Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

Η παρουσία αυξανόμενου αριθμού μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα δημιουργεί την ανάγκη εξεύρεσης τρόπων επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων.

Στο Κοράνιο έχουν προσδιοριστεί κάποιοι κανόνες συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων σε μια μουσουλμανική χώρα, αλλά δεν γίνεται λόγος για το αντίθετο: τη συνύπαρξη, δηλαδή, μουσουλμάνων και χριστιανών σε μια μη μουσουλμανική κοινωνία. Στη Θράκη, μουσουλμάνοι και χριστιανοί συμβιώνουν ειρηνικά, αλλά τα μεγάλα πολεμικά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή μας προκαλούν νέα κύματα μετανάστευσης.

Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι έρχονται πλησιέστερα ο ένας στον άλλο, η τεχνολογία εκμηδενίζει τις αποστάσεις και αυτό που προβάλλεται πανταχόθεν είναι η υιοθέτηση κοινών κανόνων και αξιών, επηρεασμένων από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.

Από την πλευρά της Ορθοδοξίας, χρήσιμη είναι η γνώμη ιεραρχών των παλαίφατων Πατριαρχείων της Ανατολής, όπως του αοίδιμου μητροπολίτη Γέρων Λεοντοπόλεως Διονυσίου, κατά κόσμον Ιωάννη Χατζηβασιλείου, ο οποίος ως Ελλην της Αλεξάνδρειας είχε μακρά εμπειρία επί του θέματος των σχέσεων χριστιανών και μουσουλμάνων.

Ο αγαθός λευίτης, ο οποίος εκοιμήθη στις 30 Αυγούστου του 2002, είχε αναφερθεί στο θέμα του διαλόγου Ορθοδοξίας - Ισλάμ σε ημερίδα μαζί με τον γράφοντα και του είχε αποστείλει σχετικό κείμενο, μηδέποτε δημοσιευθέν. Μεταξύ άλλων, υποστήριζε πως η ανάγκη για ειρηνική συμβίωση είναι σήμερα περισσότερο επιτακτική από ποτέ άλλοτε και πως «οι άνθρωποι έχουν ανάγκη ειρήνης και ησυχίας». Ο διάλογος αυτός θα είναι παραδεκτός εφόσον θα γίνεται επί κοινωνικών θεμάτων για την επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων (λόγου χάρη υγείας, εργασίας, καταπολέμησης της φτώχειας, παιδικής εκμετάλλευσης κ.ά.). Δεν θα αποβλέπει ο διάλογος χριστιανών - μουσουλμάνων σε συγκρητισμό, σε κανενός είδους δογματικές και εν γένει θεολογικές διαπραγματεύσεις.

Τούτο βεβαίως δεν εμποδίζει την επιστημονική έρευνα, αλλά τον θεσμοθετημένο διάλογο. Ο διάλογος χριστιανών - μουσουλμάνων θα αποβλέπει σε αμοιβαία αναγνώριση και κατανόηση, σε αλληλοσεβασμό και συνεργασία για την επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων. Είναι ασφαλώς χρήσιμο για τις δύο πλευρές να γνωρίζουν καλώς η μία τη θρησκεία της άλλης. Ο Διονύσιος τόνιζε πάντοτε πως πρέπει να υπάρχει σεβασμός των μουσουλμάνων προς τους χριστιανούς και των χριστιανών προς τους μουσουλμάνους.

Δεν θα αποβλέπει ο διάλογος χριστιανών - μουσουλμάνων σε συγκρητισμό, σε κανενός είδους δογματικές και εν γένει θεολογικές διαπραγματεύσεις

Βασικός όρος του διαλόγου θα πρέπει να είναι η εξαφάνιση των παθών, της έχθρας, του μίσους και της βιαιότητας. Τέλος, ο μακαριστός ιεράρχης παρέθετε μερικά σημεία στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί ο διάλογος και η συνεργασία: 1. Οι δύο θρησκείες πιστεύουν σε Θεό Δημιουργό του Κόσμου, Κύριον της Ιστορίας, Παντοδύναμο και Φιλάνθρωπο. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι είναι συνυπεύθυνοι διαχειριστές της Δημιουργίας του Θεού. 2. Οι δύο θρησκείες έχουν κοινή ανησυχία για την εξάπλωση της αθεΐας στον κόσμο. 3. Αμφότερες παραδέχονται την τελευταία κρίση του κόσμου από τον Θεό. 4. Υπάρχει κοινή αναφορά μεταξύ των δύο θρησκειών στην πίστη του Αδάμ. 5. Ο διάλογος μπορεί να βασιστεί στη νηστεία, την προσευχή και την ελεημοσύνη. 6. Το Κοράνιο αναφέρεται τιμητικά στην Παναγία και στο ότι αυτή συνέλαβε πνευματικώς. 7. Το Κοράνιο αναφέρει τον Χριστό ως ένα από τους μεγάλους προφήτες, χωρίς να παραδέχεται τη Σταύρωσή Του. 8. Και οι δύο πλευρές αναφέρουν την ύπαρξη των αγγέλων.