Στην εποχή μας αντιλαμβανόμαστε πλέον όλοι, ότι ζούμε στα πλαίσια της παγκοσμιοποιήσεως, αναζητώντας τα χαρακτηριστικά της και αντιμετωπίζοντας τις συνέπειές της. Αλλά και ως μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε και να προσαρμόσουμε τις προοπτικές της αποστολής μας στο νέο περιβάλλον της οικονομική και πολιτισμικής παγκοσμιοποιήσεως, καλούμενοι να διακονήσουμε τον σύγχρονο άνθρωπο, την κορωνίδα της δημιουργίας του Παντεφόρου Θεού.

Η Εκκλησία κατ’ αρχήν, καλεί τον άνθρωπο να μεταμορφώσει την ζωή του, η οποία δεν μπορεί να τεμαχισθεί, διαιρούμενη σε «τμήματα». Ως φιλόστοργη Μητέρα τον αγκαλιάζει στην ολότητά του, προσφέροντας ολοκληρωμένη πρόταση ζωής.

Έπειτα, η κτίση, η φύση, η κοινωνία των προσώπων, ο πολιτισμός, τα κράτη είναι καθ’ εαυτά αντικείμενα της ιεραποστολής της Εκκλησίας, τα οποία επιδιώκει διαρκώς να προσλαμβάνει και να μεταμορφώνει. Υπ’ αυτήν την έννοια η παγκόσμια κοινωνία καθίσταται το γόνιμο έδαφος της Ευαγγελικής Παραβολής του Σπορέα, όπου θεμελιώδεις χριστιανικές αρχές, όπως της αγάπης, του σεβασμού, της αξίας του προσώπου κ.α., θα μπορούσαν να μεταλαμπαδευθούν σε ολόκληρο τον κόσμο, κατά τρόπο όμοιο με την διάδοση του Χριστιανισμού στην τότε παγκόσμια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Η παραπάνω θέση εκφράζει ίσως την ιδεατή έννοια της παγκοσμιότητος, όμως η πραγματικότητα διέπεται από την παγκοσμιοποίηση, με ισχυρά αρνητικά χαρακτηριστικά –πέρα των όποιων θετικών- όπως την επιβολή ενός συστήματος σκέψης, το οποίο συνθλίβει τις ανθρώπινες σχέσεις, ισοπεδώνει τις ιδιαιτερότητες των λαών και παραμερίζει πανανθρωπικά ιδανικά και αξίες.

Η παρούσα κατάσταση ωστόσο, δεν πρέπει να μας γεννά την απαισιοδοξία, αλλά ως παιδιά του Θεού της Αγάπης, καταυγαζόμενα από το ελπιδοφόρο και ανέσπερο Φως της Αναστάσεως, μπορούμε να προχωρούμε σε τολμηρές παρεμβάσεις και δίκαιους κοινωνικούς αγώνες. Ίσως εμείς να μην μπορούμε π.χ. να αντιμετωπίσουμε, ως Εκκλησία, το φαινόμενο της ανεργίας και των προσωπικών συνεπειών που επιφέρει, δια της ιδρύσεως γραφείων ευρέσεως εργασίας, αλλά μπορούμε, πέρα από την οφειλετική συμπαράσταση προς τον πάσχοντα άνθρωπο, να διακηρύξουμε με ζέση το Ευαγγελικό Κήρυγμα περί της κακώς εννοούμενης ιδιοκτησίας, του πλούτου, της πλεονεξίας, των ανισοτήτων, της εκμεταλλεύσεως. Να στηλιτεύσουμε τις συνειδήσεις εκείνων, οι οποίες ανενδοίαστα ζητούν την μετοχή τους στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου με τους λοιπούς αδελφούς, όταν στην υπόλοιπη ζωή τους, τους αποκλείουν από την εργασία, κερδοσκοπούν εις βάρος του συνόλου, εκδηλώνουν κατ’ ουσία ρατσιστικές τάσεις, όταν ζητούν εύρρωστους και εκλεκτούς συνεργάτες, αποστερούν την νόμιμη αμοιβή από τους εργαζομένους –ιδίως αν αυτοί είναι και αλλοδαποί- ή προχωρούν σε κάθε μορφής διακρίσεις και αδικίες. Οφείλουμε να αρνηθούμε την φαρισαϊκής μορφής ελεημοσύνη, όταν αυτή αποτελεί προϊόν αρπαγής και αδικίας και, ως «καταπραϋντικό» της ενόχου συνειδήσεως, προσφέρεται προς τους εμπερίστατους συνανθρώπους.

Ακόμη, ως Εκκλησία, της οποίας η ιστορική πορεία είναι αδιάσπαστα συνυφασμένη με τους αγώνες του Έθνους μας, οφείλουμε να διακηρύξουμε την εμμονή μας στις διαχρονικές αρχές των λαμπρών προγόνων μας και των Εκκλησιαστικών Πατέρων μας, οι οποίοι διεμόρφωσαν μία ισχυρή ζώσα Παράδοση, η οποία δεν παραμένει εγκλωβισμένη στην στατικότητα και την στείρα αναμόχλευσή της, αλλά επεκτείνεται δυναμικά στο μέλλον, προσλαμβάνοντας κάθε θετικό στοιχείο, προερχόμενο από αλλοεθνείς ή αλλοδόξους αδελφούς, χωρίς να επιζητεί την ακούσια αφομοίωσή τους.

Μέσα στα πλαίσια και το φως της υγιούς Ορθόδοξης διδασκαλίας, καλούμαστε όλοι, Κλήρος και λαός, η Εκκλησία, να προσεγγίσουμε τα αδιέξοδα των συνανθρώπων μας στη σύγχρονη, αδυσώπητα ανταγωνιστική, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Να καλλιεργήσουμε τις ευαισθησίες και να εμφυσήσουμε, με τη δύναμη του Θεού, το γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος, ώστε οι άνθρωποι να βρίσκουν πάντοτε την «χρυσή τομή» ανάμεσα στην εξασφάλιση του προσωπικού έντιμου βιοπορισμού και στην αποτροπή της εκμεταλλεύσεως των άλλων, στην διατήρηση της γαλήνης της παραδοσιακής οικογένειας και την κριτική προσέγγιση του δυτικού πολυδιάσπαστου τρόπου ζωής, στην ενδυνάμωση του χριστιανικού πνεύματος της κοινωνικής αλληλεγγύης και στην απόρριψη του εγωκεντρικού ισοπεδωτικού ατομισμού και του άνομου συμφέροντος.

Αυτή η στάση τοποθετεί, πιστεύουμε, την Εκκλησία μας στην πορεία μίας κριτικής δυναμικής αντίστασης έναντι των παγκοσμιοποιημένων τεκταινομένων και καθιστά την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, οδοδείκτη των ανθρώπων, μέσα στις διαδικασίες εξελίξεως του παγκόσμιου γίγνεσθαι.

 

† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β’