Του αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζα, ιεροκήρυκα της Ι.Μ. Κερκύρας, Διευθ. Προσωπικού Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

 

Καθώς έμπαινε ο Χριστός στην Καπερναούμ, Τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, λέγοντάς Του ότι ο δούλος του ήταν παράλυτος και ταλαιπωρούνταν άσχημα. «Έρχομαι να τον θεραπεύσω», του απαντά ο Ιησούς, κι εκείνος αποκρίνεται: «Κύριε, δεν είμαι άξιος για να έρθεις στο σπίτι μου. Πες μονάχα έναν λόγο και θα θεραπευτεί. Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που έχω εξουσία κι έχω από κάτω μου στρατιώτες και λέω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει και στον άλλο “έλα” κι έρχεται και στον δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Θαύμασε ο Ιησούς την πίστη του εκατόνταρχου και είπε: «Αληθινά, τόση πίστη δεν βρήκα σε κανένα Ισραηλίτη. Και σας λέω ότι στη Βασιλεία των Ουρανών πολλοί από την Ανατολή και από τη Δύση θα έρθουν και θα καθίσουν δίπλα στον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ενώ οι υιοί της Βασιλείας θα εξοριστούν στο αιώνιο σκοτάδι, όπου θα είναι ο θρήνος και ο τρόμος». Στράφηκε, τέλος, στον εκατόνταρχο και του είπε: «Πήγαινε, ας γίνει όπως πίστεψες». Και την ίδια στιγμή ο υπηρέτης του εκατόνταρχου θεραπεύτηκε (Ματθ. 8, 5-13).

Δύο στοιχεία, ουσιαστικά για την πνευματική ζωή, διαθέτει ο εκατόνταρχος της περικοπής. Την ταπείνωση και την πίστη. Παρόλο που είναι άνθρωπος υπεροχής, διακεκριμένος ανάμεσα στο ρωμαϊκό στράτευμα, αναγνωρίζει ότι ενώπιον του Θεού είναι μικρός και ασήμαντος, ανάξιος, όπως ομολογεί, για να τον επισκεφθεί ο Υιός του Θεού. Για αυτό δεν προσκαλεί τον Χριστό στο σπίτι του, όπως έκαναν πολλοί άλλοι σε παρόμοιες περιστάσεις, αλλά έχει την πίστη, την ακράδαντη βεβαιότητα ότι αρκεί ένας μονάχα λόγος του Κυρίου και ο υπηρέτης του θα γίνει καλά. Και το δικαιολογεί με έναν απλό και αναντίρρητο τρόπο: Αν στις εντολές του αξιωματικού οι στρατιώτες σπεύδουν να υπακούσουν, πόσω μάλλον θα υπακούσει η ίδια η φύση στο θέλημα του Δεσπότη και Δημιουργού της.

Αυτή η ταπείνωση και αυτή η πίστη πολλές φορές απουσιάζουν από τους ανθρώπους που θεωρητικά βρίσκονται πιο κοντά στον Θεό. Ίσως επειδή θεωρούν τον εαυτό τους «περιούσιο λαό» του Θεού και, σαν τα κακομαθημένα παιδιά, εκλαμβάνουν ως αυτονόητα κάποια πράγματα, τα οποία ωστόσο δεν είναι και τόσο δεδομένα. Το ότι βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είμαστε σεσωσμένοι, ούτε καθαροί, ούτε άγιοι. Δεν αρκεί κανείς να εισέλθει στο λουτρό για να καθαριστεί, αλλά είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει ότι δεν είναι καθαρός και, στη συνέχεια, να λουστεί, επιμένοντας στα δύσκολα σημεία. Δυστυχώς, στο θέμα της αυτογνωσίας και της ταπείνωσης συχνά υπολειπόμαστε εμείς που βρισκόμαστε κάτω από τη χάρη του Θεού, ενώ οι μακράν διατηρούν έστω το δέος και τον σεβασμό απέναντι στην ιερότητα του μυστηρίου της Εκκλησίας.

Από τη στιγμή που υπάρχει έλλειμμα ταπεινώσεως, υπάρχει και έλλειμμα πίστεως. Γιατί, χωρίς ταπείνωση, το κάθε αίτημά μας προς τον Θεό δεν αποτελεί ικεσία, αλλά απαίτηση, η οποία δεν στηρίζεται στην αγάπη του Θεού, αλλά στη δική μας αυτοεκτίμηση και υπερηφάνεια. Τότε ακόμα και η προσευχή γίνεται υποκρισία και αιτία κατακρίσεως, σαν την προσευχή του Φαρισαίου. Για αυτό και ο Χριστός τονίζει σε όλους μας ότι δεν αρκεί να είναι κανείς υιός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, δηλαδή δεν αρκεί να είναι μέλος της Εκκλησίας, για να καθίσει ανάμεσα στους δοξασμένους της Βασιλείας του Θεού. Απαιτείται πίστη. Πίστη απλή, άδολη, ταπεινή, σαν του εκατόνταρχου της σημερινής διήγησης του Ευαγγελιστή Ματθαίου. Μια πίστη η οποία, δυστυχώς, απουσιάζει στις μέρες μας, κι όμως αποτελεί το ζητούμενο της πνευματικής μας πορείας.

Συχνά επιζητούμε το θαύμα στη ζωή μας και λησμονούμε ότι αυτό επιτελείται σύμφωνα με το μέτρο της δικής μας πίστεως. Αντί, επομένως, να απελπιζόμαστε όταν νιώθουμε ότι ο Θεός δεν απαντά στις προσευχές μας, ας εργαστούμε ώστε αυτές να γίνονται με περισσή ταπείνωση και με αληθινή πίστη απέναντι στον Θεό.