Του π. Αντωνίου Χρήστου

Υπάρχουν πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί που κατατάσσουν τους εαυτούς τους στα πιστά μέλη της Εκκλησίας, χωρίς, όμως, να εκκλησιάζονται τακτικά. To ανησυχητικότερο είναι ότι δεν θεωρούν τη στάση τους αυτή ελλειμματική σε σχέση με την πίστη τους και δηλώνουν ότι συμμετέχουν στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μόνο όταν νιώσουν την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Σε συζήτηση μαζί τους, διατυπώνουν την άποψη ότι πιστεύουν, αλλά με τον δικό τους τρόπο, και ότι ο Θεός είναι μέσα μας και δεν χρειάζονται τόσο οι «εξωτερικές» εκδηλώσεις λατρείας σε συγκεκριμένο τόπο, άλλωστε ο Θεός είναι πανταχού παρών. Κάποιοι, μάλιστα, περνάνε και στην αντεπίθεση, δεν διστάζουν να τα βάζουν και με αυτούς που εκκλησιάζονται τακτικά, κατηγορώντας τους ότι είναι υποκριτές, ότι κουτσομπολεύουν τους άλλους τι φορούν, αντί να λατρεύουν τον Θεό, και κλείνουν με το συμπέρασμα ότι προτιμούν να προσεύχονται μόνοι τους σε κάποιο εξωκλήσι ή στο σπίτι τους, παρά να συμμετέχουν ενεργά στη λατρευτική σύναξη της ενορίας τους, ξεχνώντας ότι στα νοσοκομεία δεν βλέπεις μόνο γιατρούς και νοσηλευτές, αλλά βλέπεις κυρίως αρρώστους...!

Τόσα, αλλά μαζεμένα, λοιπόν, που ουσιαστικά στην πράξη αναιρούν την πίστη την οποία θεωρούν ότι εκδηλώνουν (για να μην είμαστε απόλυτοι, αφού μόνο ο Θεός μπορεί να το κρίνει αυτό), την καθιστούν, όμως, σίγουρα μονοδιάστατη και επιφανειακή, αφού «εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν» (68ος ψαλµός).

Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, στην αναίρεση των παραπάνω με κάποια ερωτήματα: α) Ωφελεί κάποιον να πιστεύει και να παραδέχεται την υγιεινή διατροφή, χωρίς, όμως, ο ίδιος να την υιοθετεί στην προσωπική του ζωή και στις καθημερινές του διατροφικές συνήθειες; β) Μπορεί κάποιος να πει ότι πιστεύει πως ο αθλητισμός ωφελεί την υγεία του σώματος και είναι ωραίο κανείς να γυμνάζεται, χωρίς ο ίδιος προσωπικά να το εφαρμόζει στη ζωή του, ή να γράφτηκε σε κάποιο γυμναστήριο, αλλά να μην πατά εκεί σχεδόν ποτέ; γ) Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι θα μάθει μια ξένη γλώσσα επειδή γράφτηκε σε κάποιο φροντιστήριο, χωρίς ο ίδιος να πηγαίνει στα μαθήματα και να αφιερώνει χρόνο για διάβασμα και ασκήσεις; Θα μπορούσαμε να δώσουμε και άλλα πολλά ανάλογα ερωτήματα από την καθημερινότητά μας... Αφού οι απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα που αφορούν το επιστητό δείχνουν αμέσως κάποιο έλλειμμα εκ μέρος αυτών που ισχυρίζονται αυτά, γιατί να μη συμβαίνει, και μάλιστα πολύ περισσότερο, για πράγματα που αφορούν το υπεραισθητό;

Η ψυχή μας τρέφεται με τη Θ. Ευχαριστία, καθαρίζεται με το μυστήριο της μετανοίας-Ιεράς Εξομολογήσεως και ψυχαγωγείται με την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ή των πατερικών και γενικότερων ψυχωφέλιμων κειμένων ή την ακρόαση σπουδαίων ψαλμών

Πρέπει, λοιπόν, όλοι να εισχωρήσουμε στην Ορθόδοξη ανθρωπολογία της Εκκλησίας μας και να αντιληφθούμε ότι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ενότητα (ο βιολογικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής εκ του σώματος) και, όπως το σώμα μας πρέπει να τραφεί για να συντηρηθεί, να καθαριστεί με το λουτρό για να διατηρείται καθαρό και να ψυχαγωγείται για να περνά όμορφα και ευχάριστα, έτσι και η ψυχή μας τρέφεται με τη Θ. Ευχαριστία, καθαρίζεται με το μυστήριο της μετανοίας-Ιεράς Εξομολογήσεως και ψυχαγωγείται με την ανάγνωση της Αγίας Γραφής ή των πατερικών και γενικότερων ψυχωφέλιμων κειμένων ή την ακρόαση σπουδαίων ψαλμών τόσο σε μέλος όσο και νόημα.

Αν παραθεωρήσουμε αυτές τις αλήθειες, ο Θεός δεν παθαίνει τίποτα, είναι απαθής. Εμείς, όμως, με τη μη μετοχή μας στα μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας, παθαίνουμε, και μάλιστα γινόμαστε νεκροί με τα μάτια μας ανοιχτά (πνευματικός θάνατος, ο οποίος είναι χειρότερος από τον βιολογικό), κάτι που φαίνεται μόνο από την «αποσύνθεσή» μας, τους καρπούς των λόγων και των έργων μας, δηλαδή, που είναι, δυστυχώς, όλα αυτά τα εγκλήματα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, αυτές τις τραγικότητες και τα αδιέξοδα στα οποία εγκλωβιζόμαστε, μακριά από τη χάρη Του Θεού, η οποία είναι απαραίτητη, γιατί, όπως μας διαβεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριός μας: «...ότι χωρὶς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. 15,5). Πιστός σημαίνει συμμετοχή στη λατρεία και τήρηση των εντολών.