Θεία Λειτουργία με την ευκαιρία τής επετείου τής Αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως έγινε τη Δευτέρα 29/5, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Ευαγγελιστρίας Πατρών από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών κ.Χρυσόστομο, με συλλειτουργούντα τον Επίσκοπο Κερνίτσης κ. Χρύσανθο. 

Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος μίλησε σχετικά και ετελέσθη ιερό μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως τών ψυχών τών υπερασπιστών και προμάχων τής Πόλεως.

Μεταξύ τών άλλων,ο Σεβασμιώτατος είπε:

«…Μνήμη τής αλώσεως σήμερα. Η πόλις εάλω. Είναι αλήθεια ότι χάσαμε τα «μάτια μας», το θησαυρό μας τον ανεκτίμητο. Χάσαμε τής οικουμένης τον στέφανο και τον αδάμαντα. Χάσαμε την Αγιά Σοφιά μας, «τον τής οικουμένης οφθαλμόν», ως χαρακτηρίζει την μεγάλη Εκκλησιά μας ο Αγιώτατος Πατριάρχης  Φώτιος. Έγινε στην αρχή τζαμί, σήμερα, λέγεται μουσείο. Κάποιοι θέλουν να την ξανακάνουν τζαμί. Κανείς όμως απ’ όσους νοιάζονται για τα πανανθρώπινα δικαιώματα και την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά δεν διαμαρτύρεται. Χάθηκε η παλιά της δόξα. Μόνο αν μπή κανείς στην Αγιά Σοφιά θα μπορέση να καταλάβη το μεγαλείο τού Γένους, αλλά και την συμφορά του.

Το φως εσβέσθη. Τα ψηφιδωτά εκαλύφθηκαν. Η Θεία Λειτουργία έπαψε και δεν τελείται πια. Αλλ’ όχι, τι λέγω, όχι,  η δόξα λάμπει. Κλείστε τα μάτια σας και ταξιδέψτε εκεί και θα δήτε το Σταυρό να λάμπη στην κορυφή τού τρούλου, τον ουρανό να ακουμπάει στους αέρινους θόλους και τον ήλιο να χρυσοστεφανώνει το καμάρι τής φυλής μας. Κλείστε τα μάτια αδελφοί μου και ναι, θα δήτε τον Πατριάρχη, να μπαίνη μεγαλοπρεπώς και να ευλογή, να λειτουργή χρυσοφορεμένος και τον αυτοκράτορα στον Θρόνο. Κλείστε τα μάτια σας και θα ακούσετε τους πολυμελείς χορούς τών ψαλτών να ψάλλουν ουράνιες – επίγειες  μελωδίες, ποιος ξέρει, μαζί με τους αγγέλους «Τον Δεσπότην και τον Αρχιερέα …..» και όλος ο Λαός, οι χιλιάδες τών Ρωμηών να ευγνωμονούν την Παναγία. «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια». Κλείστε τα μάτια σας και θα ακούσετε φωνές Ελλήνων και θα δήτε πατήματα Ρωμηών.

Ναι, ναι, το κάλλος τής Άγια Σοφιάς, παραμένει ανέπαφο, αμείωτο, ζη μέχρι σήμερα και θα ζη έως τής συντελείας τού αιώνος.

Το κάλλος της ζει μέσα στην Εκκλησία και μετά την άλωση και καλλιεργεί σ’όλους τους Ορθόδοξους Λαούς τον Ορθόδοξο Πολιτισμό και το Ορθόδοξο Ρωμαίϊκο ήθος. Αυτό το κάλλος, θέρμανε τις καρδιές τών σκλάβων, αυτός ο σταυρός πύργωσε την ελπίδα, αυτό το φως από το Άγιο Βήμα τής Αγιά Σοφιάς φώτισε στα σκοτάδια τετρακόσια ολόκληρα χρόνια.

Σάυτό το φως, σ’ αυτό το κάλλος, οφείλουμε τη λευτεριά μας.

Αυτό το φως αυτό το κάλλος που το κράτησαν οι πατέρες μας τόσες και τόσες γενηές, καλούμεθα να το εγκολπωθούμε και να το κρατήσουμε, ιδιαίτερα σήμερα που η νεοελληνική παιδεία προβάλλει τον εξευρωπαϊσμό μας ως την μεγάλη ιδέα τού Έθνους.

Ημέρα τής αλώσεως και με το μυαλό μας φέρνομε σε αντιστοιχία τα γεγονότα τής αλώσεως με την σύγχρονη πραγματικότητα.

Τα γεγονότα τού 1453 βοούν και μαρτυρούν, τα σημερινά μάς προβληματίζουν. Και σήμερα διαγράφονται δύσκολες στιγμές και βρισκόμαστε μπροστά σε δύσκολες επιλογές και καλούμεθα να πάρουμε αποφάσεις οι οποίες θα είναι καθοριστικές για τις τύχες τού Έθνους. Η σημερινή ημέρα δίνει το μήνυμά της. Αν θέλουμε να υπάρξουμε ως Έθνος και ως Ορθόδοξος Λαός με προορισμό τη Βασιλεία τού Θεού και αν πρέπει να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας και την αυτοσυνειδησία μας κι αν δεν πρέπει να χαθούμε στο χωνευτήρι τών πολιτισμών, οφείλουμε:

α) Να φυλάξουμε την πίστη τών Πατέρων μας. Εκείνη την πίστη για την οποία αγωνίστηκαν και έπεσαν ο Κων/νος Παλαιολόγος και οι συμπολεμιστές του και να την διατηρήσουμε. Αυτές οι αξίες, παρά το ότι το γένος μας πέρασε δια πυρός και σιδήρου διετηρήθησαν μέχρι και σήμερα. Και τότε πολεμήθηκαν και σήμερα το ίδιο γίνεται. Τότε δεν χάθηκαν παρά τους εξισλαμισμούς, το παιδομάζωμα και τόσα άλλα. Σήμερα κινδυνεύουν να χαθούν γιατί βάλλονται πανταχόθεν. Από τον άκρατο ευδαιμονισμό, τον υλισμό, την ηθική διαφθορά, τα παντοειδή ναρκωτικά που είναι χειρότερα από το παιδομάζωμα και καταστρέφουν ψυχές νέων ανθρώπων σε μεγαλύτερη έκταση. Σήμερα αυτές οι αξίες κινδυνεύουν από την νέα λεγόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, μία νέα πολιτική και οικονομική δουλεία.

Αυτοί οι φοβεροί, οι απαίσιοι δυνάστες, δρουν μεθοδικά, με επιστημοσύνη προκειμένου να αλώσουν και να εκπορθήσουν ψυχές και συνειδήσεις.

Και μείς  πολλές φορές, στο όνομα ενός δήθεν εκσυγχρονισμού, θυσιάζομε αντί πινακίου φακής, τα αγιώτερα και τιμιώτερα, θεσμούς Ιερούς και πατροπαράδοτους, αξίες ακατάλυτες, όπως: Εκκλησία, οικογένεια, ηθική, Ελληνορθόδοξη Παιδεία, προσωπική Ελευθερία.

β) Να ζήσουμε ως Λαός με κέντρο την Αγία μας Εκκλησία, την Ορθόδοξη πίστη μας η οποία ελευθερώνει, φωτίζει, αγιάζει. Να μη παροργίζουμε τον Θεό με τις αμαρτίες μας, με την αποστασία από το θέλημά του. Οσάκις συνέβησαν αυτά, ο Λαός έκλαυσε πικρώς δια τας αμαρτίας του και εθρήνησε ως ο Ισραήλ εν χώρα δουλείας και επί τών ποταμών Βαβυλώνος. (Να μη παροργίζομε τον Θεό με νομοθετήματα τα οποία είναι ξένα με το ήθος τού Γένους μας, με τις αξίας και τα ιδανικά του).

Μνήμη τής αλώσεως σήμερα, Αδελφοί μου.

Και αν η πόλις εάλω, ουδέπί στιγμήν έπαψε η πνευματική της ακτινοβολία, ουδέποτε έπαψε να είναι η προκαθημένη τής αγάπης μας, αυτή η βρυσομάνα, που ακόμα σκλαβωμένη, ποτίζει και σήμερα και θα ποτίζη για πάντα τού Γένους μας τις Άγιες ρίζες.

Για κείνη θα μείνη μέχρι τής συντελείας τού αιώνος ο λόγος τού κλεινού και θεορρήμονος Γρηγορίου τού Ναζιανζηνού:

« Ω Κωνσταντίνου κλειτόν έδος μεγάλου.

οπλοτέρη ώμη, τόσσον προσφέρουσα πολήων,

οσσάτιον γαίης ουρανός αστερόεις»

( Γρήγ. Θεολ. ποίημ. 1’)

 δηλ.  « Ω  δοξασμένη καθέδρα τού Κωνσταντίνου τού Μεγάλου, νεώτερη Ρώμη, που τόσο ξεπερνάς κάθε άλλη πόλι.

όσο την γη ο αστροστόλιστος ουρανός….» .

 

Και επειδή το ποίημα αυτό ίσως είναι βαρύ για την ακοή και δυσνόητο από τον νου τού σημερινού Έλληνα που ζη τραγικά και μεγαλόπρεπα την εποχή τής Ελληνικής λεξιπενίας, ας τελειώσωμε με ένα απλούν ποίημα ενός Έλληνα Μουσικοσυνθέτη:

«Πόλι γλυκειά, Πόλι αγαπημένη,

πόλη ζωή, πόλι ελπίδα,

πόλι Θεού, πόλι μη κλαίς

θάρθει καιρός».

Η Κωνσταντινούπολη και μέχρι σήμερα με πόνο κραυγάζη.

Μον’ ένα δώρο ολημερίς και ολονυχτίς προσμένω

κι ακόμα δεν μού το φερε το κύμα τ’ αφρισμένο.

Μον’ ένα δώρο λαχταρούν τα μάτια μου και κλαίνε.

Ατίμητο στ’ ατίμητα.  Ελευθεριά το λένε…