O γέροντας Γεράσιμος -ο νεώτερος- από το κελί του Τιμίου Προδρόμου στη Μικρά Αγία Άννα, σε μια από τις πιο ερημικές περιοχές του Αγίου Όρους, μιλά στην «Αγιορείτικη Κιβωτό» για το ασκητικό μέρος της περιοχής αυτής και αναφέρεται στο θεσπέσιο έργο του μακαριστού γέροντα Γεράσιμου του υμνογράφου.

«... Κείται, λοιπόν, η Μικρά αυτή Σκήτη εν τη νοτίω υπωρεία του υψιτενούς Άθω και απέχει εκ μεν της κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας του Οσίου Αθανασίου ώρας 4, έχουσα ταύτην ανατολικώς, εκ δε της Ιεράς Σκήτεως Αγίας Άννης, μεθ’ ης ως μία Σκήτη λογίζεται, 30’ της ώρας, κειμένη νοτιοανατολικώς αυτής.

Το έδαφος αυτής είναι ανώμαλον και βραχώδες, περιστοιχούμενων υπό κραναών και αποκρήμνων βράχων, και αποτελεί φάραγγα προσιτήν και ευδιάβατον, ήτις φαινομένη μακρόθεν, παρουσιάζει πραγματικώς ασκητικήν κατανυκτικώτατην όασιν...

(...) Συνεστήθη κατά τας αρχάς του ιζ’ αιώνος, γνωρίσασα πρώτους οικιστάς και ηγήτορας τους Οσίους Δινύσιον τον Ρήτορα και Μητροφάνην, οίτινες τον ησύχιον ασπασάμενοι βίον, κατώκησαν εν τω εν αυτή διασωζωμένω σπηλαίω ούση τότε αοικήτω και αγρία. Αι Καλύβαι ας περιλαμβάνει ανέρχονται εις εννέα τον αριθμόν, εξ ων αι μεν εξ έχουσι Ναΐδρια, αι δε άλλαι τρεις στερούνται επίσης και της χρονολογίας καθ’ ην ωκοδόμηνται στερούνται σχεδόν πάσαι, εκτός δύω ή τριών, αίτινες διασώζουσι το έτος της ανακαινίσεως των ως και το όνομα των ανακαινιστών.

(...) Μεταξύ των Καλυβών της είναι και η του Τιμίου Προδρόμου, εν η διέρχεται η εξ Αγίας Άννης προς τα Κατουνάκια οδός. Ταύτης ο Ναΐσκος σεμνύνεται επί τη μνήμη της Αποτομής του Τιμίου Προδρόμου και ανεκαινίσθη υπό Μακαρίου Μοναχού κατά το 1736, ο οποίος και “κτίτωρ δεύτερος” επιγράφεται εις το κάτω μέρος των διασωθέντων παλαιών εικόνων, αίτινες ευρίσκονται έως σήμερον εν αυτώ».

Η ανωτέρω σύντομος αποσπασματική περιγραφή της Μικράς Αγίας Άννης και της εν αυτή Καλύβης του Τιμίου Προδρόμου ελήφθη αυτούσιος εκ των χειρογράφων του μακαριστού γέροντος Γερασίμου, υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Ο μετέπειτα υμνογράφος εκοινοβίασεν εις την εν λόγω καλύβην, τον Αύγουστον του 1922, έχοντας ως γέροντα τον ιερομόναχον Μελέτιον. Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως εις τη νέαν του ζωήν, απετέλεσε ομολογουμένως πρότυπον υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής. Παραλλήλως με την τέλεσιν των καθημερινών μοναχικών ακολουθιών και τη μελέτην, οι μοναχοί της καλύβης εργάζονται διά την επιβίωσίν τους, ασχολούμενοι με την κατασκευή σφραγίδων που χρησιμοποιούνται εις το ζύμωμα προσφόρων διά την Θείαν Λειτουργίαν. Έτσι και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνην αυτήν. Εκείνο, όμως, το οποίον τον εγοήτευε ήταν η ενασχόλησις με τα γράμματα, και ειδικώς με την υμνογραφίαν, εις ην και επεδόθη εκ νεαράς ηλικίας μετά ζήλου και επιτυχίας.

Το έργον του υμνογράφου Γερασίμου εγνώρισεν μεγάλην απήχησιν μεταξύ των εκκλησιαστικών και ακαδημαϊκών κύκλων. Η φήμη του λίαν συντόμως διεδόθη εις όλον το Άγιον Όρος. Ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτον είναι το γεγονός ότι η αναγνώρισις του έργου δεν συνέβη εις το τέλος ή, έστω, κατά τη διάρκεια υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα στάδιά της.

Η Εκκλησία απεδέχθη πολύ νωρίς το έργον του νέου υμνογράφου και το ενέταξε εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας. Το 1937 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος επαινεί τον υμνογράφον, το 1951 επαναλαμβάνει τον έπαινόν της και το 1955 εκφράζει την ευαρέσκειάν της, κάνοντας λόγον ότι η Εκκλησία πολλάς φοράς ευρέθη εις την ευχάριστην θέσιν να ασχοληθή με το έργον του, να το μελετήσει και να το εγκρίνη. Ακόμη, εγκωμιάζει το υμνογραφικόν έργον, το εκδίδει και το υιοθετεί διά να ψάλλεται εις τας ακολουθίας. Το ίδιον έτος και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον του απονέμει την ευαρέσκειάν του. Η ανωτάτη εκκλησιαστική διάκρισις εδόθη εκ του Πατριάρχου Αθηναγόρου, όταν ο γέρων Γεράσιμος εκλήθη υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκάλεσε μετέπειτα τον υμνογράφον εις την Κωνσταντινούπολιν και προέβη εις την κανονικήν χειροθεσίαν του. Το 1963 η Μονή της μετανοίας του Μεγίστη Λαύρα τον ώρισε τελετάρχην των εορτών της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους και του ανέθεσε τη σύνταξιν της σχετικής ακολουθίας. Τέλος, το 1969 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας τον διώρισε αναπληρωματικόν μέλος της μονίμου Συνοδικής Επιτροπής Μοναχισμού.

Εκτός από την Εκκλησίαν και η Ελληνική Πολιτεία, ετίμησε τον υμνογράφον. Η ύψιστη τιμή και ταυτοχρόνως αναγνώριση του έργου του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών, η οποία το 1968 του απένειμε το αργυρούν της μετάλλιον, «διά το υπέροχον υμνογραφικόν του έργον, το οποίον τιμά την ελληνική γραμματείαν και τη θρησκευτική ποίησιν».

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, του ανετέθησαν διάφορα διακονήματα. Διετέλεσε επί μακρόν βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Κυριακού της σκήτης Αγίας Άννης.

Ο γέρων Γεράσιμος υπήρξε το περισσότερον γνωστός ως υμνογράφος. Διεκρίθη όμως και ως μοναχός. Διά αυτόν η υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικόν ή επίκητον, αλλά προέκτασις του ζωντανού βιώματος ενός δεδοκοιμασμένου και παραδοσιακού Αγιορείτου μοναχού, όπως ακριβώς ήταν ο ίδιος. Διατηρούσε καθ’ όλην τη ζωήν του αμείωτον την προθυμίαν προς τους πνευματικούς αγώνας και άσβεστον τη φλόγα της αγάπης προς τη μοναχικήν ζωήν.

Ο υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τας σπάνιας περιπτώσεις υμνογράφων που το μεγαλύτερον μέρος του έργου του εχρησιμοποιήθη αμέσως εις τη λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας, συλλογή απολυτικίων, κοντακίων και μεγαλυναρίων όλου του έτους, το Εβδομαδάριον «περιέχον εις όλας τας ημέρας της εβδομάδος του κδ’ Οίκους, ήτοι τους Χαιρετισμούς και την Παράκλησιν εις την υπόθεσιν ή τον Άγιον εκάστης ημέρας», όπως εξηγεί ο ίδιος ο υμνογράφος, και το Θεοτοκάριον, περιέχον επτά θεομητορικούς κανόνας εις έκαστον ήχον. Τα ανωτέρω έργα είναι ευρέως και ενθέρμως αποδεκτά εκ του φιλακόλουθου κοινού και γνωρίζουν μεγάλην κυκλοφορίαν και αρκετάς επανεκδόσεις.