«ὁ λα­ός ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα» (Μάτθ. 4, 16).

 

Ζοῦ­με, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί,  στὸν ἀ­πό­η­χο τῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τῆς τῆς Θεί­ας Ἐ­πι­φα­νεί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ, πού ἀ­να­γνώ­σα­με σή­με­ρα, μᾶς μι­λά­ει γιὰ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, λί­γο με­τὰ τὴν Βά­πτι­σή Του.

 

Ἕ­νας στί­χος, λοι­πὸν, ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­κο­πὴ, μᾶς με­τα­φέ­ρει μί­α προ­φη­τεί­α τοῦ Προ­φή­του Ἡ­σα­ΐ­α, πού λέ­ει: «Ὁ λα­ὸς, ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν σκό­τει καὶ σκιᾷ θα­νά­του φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς». (Μάτθ. δ, 16). Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­δῶ ὁ Προ­φή­της σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α κα­θό­ταν ὄ­χι σὲ κά­ποι­ο αἰ­σθη­τὸ σκο­τά­δι, ἀλ­λὰ στὸ σκο­τά­δι, πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν πλά­νη καὶ τὴν ἀ­σέ­βεια. Γι’ αὐ­τὸ, καὶ το­νί­ζει, στὴ συ­νέ­χεια, αὐ­τὸ τὸ νο­η­τὸ σκο­τά­δι, ἀ­πο­κα­λών­τας το «σκιὰ θα­νά­του».

 

Πράγ­μα­τι, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ, πού ὁ ἄν­θρω­πος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν Θε­ὸ καὶ ἐκ­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πὸ τὸν Πα­ρά­δει­σο, σι­γὰ-σι­γά, στα­δια­κά, ἄρ­χι­σε νὰ βυ­θί­ζε­ται σὲ ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ σκό­τος. Θέ­λη­σε νὰ στη­ρι­χτεῖ στὶς δι­κές του δυ­νά­μεις καὶ γνώ­σεις, ἀρ­νή­θη­κε τὸν Θε­ό, Τὸν λη­σμό­νη­σε, καὶ ἀ­πώ­λε­σε τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ πη­γὴ τοῦ φω­τὸς καὶ τῆς γνώ­σε­ως. Ἂν πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὴν ἐ­πο­χὴ, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε τὴν ἐμ­φά­νι­σή του ὁ Κύ­ριος ἠ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με παν­τοῦ νὰ κυ­ρια­ρχεῖ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ καὶ ἠ­θι­κὸ σκο­τά­δι. Ὁ Θε­ὸς εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πὸ τὰ ποι­κί­λα εἴ­δω­λα, τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, τὶς ἐ­φά­μαρ­τες ἡ­δο­νὲς καὶ ἀ­πο­λαύ­σεις. Τὸ πο­λι­τεια­κὸ σύ­στη­μα, σε­σα­θρω­μέ­νο δη­μι­ούρ­γη­μα τῆς ρω­μα­ϊ­κῆς μα­ται­ο­δο­ξί­ας, προ­έ­βα­λε καὶ ἐ­λά­τρευ­ε ὡς ὑ­πέρ­τα­το ἄρ­χον­τα καὶ θε­ὸ, τὸ πρό­σω­πο τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα. Ἡ Φι­λο­σο­φί­α εἶ­χε ἐκ­πέ­σει καὶ με­τα­τρα­πεῖ σὲ μί­α στεῖ­ρα σο­φι­στεί­α, πού πα­ρα­θε­ω­ροῦ­σε τὴν ἀ­λή­θεια, τὴν δι­και­ο­σύ­νη καί τὴν ἀ­λη­θι­νὴ σο­φί­α. Ἡ κοι­νω­νί­α βρι­σκό­ταν σὲ ἄ­θλιο ἐ­πί­πε­δο, τὸ ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο δὲν εἶ­χε ἀ­ξί­α, ἡ γυ­ναί­κα θε­ω­ροῦν­ταν πράγ­μα, res, ἡ δου­λεί­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σε φυ­σι­κὸ φαι­νό­με­νο. Ἀ­κό­μα καὶ ὁ πε­ρι­ού­σιος λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ ἰσ­ρα­η­λι­τι­κός, εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὸ Φῶς τῆς ἀ­λη­θεί­ας, γι’ αὐ­τὸ καὶ δὲν ἀ­πο­δέ­χθη­κε τὸν Χρι­στό.

 

Αὐ­τὸ, τὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι, ἦ­ταν τό­σο πυ­κνό, πού ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς, θέ­λον­τας νὰ τὸ το­νί­σει, τὸ ἀ­πο­κα­λεῖ «σκιὰ θα­νά­του». Ἦ­ταν τό­σο πυ­κνό, πού οἱ ἄν­θρω­ποι δὲν μπο­ροῦ­σαν πλέ­ον νὰ βα­δί­σουν σ’ αὐ­τό. Μό­νον κά­θον­ταν μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­λυ­το σκό­τος, ἀ­πελ­πι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὶς μά­ται­ες προ­σπά­θει­ές τους νὰ ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πὸ αὐ­τό. Μέ­σα σ’ αὐ­τὴ τὴν ἔ­σχα­τη κα­τά­πτω­ση «φῶς ἀ­νέ­τει­λεν», ὁ νο­η­τὸς Ἥ­λιος τῆς Δι­και­ο­σύ­νης, ὁ Κύ­ριος ἠ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, καὶ ὅ­λος αὐ­τὸς ὁ λα­ὸς, ὁ ἀ­πελ­πι­σμέ­νος, «εἶ­δε φῶς μέ­γα», τὸ νο­η­τὸ Φῶς, τὸ ἀ­λη­θι­νὸ Φῶς, τὸ Φῶς τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ τῆς γνώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ.  Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σω­τή­ριο ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἀρ­χί­ζει νὰ ἀ­να­τέλ­λει ἡ ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ἡ προ­ο­πτι­κή τοῦ ἀ­πεγ­κλω­βι­σμοῦ ἀ­πὸ τὰ πά­θη, ἡ ἀ­νά­σα τῆς συγ­γνώ­μης, ἡ ἀ­να­κού­φι­ση τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης, ἡ ἀ­γαλ­λί­α­ση τῆς ἄ­πει­ρης ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, τῆς χω­ρὶς ὅ­ρια καὶ φραγ­μούς.

 

Γι’ αὐ­τὸ τὸν λό­γο καὶ ἡ προ­χθε­σι­νὴ Ἑ­ορ­τὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται Θε­ο­φά­νεια καὶ Φῶ­τα, ἐ­πει­δὴ,  μὲ τὴν Βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ φα­νε­ρώ­νε­ται στὸν κό­σμο ἡ τρι­συ­πό­στα­τη Θε­ό­τη­τα, ὁ Πα­τήρ, ὁ Υἱ­ὸς καὶ τὸ­  Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, καὶ γί­νε­ται αὐ­τὴ ἡ ἡ­μέ­ρα, ἡ ἀ­παρ­χὴ τοῦ σω­τη­ρί­ου κη­ρύγ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κό­σμο.

 

Ἔ­χουν πε­ρά­σει πε­ρί­που δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια καί πλέ­ο­ν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη, πού ὁ Θε­ὸς φα­νε­ρώ­θη­κε «ἐν σαρ­κὶ» καὶ μᾶς προ­σέ­φε­ρε τὸ Φῶς τῆς ἐν Χρι­στῷ Ζω­ῆς. Ἐν τού­τοις, πα­ρα­τη­ροῦ­με καὶ σή­με­ρα νὰ κυ­ρια­ρχεῖ τὸ σκο­τά­δι τῆς ἀ­γνω­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Δὲν εἶ­ναι λί­γοι οἱ ἀ­δελ­φοί μας, ἀ­κό­μα καὶ κά­ποι­οι χρι­στια­νοί, πού ζοῦν στὴν πλά­νη καὶ τὴν ἀ­σέ­βεια. Καὶ αὐ­τὸ τὸ φαι­νό­με­νο οἱ ἐ­χθροί τῆς πί­στε­ώς μας θέ­λη­σαν νὰ τὸ χρε­ώ­σουν στὸ Πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καὶ στὴν ἁ­γί­α μας πί­στη, καὶ νὰ δεί­ξουν, ὅ­τι, τά­χα, ἀ­πέ­τυ­χαν τοῦ σκο­ποῦ τους. Ἂς προ­σέ­ξου­με, ὅ­μως, μί­α λε­πτο­μέ­ρεια: ὅ­πως ὁ φυ­σι­κὸς ἥ­λιος λάμ­πει, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ φω­τί­σει τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τῶν οἰ­κη­μά­των ἂν δὲν ἀ­νοί­ξου­με τὶς πόρ­τες καὶ τὰ παν­τζού­ρια, ἔ­τσι καὶ ὁ νο­η­τὸς Ἥ­λιος, ὁ Κύ­ριος καὶ Θε­ός μας, μὲ τὸν ἐρ­χο­μό Του στὸν κό­σμο ἀ­νέ­τει­λε τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο Φῶς τῆς Βα­σι­λεί­ας Του, ἀ­φή­νον­τας ἐ­μᾶς, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση καὶ ἀ­πό­φα­σή μας, νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τὸν Θεῖ­ο φω­τι­σμὸ καὶ νὰ κι­νη­θοῦ­με πρὸς Αὐ­τόν, τὴν πη­γὴ τοῦ φω­τὸς καὶ τῆς δι­και­ο­σύ­νης.

 

Ἀ­γα­πη­τοί μου!

 

Τὸ νό­η­μα ὅ­λων τῶν ἑ­ορ­τῶν, πού ἑ­ορ­τά­σα­με κα­τὰ τὴν διά­ρκεια τοῦ Ἁ­γί­ου Δω­δε­κα­η­μέ­ρου εἶ­ναι ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θεί­ου Φω­τὸς στὴ ζω­ή μας καὶ ἡ προ­σω­πι­κή τοῦ κα­θε­νὸς μας προ­σέγ­γι­ση καὶ τε­λεί­ω­ση ἐν Χρι­στῷ. Καὶ, μά­λι­στα, μὲ τρό­πο πού σέ­βε­ται τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴ δι­κή μας συ­ναί­νε­ση καὶ ἀ­πο­δο­χή, τὴ δι­κή μας συμ­με­το­χή. Ἀρ­κεῖ νὰ ση­κω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας καὶ νὰ κι­νη­θοῦ­με πρὸς τὸ Φῶς τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς ἀ­λη­θεί­ας, πού εἶ­ναι ὁ Ἴ­διος ὁ Χρι­στός μας.

 

Θὰ  τὸ προ­σπα­θή­σου­με; Ὁ Θε­ὸς νὰ δώ­σει. Ἀ­μήν.