Toυ Λουκά Παπαδάκη

 

Τον Νοέμβριο του 1919 ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ελλαδικής Εκκλησίας (1918-1920) Μελέτιος Μεταξάκης υπέβαλε το περίφημο «Υπόμνημα προς την Ιεράν Σύνοδον περί της Εκκλησιαστικής καταστάσεως και των δεόντων γενέσθαι».

 

Με το έργο του αυτό τοποθετούνταν τα θεμέλια για την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας και γινόταν ριζική αναθεώρηση της νομοθεσίας της. Πρόδηλος στόχος η απελευθέρωση της Εκκλησίας από τα δεσμά τής Πολιτείας. Πράγματι οι διατάξεις της «Διακηρύξεως περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας», εκπονημένες από προτεστάντες και προτεσταντίζοντες (Μάουρερ, Φαρμακίδης), πρόδιδαν και το πνεύμα και την παράδοση της Ορθοδοξίας, ορίζοντας ότι πνευματικός αρχηγός, η κεφαλή της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος είναι ο θεμελιωτής της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός, πολιτικός δε αρχηγός της ο Βασιλέας της Ελλάδος, που την κυβερνά με την υπ’ αυτόν Διαρκή Σύνοδο, τα πέντε μέλη της οποίας ο ίδιος διορίζει.

Στο Υπόμνημα αυτό αφιερώνονται τα κεφάλαια Δ΄ και Ε΄ στον Μοναστηριακό Κλήρο. Παρατηρεί ο Μελέτιος: «...Ουδείς μεν δύναται να αρνηθή, ότι η μεγάλη αύξησις των Μοναστηρίων και των Μοναχών εν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρουσιασθείσα ως γενική τάσις προς την αγαμίαν και την φυγοστρατίαν ενείχεν αιτίας παρακμής διά την Αυτοκρατορίαν, ένεκα της ελαττώσεως του πληθυσμού, γενικώς, της στρατιωτικής δυνάμεως και των δημιουργικών χειρών μερικώτερον, αλλά πρέπει εξ ίσου και πάντες να ομολογήσωμεν ότι ο Μοναχισμός υπήρξε κατά γενικόν κανόνα η σκέπη και το στήριγμα των υπό τον Μουσουλμανικόν ζυγόν ευρεθέντων χριστιανών...».

Στη συνέχεια δίδονται αριθμητικά στοιχεία: Στην απογραφή τού 1833 στο τότε ελληνικό Κράτος υπήρχαν 593 μοναστήρια και περίπου 3.000 μοναχοί. Το 1919 τα μοναστήρια στην επικράτεια (δεν περιλαμβάνονται του Αγίου Όρους) είναι 151, από τα οποία 8 γυναικεία, οι δε μοναχοί 1462 και 227 δόκιμοι. Σε 100.000 κατοίκους το 1833 αντιστοιχούσαν 300 μοναχοί, το 1919 λιγότεροι από 70.

Δυστυχώς, εξακολουθεί ο Μελέτιος, οι μοναχοί ομολογούν ότι παραμένουν στη μονή τους προς φύλαξη των κτημάτων, αλλά βέβαια τα κτήματα είναι απλά το μέσο «διά του οποίου αι Μοναστηριακαί Αδελφότητες θα συντηρηθώσιν ως άτομα και ως οργανισμοί και διά του οποίου θα επιτελέσωσι τον πραγματικόν αυτών σκοπόν», που είναι η ηθική κατά Χριστόν τελείωση «διά της απαρνήσεως διά την Βασιλείαν του Θεού όλων των φυσικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Και αφού δεν έχουν να παρουσιάσουν έργο κοινωφελές, έπρεπε να προβάλλουν τη «μοναχικήν αρετήν της προσευχής, της εγκρατείας, της ακτημοσύνης, της υπακοής, της αυταπαρνήσεως, της φιλαδελφίας». Μολονότι είναι ελάχιστες οι μονές όπου εφαρμόζεται το μοναστηριακό τυπικό των ακολουθιών και οι διατάξεις της κοινοβιακής ζωής, «είνε ανόητον να λέγηται και να γράφηται παρ’ ημίν, ότι ο Μοναχικός βίος είνε αναχρονισμός και πρέπει να λείψη». Όμως πρέπει και πάλι να «καταστή καταφύγιον τετραυματισμένων εν τη κοινωνική ζωή φιλοθέων ψυχών, σπουδαστήριον φιλοτίμων μελετητών, οργάνωσις φιλανθρωπίας, φροντιστήριον Θεολογίας, εργαστήριον καλλιτεχνίας, εξωτερικής Ιεραποστολικής δράσεως, και συν τούτοις πάσιν υπόδειγμα εθελοθυσίας, εγκρατείας, σωφροσύνης».

Αλλά το Μοναστηριακό Καθεστώς παρεκκλίνει των κανονικών του βάσεων: Σύνοδος ορίζει ότι «Οι Μοναχοί ουδέν ίδιον οφείλουσιν έχειν, πάντα δε τα αυτών προσκυρούσθαι τω Μοναστηρίω». Όμως το σύστημα της μοναστηριακής ζωής, «υποστάν την επήρειαν των καιρικών περιστάσεων και ιδίως των περιπετειών τής μακράς δουλείας, εξέκλινε κατά τόπους των κανονικών αυτού βάσεων, ούτω δε, παρά το κοινοβιακόν, προέκυψεν εις μέσον και το κληθέν ιδιόρρυθμον σύστημα, το οποίον διά της χαλαρώσεως των συνεκτικών δεσμών τής Αδελφότητος, υπό ισόβιον ηγούμενον, πειθαρχικώς συγκεκροτημένης και διά της απομακρύνσεως από της αρχής τής αυστηράς ατομικής ακτημοσύνης, εξετράπη διοικητικώς μεν εις κομματιζομένην ολιγαρχίαν, περιουσιακώς δε εις ατομικήν φιλοκτημοσύνην...». Είναι σφάλμα και αντινομία το γεγονός ότι, ενώ στο 2ο άρθρο του Συντάγματος τίθενται σε ισχύ, οι ιεροί κανόνες που θεσπίζουν τη μοναχική ακτημοσύνη, νομικές διατάξεις αναγνωρίζουν στους μοναχούς το δικαίωμα κτήσης.

Και ο Μητροπολίτης καταλήγει: «Η πληθώρα των Μοναστηρίων και η ολιγότης των Μοναχών υποδεικνύουσι την ανάγκην όχι μόνον διά λόγους οικονομικούς, αλλά και διά λόγους αρτίας μοναστηριακής συγκροτήσεως, ως επιβεβλημένον το μέτρον της συγχωνεύσεως των Μονών, εις τρόπον ώστε ουδεμία αυτών να έχη αδελφότητα συγκεκροτημένην εξ ολιγωτέρων τών 30 μελών...».

Σε άλλες μονές, συγκροτημένες από θεολόγους, θα καλλιεργούνται τα θεολογικά γράμματα και θα διακονείται ο λόγος, θα εκδίδονται προς διάδοση αυτών τα ιερά κείμενα, θα διατηρούνται τυπογραφεία, βιβλιοθήκες, μουσεία εκκλησιαστικά, θεολογικές σχολές. Αλλού θα καλλιεργείται η αγιογραφία, η κοσμηματογραφία και κάθε καλλιτεχνία. Άλλες μονές θα είναι βιοτεχνικά εκπαιδευτήρια και θα διδάσκονται όλες οι χειρωνακτικές τέχνες, και άλλες θα επιδίδονται στα Γεωπονικά. «Τότε αι Μοναί θα έχωσι προορισμόν κοινωφελή και ουδείς θα δικαιούται να αποκαλή (…) αναχρονισμόν το σύστημα το Μοναστικόν, το εκπροσωπούν εν τη τελειότητι αυτού το πνεύμα της συσσωματώσεως και της απαρνήσεως νομίμων δικαιωμάτων του ατόμου διά το κοινόν αγαθόν».

Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου να συγχωνεύσει μονές εγείρει αντιδράσεις. Ο Δρ Ν. Δ. Καλογερόπουλος στο «Έθνος» και υπό τον τίτλο «Αι μοναί» (19/5/1919) γράφει μεταξύ άλλων: «Ουχ’ ήττον επιτρέψετε να εκφράσω φόβον τινά και να υποδείξω μέλλουσάν τινά καταστροφήν, η οποία αναμφιβόλως θα προκύψη εκ του μέτρου τούτου. Πρόκειται περί του ανεκτιμήτου θησαυρού της Εικονογραφίας, ο οποίος είμαι βέβαιος ότι θα καταστραφή. Νομίζετε ότι η Ιερά Σύνοδος και ο Νόμος προέβλεψαν περί του θησαυρού τούτου; Ασφαλώς όχι,·και όμως εις πλείστας εκ των μελλουσών να διαλυθώσι Μονών υπάρχουσιν εικονογραφικοί θησαυροί Βυζαντινής Τέχνης, από του ΙΣΤ΄ - ΙΗ΄ αιώνος, αξίας μεγάλης, τόσον διά την καθ’ αυτό καλλιτεχνικήν έκφανσιν όσον και την Αρχαιολογικήν - Ιστορικήν σημασίαν αυτών. Διά να επιτελεσθή τοιούτον τολμηρόν εγχείρημα, έπρεπε να ληφθώσιν εκ των προτέρων μέτρα ανάλογα, ώστε οι θησαυροί ούτοι να μη υποστώσι την εγκληματικήν τύχην των χιλιάδων άλλων, αι οποίαι απωλέσθησαν».

Η συγχώνευση των μονών δίδει αφορμή και ο Άγγελος Σικελιανός, που ησυχάζει - δεν ησυχάζει στην Ι. Μ. Οσίου Σεραφείμ στον Ελικώνα, γράφει στις 21 Απρίλη 1920 στον Νίκο Καζαντζάκη και του ζητεί ρουσφέτι. Ο Καζαντζάκης ήταν τότε (1919-1920) γενικός διευθυντής στο υπουργείο Περιθάλψεως. Του ζητεί, λοιπόν, ο Σικελιανός να μεσολαβήσει στον Μελέτιο, τον οποίο αποκαλεί «μεγαλοφυή σεβασμιώτατο», ώστε να διατηρηθεί η αυτονομία της Μονής του Οσίου Σεραφείμ στον Πρόδρομο Βοιωτίας και να μην υπαχθεί στη Μονή του Οσίου Λουκά. Η επιστολή έχει δημοσιευτεί ασχολίαστη στο πολύτιμο περιοδικό «η λέξη» (τ. 139, Μάιος - Ιούνιος ’97) των Α. Φωστιέρη και Θ. Νιάρχου («Άγγελος Σικελιανός: Τρεις επιστολές στον Νίκο Καζαντζάκη»).

Και ιδού: «Βρίσκομαι στον Ελικώνα στη Μονή τού Οσίου Σεραφείμ, σε τέτοια δόξα από νερά, από κυπαρίσσια, από αηδόνια, σε τέτοιαν άβυσσο δροσιάς και χλόης και λουλουδιού! Δυο κυπαρίσσια ασύγκριτα φρουρούν το δρόμο της ματιάς μου προς τη θάλασσα κι οι πλαγιές ολόγυρά μου από τον ανθισμένο ασφάλαχτο είν’ ολόχρυσες. Και την αυτήν μορφήν μεταβάλλομαι από δόξης εις δόξαν.

Έρχομαι να σε παρακαλέσω αφού είσαι ακόμα ο «Γενικός» κ’ εγώ όπως πάντα δίνω όλη τη δυνατή envergure στον τίτλο, να μεσολαβήσεις, μα με την καρδιά σου, για το εξής:

Αυτή η Μονή, κατά τις αποφάσεις τού μεγαλοφυούς σεβασμιωτάτου, πρόκειται να συγχωνευθεί με την Μονή τού Οσίου Λουκά. Κανένας δεν εφρόντισε να πληροφορηθεί ότι είναι απόκεντρη και σε καθαρή ερημία και αυστηρότητα. Στη Ρούμελη -είναι η Μονή που δεν πατούν γυναίκες- άρκεσε για να πιστέψουν ότι αξίζει ν’ αφεθεί στην τύχη της. Κανείς δε φρόντισε να πληροφορηθεί, δε λέω για την εξαίσια παράδοσή της, αλλά γενικά για την κατάστασή της. Πουθενά δεν είδα τόση αληθινή φροντίδα, λάμπει ο λόγγος από τη φροντίδα αυτή, η καλλιέργεια αναβρύζει σε άμετρες χάρες γύρα της, τα σπίτια είναι εξαίσια, η εκκλησία το ίδιο, όλα, όλα. Η οικονομική κατάστασή της είνε ανθηρότατη, αλλά το εκκλησιαστικό Ταμείο, υπολογίζοντας σ’ αυτή την ανθηρότητα δεν εστοχάστη πόσοι κόποι εχρειαστήκανε και πως, αν αφεθεί απ’ τους Μοναχούς, σε λίγο θα να σωριαστεί το θαύμα αυτό. Ξέρω πως δεν είνε δυνατό ν’ ανακληθεί έτσι αμέσως η απόφαση της συνόδου για τη συγχώνευση - αλλ’ αυτό που θα Σε παρακαλούσα, θα είταν να σταλεί ένας άνθρωπος να ιδεί με τα μάτια του τι έγκλημα θα είνε η εγκατάλειψή της. Αυτό προσπάθησε όσο μπορείς να το επιτύχουμε. Έπρεπε νάσαι αυτή την ώρα ανάμεσα στα κυπαρίσσια της, στη θεϊκή ερημιά της, για να ιδείς πόσο έχω δίκιο. Έχε υπ’ όψη σου προ παντός την ανάγκη τhς αποστολής ενός ανθρώπου εδώ. Τα επιχειρήματα για την ανεξάρτητη συντήρησή της είναι τόσα, που βαρυέμαι να σου τ’ αραδιάσω».

 

Σημείωση

Πάντως, η μονή έχει συνεχή λειτουργία από την ίδρυσή της έως σήμερα. Το 1826, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταστάθηκε για κάποιο διάστημα στη μονή και έδωσε μάχη με τα στρατεύματα των Τούρκων. Σήμερα, στη μονή βρίσκεται η Αγία Κάρα και μέρος των Ιερών Λειψάνων του Οσίου, καθώς και μια εικόνα του που χρονολογείται στον 17ο αιώνα. Είναι «άβατον» για τις γυναίκες κατ’ εντολή του Οσίου, η μνήμη της κοίμησης του οποίου εορτάζεται στις 6 Μαΐου (http://www.kiriakivillage.gr/?page_id=370).