Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

 

Η επί της αρχής ψήφιση του νομοσχεδίου για τη δυνατότητα αλλαγής φύλου χωρίς προϋποθέσεις δημιούργησε πληθώρα αντιδράσεων, προερχόμενων τόσο από εκκλησιαστικούς κύκλους όσο και από την κοινωνία εν γένει. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ανάλογα ζητήματα απασχολούν είτε τα Κοινοβούλια είτε τον δημόσιο λόγο σε διάφορες χώρες και τούτο εγείρει προβληματισμούς για το κατά πόσον η ανακίνηση αυτού του θέματος αποτελεί προϊόν διεθνών λόμπι.

Είναι γεγονός ότι τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση δρουν ισχυρότατα λόμπι, που προωθούν τα ζητήματα αυτά. Κατά τη διάρκεια συγγραφής αυτού του κειμένου δεν είχε ακόμη ψηφισθεί κατ’ άρθρο και εν τω συνόλω του το εν λόγω σχέδιο νόμου. Έχουν όμως ήδη υπάρξει πλούσια αρθρογραφία και πολλές τοποθετήσεις ειδικών και μη επί του θέματος. Ορισμένοι συνέδεσαν την απροϋπόθετη αλλαγή φύλου με αναγνώριση ατομικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικά ο Μανώλης Κοττάκης γράφει στην «Εστία» (30/9) ότι «πρώτον (αναφορικά με την ομόφυλη οικογένεια), ο νομοθέτης έρχεται να ρυθμίσει κάτι που ήδη συμβαίνει. Ατύπως. Δεύτερον, ο νομοθέτης δεν επιβάλλει συμπεριφορές. Δίνει δικαίωμα. Τρίτον, η ομόφυλη οικογένεια είναι παράγωγο και της κρίσης που περνά η παραδοσιακή οικογένεια… Αναφερόμαστε σε μεταβολές που υπερβαίνουν πλέον ιδεολογίες».

Με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, το άτομο που επιθυμούσε να αλλάξει φύλο έπρεπε να προβεί σε ιατρικές επεμβάσεις, τις οποίες ο νομοθέτης αναγνώριζε εκ των υστέρων με δικαστική απόφαση. Με το νέο σχέδιο νόμου αναγνωρίζεται αλλαγή φύλου ακόμη και σε κάποιον ο οποίος διατηρεί ακέραια τα χαρακτηριστικά του φύλου που επιθυμεί να αλλάξει. Το επιχείρημα ότι το φύλο είναι μια φαντασιακή κατασκευή, που δεν έχει σχέση με τη βιολογική πραγματικότητα, πρέπει να εξετάσουμε πού οδηγεί πρακτικά. Υπάρχουν περιπτώσεις νεκροφιλίας, κοπροφιλίας, κτηνοβασίας, σαδισμού, μαζοχισμού, ασφυξιοφιλίας, αποτεμνοφιλίας κ.λπ. Με το σκεπτικό της νομικής αναγνώρισης υφιστάμενων πραγματικοτήτων και μάλιστα αφορωσών ανήλικους, τίθενται δύο ερωτήματα: Πολλές από αυτές τις παρά φύσιν έξεις προσβάλλουν βαθύτατα την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και κάποτε τη σωματική ακεραιότητά τους, είτε γίνονται κοινή συναινέσει είτε όχι. Εάν τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου βασίζονται στη λογική της αξιοπρέπειας και της προστασίας της ακεραιότητάς του, τότε η ανθρώπινη βούληση δεν είναι ασύδοτη. Δύναται να είναι αυτοκαταστροφική ή ετεροκαταστροφική.

Εάν αφεθεί ασύδοτος ο χώρος της εγκεφαλικής φαντασίωσης εν ονόματι της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, ανοίγουμε τους ασκούς του Αιόλου. Δεν είναι δυνατόν αφενός να τιμωρείται η παιδεραστία και αφετέρου να διευκολύνεται ένας ανήλικος να αλλάξει φύλο. Κατά τον Ποινικό Κώδικα, τούτο αποτελεί «διευκόλυνσιν αλλοτρίας ακολασίας». Με το νέο νομοσχέδιο δεν απαιτείται προσκόμιση ιατρικής βεβαίωσης σχετικά με τη σωματική ή ψυχική υγεία του αιτούντος ή της αιτούσης αλλαγή φύλου. Σύμφωνα όμως και με τα στοιχεία που παρατίθενται στο υπόμνημα που υπέβαλε στα τέλη Σεπτεμβρίου η Ανώτατη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος προς τη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, «...είναι δε τεκμηριωμένο ιατρικά και στατιστικά ότι όσοι απευθύνονται σε κλινικές αλλαγής φύλου παρουσιάζουν αυξημένη ψυχοπαθολογία και ψυχοκοινωνική ευαλωτότητα, με εντυπωσιακά αυξημένη μάλιστα συχνότητα των διαταραχών του φάσματος του αυτισμού (παρατίθενται παραπομπές κλινικών μελετών). Για τον λόγο αυτόν η ψυχική υγεία του αιτούντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαδικασία αλλαγής φύλου, για την προστασία κυρίως του ιδίου. Διότι εάν λ.χ. κάποιος χαρακτηρίζεται από δυσφορία γένους, που είναι κωδικοποιημένη νόσος στο Διεθνές Σύστημα ICD ... και προβεί πρόχειρα σε αίτηση διόρθωσης καταχωρισμένου φύλου, με βάση το προτεινόμενο σχέδιο νόμου, χωρίς έρευνα της κατάστασης της ψυχικής του υγείας, από περιέργεια, ή ως πείραμα για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, είναι εξαιρετικά πιθανό, εφόσον η Πολιτεία τον ενθαρρύνει να αλλάξει τόσο εύκολα τη δήλωση του φύλου, να θελήσει αργότερα να προβεί και σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου».

Το ζήτημα αυτό έχει ασφαλώς πολλές διαστάσεις. Στο υπόμνημα της Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι με το νέο σχέδιο νόμου αναγνωρίζεται νομικά η ύπαρξη ατόμων τα οποία έχουν προβεί σε μερική αλλαγή των βιολογικών χαρακτηριστικών του φύλου τους και ανήκουν σε μια τρίτη κατηγορία, τα μεσοφυλικά (intersex) άτομα, τα οποία παλαιότερα αποκαλούνταν ερμαφρόδιτα, όπως αναγνωρίζει και η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου. Όπως όμως πολύ ορθά επισημαίνεται στο υπόμνημα, η ύπαρξη των μεσοφυλικών ατόμων έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικές διατάξεις που κάνουν σαφώς λόγο περί δύο φύλων. Η υιοθέτηση παρόμοιων απόψεων από το ελληνικό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να γίνει δεκτή υπό το φως των θέσεων που αναπτύχθηκαν πιο πάνω και που αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό ως προς τα επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί και που ουσιαστικά αντλούνται από τον χώρο του φυσικού Δικαίου και τον σχηματισμό των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών επί της Γης.