Mετά την καταστροφή του κόσμου και των ανθρώπων με τον κατακλυσμό, πλην μόνο μιας οικογένειας, του ευσεβούς Νώε, έχουμε μια νέα αρχή. Ο Θεός κάνει μία διαθήκη με τον Νώε (βλ. Γεν. 9,1-17). Η διαθήκη αυτή συνοδεύεται από ένα σημείο, ως απόδειξη ότι γίνεται κάποια συμφωνία. Το σημείο της είναι ένα φυσικό φαινόμενο, το ουράνιο τόξο. Όπως θα δούμε στην συνέχεια των μελετών μας στην Παλαιά Διαθήκη, οι διαθήκες προϋποθέτουν όρους και από τις δύο πλευρές, που τις συνάπτουν.

Η διαθήκη όμως του Θεού με τον Νώε είναι μονόπλευρη, γιατί η πραγματοποίησή της δεν εξαρτάται από την εκ μέρους των ανθρώπων πιστή στάση τους προς τον Θεό, αλλά και ακόμη, η διαθήκη αυτή του Θεού με τον Νώε δεν είναι μόνο με αυτόν και τους απογόνους του, αλλά εκτείνεται σε όλη την δημιουργία. Είναι παγκόσμια.

Ο Θεός με την διαθήκη του αυτή υπόσχεται ότι δεν θα καταστρέψει πάλι την ανθρωπότητα με έναν άλλο κατακλυσμό (9,11), με την «διαπίστωση» ότι «έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (8,21). Ακριβώς όμως ο λόγος αυτός, ότι δηλαδή η «διάνοια του ανθρώπου έγκειται επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού», ήταν ο λόγος που ο Θεός επέφερε τον κατακλυσμό (βλ. 6,5.7.12). Πώς ο ίδιος λόγος λέγεται τώρα ως αιτία διά να μη ξαναγίνει κατακλυσμός; Διαφορετικά ερμηνεύεται ο λόγος αυτός στην μία και διαφορετικά στην άλλη περίπτωση. Την ροπή του προς το κακό, πριν από τον κατακλυσμό, ο άνθρωπος δεν προσπαθούσε να την συγκρατήσει. Αντίθετα, παρασύρθηκε σε πλήρη διαφθορά. Τώρα όμως, μετά τον κατακλυσμό, ο άνθρωπος θα αρχίσει αγώνα κατά του κακού. Αν πολλές φορές αμαρτάνει, αυτό προέρχεται από αδυναμία του, διότι «έγκειται η διάνοια αυτού επί τα πονηρά». Και γι᾽ αυτό είναι άξιος ελέους και ευσπλαχνίας, αφού αγωνίζεται κατά του κακού.

Ας ευχαριστήσουμε, λοιπόν, τον Θεό, γιατί ευδόκησε να βρει στην έμφυτο διαφθορά όλων μας μία βάση για την ευσπλαχνία Του! Ο κατακλυσμός είχε αναστατώσει τις εποχές και τις γεωργικές ασχολίες, οι οποίες όμως τώρα επανέρχονται (8,22). Και τώρα πάλι, μετά τον κατακλυσμό, ο άνθρωπος θα είναι κυρίαρχος στην κτίση, αλλά η κυριαρχία του αυτή θα εξασκείται όχι με ειρήνη, αλλά με φόβο. «Ο τρόμος σας και ο φόβος σας θα είναι σ᾽ όλα τα θηρία της γης και σ᾽ όλα τα πτηνά του ουρανού» (9,2), λέει ο Θεός. Τώρα, μετά τον κατακλυσμό, για την συντήρηση της ζωής του ο άνθρωπος επιτρέπεται να φονεύει και να τρώει τα ζώα (9,3), πράγμα που απαγορευόταν από την αρχή (1,29). Απαγορεύεται όμως στον άνθρωπο να πίνει αίμα ζώων (9,4), γιατί κατά την Αγία Γραφή το αίμα θεωρείται η έδρα της ζωής και η ζωή ανήκει απόλυτα στον Θεό. Αλλά η απαγόρευση αυτή του Θεού, να μην πίνει ο άνθρωπος το αίμα των ζώων, έχει πιθανόν και μία άλλη βαθύτερη έννοια:   Οι άνθρωποι θυμούνταν ότι διωκόμενοι από τον παράδεισο έχασαν την αθανασία, γιατί δεν έφαγαν από το δένδρο της ζωής. Λαχταρούσαν όμως την αθανασία και οι μεν άνθρωποι του Θεού είχαν την γλυκιά ελπίδα να φάνε κάποτε από το δένδρο της ζωής και να την αποκτήσουν. Και η προσδοκία τους αυτή εκπληρώθηκε στον Χριστό, που τρώμε την Σάρκα Του και πίνουμε το Αίμα Του «εις ζωήν αιώνιον και αθάνατον». Οι άνθρωποι όμως που εγκατέλειψαν την πίστη τους στον Θεό βρήκαν υποκατάστατο αυτού του δένδρου της ζωής την πόση του αίματος. Για να πετύχουν, λοιπόν, την αθανασία οι ειδωλολάτρες, για θρησκευτικό δηλαδή λόγο, έπιναν το αίμα ζώων, ακόμη και ανθρώπων, γιατί πίστευαν ότι στο αίμα εδράζεται η ζωή. Ο Θεός απαγορεύοντας στον Νώε και στους απογόνους του να τρώνε αίμα, το κάνει γιατί δεν θέλει να έχει ο λαός Του υποκατάστατα του δένδρου της ζωής, που στερήθηκε με την παρακοή των πρωτοπλάστων, αλλά να ζήσει με μετάνοια και να το απολαύσει μία μέρα στον Χριστό.

Είπαμε στην προηγούμενη μελέτη μας ότι ο κατακλυσμός του Νώε ήταν ένα σύμβολο και μία παράσταση του βαπτίσματος. Κατά την πίστη μας με το βάπτισμά μας εξαλείφεται μεν το προπατορικό μας αμάρτημα, παραμένει όμως η ροπή και η επιθυμία (concupiscentia) μας προς την αμαρτία. Το βλέπουμε αυτό και εδώ στον κατακλυσμό του Νώε. Η αμαρτία των ανθρώπων συνεχίζεται και μετά τον κατακλυσμό. Στο βιβλίο της Γένεσης διαβάζουμε στην συνέχεια για την αυξανόμενη αμαρτία της ανθρώπινης φυλής. Και κατά πρώτον διαβάζουμε για την παράξενη αμαρτία του Χαμ, ενός εκ των τριών υιών του Νώε. Η αμαρτία του, όπως απλά την εκθέτει η διήγησή μας, είναι η εξής: Ο Νώε έπιε κρασί από τον αμπελώνα του και μέθυσε και γυμνώθηκε στην σκηνή του. Ο Χαμ, ο πατέρας του Χαναάν, είδε την γύμνωση του πατέρα του και το είπε έξω στους δύο αδελφούς του. Τότε οι δύο αδελφοί του, ο Σημ και ο Ιάφεθ, πήραν το ένδυμα του πατέρα τους και κάλυψαν την γύμνωσή του. Όταν ο Νώε συνήλθε από την μέθη του και έμαθε την κακή συμπεριφορά του Χαμ και την σεμνή συμπεριφορά των άλλων υιών του, καταράστηκε τον Χαναάν, τον υιό του Χαμ, και, αντίθετα, ευλόγησε τους άλλους δύο υιούς του, τον Σημ και τον Ιάφεθ (βλ. 9,20-27). 

Στην περικοπή αυτή υπάρχουν δύο πράγματα που θέλουν ερμηνεία και μάλιστα φαίνονται δύσκολα στην ερμηνεία τους. Το πρώτον είναι σε τι ακριβώς συνίσταται η αμαρτία του Χαμ και, δεύτερο, γιατί ο Νώε εξέφερε κατάρα εναντίον του Χαναάν, του υιού του Χαμ, και όχι εναντίον του ιδίου του Χαμ, ο οποίος αμάρτησε.

Η αμαρτία του Χαμ, λέγεται εδώ στην περικοπή μας, είναι το ότι αυτός «είδε την γυμνότητα του πατέρα του» (στιχ. 22). Η φράση όμως αυτή στην Αγία Γραφή, και μάλιστα στην Παλαιά Διαθήκη, δεν σημαίνει απλά για κάποιον ότι είδε την γύμνωση κάποιου άλλου, αλλά σημαίνει κάποιο είδος σεξουαλικής σχέσης μαζί του. Έτσι στο 18ο κεφ. του Λευιτικού διαβάζουμε ότι είναι βδέλυγμα για τον άνθρωπο να «αποκαλύψει την γυμνότητα» του πατέρα του, της μητέρας του, της αδελφής του, των παιδιών του, των εγγονών του, κ.α. Με την απαγόρευση αυτή καταδικάζεται κάθε είδος αιμομιξίας. Το αμάρτημα του Χαμ, λοιπόν, δεν είναι το ότι είδε την γύμνωση του πατέρα του, αλλά είναι πολύ βαρύτερο. Πρέπει να είναι κάποια ασέλγεια προς τον πατέρα του, μία αιμομιξία μαζί του στην κατάσταση της μέθης που ευρίσκετο ο πατέρας του. Ο Νώε δεν συμμετείχε στο αμάρτημα αυτό, γι᾽ αυτό και δεν καταδικάζεται καθόλου στην περικοπή μας. 

Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η αμαρτία του Χαμ είναι η ασέλγεια προς τον πατέρα του, η ομοφυλοφιλία, που ήταν αμάρτημα των Χαναναίων. Ο ιερός συγγραφεύς ή συνθέτης της Γένεσης παραθέτει εδώ την διήγηση αυτή για να καταδικάσει το έθνος των Χαναναίων, στο οποίο ζούσαν οι Ιουδαίοι, και δεν πρέπει λοιπόν να έχουν σχέση με αυτούς, γιατί έχουν βδελυκτά και αισχρά ήθη. Αυτός είναι ο λόγος που ο Νώε καταράται τον Χαναάν, τον υιό του Χαμ, γιατί ο Χαναάν είναι ο άμεσος γενάρχης των Χαναναίων (10,15).