Του Μ.Γ. Βαρβούνη, καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

 

Στα ανοιξιάτικα έθιμα κυριαρχούν οι εθιμικές χαρές της Αποκριάς, αλλά και οι πένθιμες ώρες που αφιερώνονται στους νεκρούς και στις ψυχές τους, όπως συμβαίνει λ.χ. με τα Ψυχοσάββατα. Είναι άλλωστε πανάρχαιη η εντύπωση ότι το χθόνιο είναι ταυτοχρόνως και γονιμικό, ότι δηλαδή ό,τι σχετίζεται με τους νεκρούς και τις ψυχές τους έχει άμεση σχέση με την άνθιση, την ευφορία και την καρποφορία της γης, σύμφωνα με την εξομοίωση του σπόρου που πέφτει στη γη και κατόπιν καρπίζει με το νεκρό, ο οποίος θάβεται στο χώμα για να αναστηθεί.

Μια σειρά από διαβατήρια έθιμα και μεταβατικές τελετουργίες χαρακτηρίζουν τους ανοιξιάτικους εορτολογικούς σταθμούς, οι οποίοι κατά κανόνα περιστρέφονται γύρω από τον κινητό κύκλο των εορτών του Πάσχα, ο οποίος αρχίζει με την Αποκριά και τελειώνει με την Πεντηκοστή και την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Οι Αποκριές με το εθιμικό τους ξέσπασμα, τον ανάποδο κόσμο τους και την εθιμική αθυροστομία τους -η οποία αρχικά είχε γονιμικό χαρακτήρα, μετά απέκτησε μυητική λειτουργικότητα και κατέληξε να γίνει πάνδημο πείραγμα-, αλλά και η Σαρακοστή με τον ιερό χαρακτήρα της και την αποχή από τροφές και διασκεδάσεις προετοιμάζουν τον πιστό για τη χαρά και την ευωχία του Πάσχα.

Ιδιαίτερη εαρινή γονιμική σημασία αποκτά, στο πλαίσιο αυτό, ο Λάζαρος, την ανάσταση του οποίου τιμά η Εκκλησία το τελευταίο Σάββατο της Σαρακοστής, πριν από την Κυριακή των Βαΐων, αλλά και ο λαός με μια σειρά φυτομορφικών μεταμφιέσεων, μιμικών αναπαραστάσεων ανάστασης και ευετηρικών γυναικείων αγερμών. Τα λαϊκά αυτά δρώμενα φανερώνουν την άμεση σύνδεση του λαϊκού εορτολογίου της άνοιξης με τη γονιμότητα της φύσης και την οργιαστική βλάστηση της εποχής. Την άμεση σχέση των εορτών αυτών με τη φύση και τον κύκλο της φανερώνουν οι εθιμικές λιτανείες της Διακαινησίμου Εβδομάδος, που κυκλώνουν και καθαγιάζουν τον ζωτικό οικονομικό χώρο εκμετάλλευσης κάθε παραδοσιακής κοινότητας, ως τελετές ανακαίνισης της ιερότητας της φύσης και της τελετουργικής σχέσης του ανθρώπου με αυτήν, έννοιες που έχουν χαθεί υπό το βάρος της τεχνολογικής ανάπτυξης και λόγω της ανθρώπινης αλαζονείας που αυτή προκαλεί και υποστηρίζει.

Την ίδια, μάλιστα, σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη πρωταρχική μάνα γη ανανεώνουν τελετουργικά παραδοσιακά ανοιξιάτικα παιχνίδια, όπως η πασχαλινή κούνια, με τις ποικίλες κοινωνικές συνδηλώσεις της, αλλά και τα αθλητικά αγωνίσματα των παραδοσιακών κοινωνιών. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι ανοιξιάτικοι εθιμικοί άνθινοι στολισμοί, είτε είναι στα πλαίσια της εκκλησιαστικής λατρείας (στόλισμα Επιταφίου και εικόνων με λουλούδια, βάγια και δάφνες της Κυριακής των Βαΐων, λεμονόφυλλα ή νερατζόφυλλα της πρωινής λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου κ.λπ.) είτε εκφράζουν μια φυσική ιερότητα, όπως τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς.

Με τους ανοιξιάτικους αυτούς στολισμούς, ο άνθρωπος επιδιώκει να πάρει τελετουργικά τη δύναμη και τη θαλερότητα της φύσης, σε μια εποχή που αυτή είναι κατεξοχήν ορατή και αντιληπτή, για την πορεία του μέσα στον χρόνο, έως και την άνοιξη του επόμενου έτους. Ακόμη και στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, με τις εθιμικά καθιερωμένες ανοιξιάτικες εξόδους των αστών προς την ύπαιθρο, επιδιώκεται η τελετουργική μεταφορά της δύναμης της φύσης στον δομημένο χώρο, στο ανθρωπογενές περιβάλλον της φύσης, ως μια ανάμνηση της παλαιότερης αγροτοκτηνοτροφικής καταγωγής των αστικών πληθυσμών μας.

Παρόμοια γονιμική σημασία λαμβάνει και η τελετουργική έναρξη των θαλάσσιων λουτρών, με το εθιμικό πιάσιμο μιας πέτρας με μούσκλια (της μαλιαρής πέτρας), κατά την εορτή της Ανάληψης, αλλά και ο πάνδημος εορτασμός του προστάτη των ποιμένων Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου ή τη Δευτέρα του Πάσχα), οπότε και ευλογούνται τα βασικά είδη της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής μας, το γάλα και τα ποικίλα γαλακτοκομικά προϊόντα.