της εκλογής. Οφείλει, βέβαια, σύμφωνα με την απόφαση, να αιτιολογήσει συγκεκριμένα την άρνησή του «από την άποψη του αριθμού των μοναχών».
  5. Τούτων δοθέντων:

α. Οι «εκλογές» Ηγουμένου και Ηγουμενοσυμβουλίου που διενεργήθηκαν το 2010 και το 2016  ο υ δ έ π ο τ ε   α π έ κ τ η σ α ν   κ ύ ρ ο ς, διότι διενεργήθηκαν από εφορευτική επιτροπή που συνεδρίασε χωρίς να ευρίσκεται σε απαρτία και δεν επικυρώθηκαν εκ των υστέρων από τον οικείο Μητροπολίτη.

β. Κατά τον «ενεστώτα χρόνο» δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις να διενεργηθούν εκλογές και άρα δεν μπορεί να διοικείται η Ιερά Μονή από αιρετό Ηγούμενο και Ηγουμενοσυμβούλιο. Αυτό έχει ήδη αιτιολογηθεί με έγγραφο του Σεβασμιωτάτου προς την Ιερά Μονή.

γ. Ο μεν Οσιολογιώτατος Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Ασπρογέρακας εξακολουθεί και σήμερα να είναι Ηγούμενος της Ι. Μονής, δ ι ο ρ ι σ μ έ ν ο ς  με Πράξη του μακαριστού Μητροπολίτου Νικηφόρου και συνεπώς όχι ισοβίως εκλεγμένος, η δε Ιερά Μονή Φανερωμένης διοικείται το γε νυν έχον από το Ηγουμενοσυμβούλιο (Διοικούσα και Διαχειριστική Επιτροπή), δυνάμει της υπ’ αριθμ. 975/8.11.1990 Πράξεως, όπως έχει συμπληρωθεί με Πράξεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου.

 

Περαίνοντας τον λόγο, οφείλουμε να σημειώσουμε για μια ακόμη φορά ότι η υπόθεση της Ιεράς Μονής Φανερωμένης αφορά πρωτίστως την κανονική της σχέση με τον Επίσκοπο και δι’ αυτού με σύνολη την τοπική Εκκλησία.

Δεν προσφέρεται ούτε για το διχασμό του πιστού λαού ούτε για προσωπολατρική ή κερδοσκοπική εκμετάλλευση από επιτηδείους. Τουλάχιστον η Ιερά Μητρόπολη δεν προτίθεται να ενδώσει σε τέτοιες απόπειρες.

Η Ιερά Μητρόπολη και προσωπικά ο Επίσκοπος πολλές φορές, ακόμη και μετά την έκδοση των δύο αποφάσεων, ανέλαβε πρωτοβουλίες, για να δοθεί πραγματική και οριστική λύση στο πρόβλημα. Πλην όμως αυτές υπονομεύθηκαν, διότι δυστυχώς του συμφέροντος της Εκκλησίας προτάχθηκαν εγωισμοί και ιδιοτέλειες ανοίκειες σε εκκλησιαστικούς λειτουργούς.

Το όλον ζήτημα, τελικά, είναι καθαρά εκκλησιολογικής και διοικητικής φύσεως, όχι διαπροσωπικής. Δεν μπορεί ούτε να κατανοείται ούτε και να ερμηνεύεται με όρους κοσμικούς. Γι’ αυτό και η όποια λύση θα είναι εκκλησιαστική, όπως επιβάλλουν οι Ιεροί Κανόνες, με ήθος εκκλησιαστικό και τρόπο πνευματικό.