Αρχική » Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: «Ο Χριστός, το φιλαράκι μας»

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα: «Ο Χριστός, το φιλαράκι μας»

από christina

Toυ Αλεξάνδρου Π.Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Εάν ξεφυλλίσει κάποιος το βιβλίο θρησκευτικών της Γ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, θα διαπιστώσει ότι στο όνομα της ορθόδοξης θρησκευτικότητας, που είναι υποχρεωμένη η Πολιτεία να καλλιεργεί στη συνείδηση των μαθητών, κατ’ επιταγήν του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, διδάσκεται συγκαλυμμένα στα σχολεία η αθεΐα! Δεν μπορεί να δοθεί διαφορετική ερμηνεία στα σχετικά σχολικά κείμενα, καθώς μέσα από αυτά προβάλλει η εικόνα ενός Χριστού που είναι απογυμνωμένος από τη Θεϊκή Του Ιδιότητα και παρουσιάζεται ως ένας σπουδαίος άνθρωπος, που αξίζει να τον θεωρούμε όλοι αγαπημένομας φίλο. Ο Χριστός, σύμφωνα με τις σχετικές περιγραφές του εν λόγω βιβλίου θρησκευτικών, είναι ένας μεγάλος και αξιοθαύμαστος δάσκαλος, ο οποίος τηρεί αυτά που διδάσκει και αγκαλιάζει με αγάπη όλους τους ανθρώπους, εχθρούς και φίλους. Η εικόνα αυτή εξομοιώνει περίπου τον Χριστό με τον Σωκράτη, ή με κάποιον άλλο μεγάλο φιλόσοφο, που συγκεντρώνει τα αναφερόμενα γνωρίσματα του Χριστού, δηλ. αξιοθαύμαστη διδαχή και συνέπεια λόγων και πράξεων.

Ας δούμε όμως εδώ, ποιές είναι οι συνέπειες αυτής της ανθρωποκεντρικής εικόνας του Χριστού, που προβάλλεται στους μικρούς μαθητές της Γ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου.

Εικόνα του Χριστού αντιφατική στο Σύνταγμα

Μια πρώτη συνέπεια της ανθρώπινης εικόνας του Χριστού, που σκιαγραφεί το συγκεκριμένο βιβλίο θρησκευτικών, είναι η αντίφασή της προς την εικόνα που μας δίνει το ίδιο το Σύνταγμα για τον Χριστό, τόσο στο προοίμιό του, όσο και στο άρθρο 2 αυτού.Το Σύνταγμά μας, όπως σαφώς προκύπτει από το προοίμιον αυτού, είναι γραμμένο «εις το όνομα της Αγιας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, δηλαδή στο όνομα του Πατρός, του Υιού (που είναι ο Χριστός) και του Αγίου Πνεύματος. Ετσι το θέλησαν οι Συντάκτες του Συντάγματος του 1975, οι οποίοι διατήρησαν αλώβητη την παρακαταθήκη της πίστης στον Τριαδικό Θεό, που άφησαν σε όλους εμάς τους απογόνους τους, οι αγωνιστές της Εθνεγερσίας,για να μας δείξουν, ποιο στοιχείο κράτησε ζωντανό το Εθνος, παρά τη δουλεία 4 αιώνων και πώς το στοιχείο αυτό εξασφαλίζει και σήμερα, αλλά και στο μέλλον, την επιβίωση του Ελληνισμού, παρά τις αδιάλειπτες προσπάθειθες της αλλοτρίωσής του από εκείνους που επιδιώκουν την εξαφάνισή του.Βέβαια, η πιο πάνω φράση του Προοιμίου του Συντάγματος μπορεί να προκαλεί αλεργία στους άθεους διαχειριστές της σημερινής εξουσίας, προβάλλει όμως με αδιαμφισβήτητη σαφήνεια την εικόνα του Χριστού ως Υιού του Θεού.Την εικόνα αυτή του Χριστού τη σφυρηλατεί στη συνέχεια το άρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο μιλώντας για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας υπογραμμίζει ότι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι επικρατούσα στην Ελλάδα, «έχει ως Κεφαλή της τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό».

Η εικόνα επομένως του Χριστού που προβάλλει στους μικρούς μαθητές το βιβλίο των θρησκευτικών,είναι αντίθετη στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη.Η αντισυνταγματικότητα, μάλιστα, της σχολικής εικόνας του Χριστού, βαθαίνει ακόμη περισσότερο το «ρήγμα» που έχει επιφέρει στο Σύνταγμα το υπουργείο Παιδείας με τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής του πολιτικής σε σχέση με τα θρησκευτικά κατά τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις υπαγορεύσεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος. Τόση αναίδεια προς το Σύνταγμα, μόνο δικτατορικά καθεστώτα θα την αποτολμούσαν. Στη λογική αυτών των καθεστώτων θέλει να συγκλίνει η κυβερνώσα «αριστερά του τίποτε»;Εάν ο Ελληνικός Λαός αποφασίσει να αυτοκτονήσει και δώσει πάλι την εξουσία στην «αριστερά του τίποτα», για να πραγαμτοποιήσει τησχετική αναθεώρηση του Συντάγματος, είναι βέβαιο ότι αυτή θα καταργήσει ως «σκοταδιστικές» τις προαναφερθείσες διατάξεις. Ας κάνουν, λοιπόν, υπομονή οι κυβερνώντες, για να χαρίσουν τότε ανεμπόδιστα στον Ελληνισμό τον «φωταδισμό» του μηδενισμού και ας σεβαστούν επί του παρόντος το Σύνταγμα.

Εικόνα αντίθετη στις παραδοχές της παραδοσιακής οικογένειας

Περαιτέρω συνέπεια της διδασκαλίας της ανθρωποκεντρικής εικόνας του Χριστού στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου, είναι η αντίθεση αυτής της εικόνας στις θρησκευτικές πεποιθήσεις της παραδοσιακής οικογένειας, από τους κόλπους της οποίας προέρχεται ο μεγάλος όγκος των μαθητών στα σχολεία. Για τις παραδοσιακές ελληνικές οικογένειες, που ακολουθούν την ορθόδοξη θρησκευτική πίστη, ο Χριστός γίνεται αποδεκτός και λατρεύεται, όχι όπως λένε τα σχολικά βιβλία, αλλά όπως ορίζεται στο «Πιστεύω», τον «Κατασταστικό Χάρτη»» της Ορθοδοξίας. Είναι δηλαδή Θεάνθρωπος. Θεός που έλαβε ανθρώπινη μορφή με την υπερφυσική Γέννησή Του από την Παρθένο Μαρία, υποβλήθηκε εκουσίως σε φρικτά και εξευτελιστικά Πάθη και, τέλος, Σταυρώθηκε και Αναστήθηκε για τη δική μας σωτηρία. Επομένως, ο Χριστός δεν είναι το «φιλαράκι» μας, όπως τον θέλει το άθεο βιβλίο της Γ’ Δημοτικού, αλλά εμείς είμαστε φίλοι του Θεανθρώπου, όπως λέει και οΙδιος (Ιω ιε’ 15). Μας αγάπησε, μάλιστα, τόσο πολύ ο Χριστός, ώστε δέχθηκε να θυσιαστεί για μας.Για να εξαγοράσει με το Τίμιο Αίμα Του την ποινή της έξωσής μας από τον Παράδεισο, λόγω της σχετικής παρακοής των πρωτοπλάστων στην εντολή του Θεού-Πατέρα. Αναστήθηκε, για να μας δώσει την ευκαιρία να αναστηθούμε και εμείς μαζί Του, εφ’ όσον ακολουθήσουμε τον δρόμο του Γολγοθά που μας χάραξε η Σταυρό-Αναστάσιμη πορεία Του.

Η εμμονή, λοιπόν, του υπουργείου Παιδείας, στη διδασκαλία της ανθρώπινης εικόνας του Χριστού, δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο νόημα, παρά μόνο την αθέμιτη χρησιμοποίηση του σχολείου ως μηχανισμού αλλοτρίωσης των παραδοσιακών μαθητών. Και αυτό θέτει σοβαρό πρόβλημα ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού προγράμματος του υπουργείου Παιδείας για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία. Το έχω πει και άλλες φορές και το επαναλαμβάνω με την ευκαιρία αυτή και εδώ. Γνώρισμα του αληθινού δημοκρατικού άρχοντα είναι η σαφής διάκριση από αυτόν της προσωπικής ιδεολογικής του αντίληψης σε διάφορα θέματα, από τον θεσμικό ρόλο που αναλαμβάνει κατά τη διαχείριση των θεμάτων αυτών. Ιδίως, όταν η αντίληψη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού επί των σχετικών θεμάτων είναι αντίθετη προς τη δική του. Η εξουσία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι μέσο εξυπηρέτησης προσωπικών αντιλήψεων ή συμφερόντων, αλλά όργανο υλοποίησης της βούλησης της πλειοψηφίας του λαού, στο όνομα του οποίου ασκείται κάθε εξουσία. Μια δημοκρατικώς λειτουργούσα Κυβέρνηση συμβάλλει στην αλλαγή κατεστημένων αντιλήψεων, εφ’ όσον κριθεί αναγκαίο, αλλά δεν τις ισοπεδώνει ποτέ, λειτουργώντας ως οδοστρωτήρας τους. Πολύ περισσότερο, όταν τις αντιλήψεις αυτές τις προστατεύει το Σύνταγμα. Σε αυτό, νομίζω, πρέπει να κριθεί η παρούσα Κυβέρνηση. Και είναι πολλά τα κρίματά της στον τομέα της ασέβειας προς τον λαό.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ