Αρχική » Εκκλησιαστική ορολογία και καθημερινή γλώσσα (Β΄)

Εκκλησιαστική ορολογία και καθημερινή γλώσσα (Β΄)

από christina

Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Θεολόγος

Εισαγωγή (ίδια με του μέρους α΄). Όταν ένας ιερέας ή μερικές φορές κι ένας απλός χριστιανός μιλάει, συχνά εννοεί άλλα από αυτά που καταλαβαίνει εκείνος που τον ακούει.

Αυτό δεν είναι παράξενο, αφού κάθε τομέας της ζωής έχει τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Η γλώσσα της Εκκλησίας (η εκκλησιαστική ορολογία) συνήθως διατηρεί την αρχαιότερη σημασία των λέξεων, που με το πέρασμα των αιώνων έχει αλλάξει. Γι’ αυτό, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη σημασία, όχι όλων των βασικών όρων της εκκλησιαστικής γλώσσας, αλλά κυρίως λέξεων, που έχουν άλλη έννοια στη γλώσσα της Εκκλησίας και άλλη στη δική μας καθημερινή ομιλία (στην καθομιλουμένη γλώσσα).

Μέσα στα κείμενα, λέξεις που εξηγούνται με ιδιαίτερο λήμμα (κείμενο), σημειώνονται με αστερίσκο (*).

Μέρος β΄ 

Μεταμόρφωση του Σωτήρος: Στιγμιότυπο από την επίγεια ζωή του Ιησού Χριστού, κατά το οποίο το πρόσωπό Του και όλο το σώμα Του έλαμψε σαν τον ήλιο μπροστά στα μάτια των τριών μαθητών Του Πέτρου, Ιάκωβου και Ιωάννη, ενώ δίπλα Του εμφανίστηκαν, να συζητούν μαζί Του, οι αρχαίοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσής και Ηλίας. Το επεισόδιο αυτό αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη και συγκεκριμένα στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, 17, 1-9 (δηλ. κεφ. 17, στίχοι 1-9) κατά Μάρκον, 9, 2-10, και κατά Λουκάν, 9, 28-36, και στη Β΄ Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, 1, 16-18.

Γιορτάζεται στις 6 Αυγούστου (εορτή «του Σωτήρα Χριστού»), δηλ. 40 ημέρες πριν από την εορτή του Τιμίου* Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), που είναι ισότιμη με τη Μεγάλη Παρασκευή, επειδή, κατά την παράδοση, συνέβη 40 μέρες πριν σταυρωθεί ο Κύριος.

Μετάνοια – μετάνοιες: Μετάνοια ονομάζεται η βαθιά εσωτερική αλλαγή του ανθρώπου (προϊόν συνειδησιακού συγκλονισμού), ο οποίος αποφασίζει να αλλάξει ζωή και να ζήσει πλέον προσανατολισμένος προς το θέλημα του Θεού, όπως αυτό εκφράζεται διά του Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος στην Αγία Γραφή και στη διδασκαλία των Πατέρων* της Εκκλησίας. Η λέξη μετάνοια προέρχεται από την πρόθεση «μετά» (που δηλώνει μεταβολή, αλλαγή) και τη λέξη νους, άρα μετάνοια = αλλαγή του νου.

Αντίθετα, «μετάνοιες» (στον πληθυντικό αριθμό) χαρακτηρίζονται οι γονυκλισίες (τα γονατίσματα), με τα οποία οι χριστιανοί εκδηλώνουν τη συντριβή τους για τις προσωπικές τους αμαρτίες και για το κακό και τον πόνο που υπάρχει στη ζωή τους και στη ζωή όλου του κόσμου. Οι μετάνοιες επίσης (με την έγερση, δηλ. με το ανασήκωμα του ανθρώπου) συμβολίζουν ότι ο Χριστός «ανασήκωσε τους ανθρώπους» και τους έστησε στα πόδια τους, ώστε να μην είναι πια πεσμένοι από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου, αλλά να είναι ελεύθεροι και αγωνιζόμενοι, ως κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού.

Μυστήριο: Ό,τι ξεπερνά την κατανόηση από τον ανθρώπινο νου και παραμένει ανεξιχνίαστο και ακατανόητο. Π.χ. μυστήριο χαρακτηρίζεται ο τρόπος ύπαρξης της Αγίας Τριάδας, δηλ. του Θεού* (που είναι συγχρόνως Ένας και Τριάδα), καθώς και ο τρόπος ενανθρώπισης του Δευτέρου Προσώπου* της Αγίας Τριάδας, του Υιού, δηλ. πώς ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος (ο Ιησούς Χριστός).

Όμως μέσα στους αιώνες επικράτησε να ονομάζονται μυστήρια και κάποιες συγκεκριμένες εκκλησιαστικές τελετές, στις οποίες η θεία χάρη* (η άκτιστη* αγαθή ενέργεια του Θεού) παραλαμβάνει κάτι γήινο και το μεταμορφώνει σε κάτι άγιο. Ως μυστήρια χαρακτηρίζονται κυρίως επτά τελετές: το βάπτισμα, το χρίσμα (όταν, μετά το βάπτισμα, ο ιερέας βάζει άγιο μύρο στο νεοφώτιστο), η εξομολόγηση, η θεία κοινωνία*, ο γάμος, το ευχέλαιο (λάδι, ευλογημένο με ειδική τελετή, με το οποίο «σφραγίζεται» ο άνθρωπος στο πρόσωπο και στα χέρια) και η ιεροσύνη (η ιδιότητα του ιερέα).

Μυστικός: Σημαίνει αυτόν που σχετίζεται με τα μυστήρια* της Εκκλησίας (δηλ. με το βάπτισμα, την εξομολόγηση, τη θεία κοινωνία κ.τ.λ.) και με την ένωση του ανθρώπου με το Θεό, που είναι το θεμέλιο όλων των εκκλησιαστικών μυστηρίων. Το τελευταίο δείπνο του Κυρίου με τους μαθητές Του πριν σταυρωθεί, έμεινε στην ιστορία ως «μυστικός δείπνος», όχι επειδή (δήθεν) δείπνισαν «κρυφά» (στα ευαγγέλια δεν φαίνεται καθόλου να προσπαθούσαν να κρυφτούν), αλλά επειδή σε αυτό ο Κύριος τέλεσε για πρώτη φορά – με το ψωμί και το κρασί – το μυστήριο της θείας κοινωνίας. Δηλαδή «μυστικός δείπνος» = δείπνος, που περιέχει ένα εκκλησιαστικό μυστήριο, μια μυστηριακή τελετή.

Οικονομία και ακρίβεια*: Η λέξη οικονομία δεν σημαίνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή τη διαχείριση των χρημάτων μας, αλλά σημαίνει τακτοποίηση ενός ζητήματος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. «Θα οικονομήσουμε τα πράγματα» = κάτι θα κάνουμε για να λυθεί ένα πρόβλημα.

Κάθε πράξη ή υπόθεση στην Εκκλησία μπορεί να τακτοποιηθεί με δύο τρόπους: με ακρίβεια ή με οικονομία. Ακρίβεια* σημαίνει να γίνει ακριβώς όπως πρέπει, ενώ οικονομία να γίνει όπως μπορεί. Έτσι, π.χ. οι χριστιανοί πρέπει να νηστεύουν όταν είναι σαρακοστή (αυτό είναι η ακρίβεια), αν όμως κάποιος είναι άρρωστος ή μια γυναίκα είναι έγκυος, κατά οικονομία («κατ’ οικονομίαν»), δεν υποχρεούται να νηστέψει. Άλλο παράδειγμα: στο βάπτισμα, ο άνθρωπος πρέπει να βυθιστεί ολόκληρος στο νερό, αν όμως δεν υπάρχει αρκετό νερό ή έχουμε άλλη πρακτική δυσκολία, μπορεί απλώς να του ρίξει ο ιερέας λίγο νερό στο κεφάλι (κατ’ οικονομίαν).

Στην Εκκλησία μιλάμε επίσης για «θεία οικονομία» και εννοούμε το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων, που ξεκίνησε με την πρόσκληση του Αβραάμ και, αργότερα, του Μωυσή, κορυφώθηκε με την ενανθρώπηση του Χριστού, τη διδασκαλία, τα θαύματα, τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψή* Του, συνεχίστηκε με την ίδρυση της Εκκλησίας* (της κοινωνίας των χριστιανών) και θα ολοκληρωθεί στη δευτέρα παρουσία και την ανάσταση των νεκρών.

Ομολογία: Η ευθεία παραδοχή ενός ανθρώπου ότι πιστεύει στο Χριστό (πλήρης όρος: ομολογία πίστεως). Ο άνθρωπος αυτός λέμε ότι «ομολογεί την πίστη του» ή «ομολογεί το Χριστό» (στα αρχαία ελληνικά: «ομολογεί Χριστόν»). Οι άγιοι μάρτυρες (που θανατώθηκαν για την πίστη τους σε διάφορες περιόδους της Ιστορίας της Εκκλησίας) ομολόγησαν Χριστόν, γι’ αυτό και μαρτύρησαν.

Κάποιος που ομολογεί το Χριστό και υφίσταται ταλαιπωρίες γι’ αυτό (από την οικογενειακή βία ή την κοινωνική απόρριψη μέχρι φυλακίσεις ή βασανιστήρια), αλλά δεν θανατώνεται, χαρακτηρίζεται ομολογητής. Έχουμε αγίους με αυτό το προσωνύμιο, με πιο γνωστό τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.

Κάθε χριστιανός καλείται να είναι ομολογητής, με βάση τα λόγια του Ιησού Χριστού: «Όποιον με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου τον εν ουρανοίς. Όποιον με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου τον εν ουρανοίς» («Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς», κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, 10, 32-33).

Όραση: Δεν σημαίνει τη μία από τις πέντε αισθήσεις μας, αλλά, όπως και η λέξη θεωρία*, σημαίνει θέα, το να δούμε κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη θέα του θείου φωτός. Κάποιος έχει όραση του θείου φωτός = βλέπει το θείο φως. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα ορώ = βλέπω.

Όρθρος: Πρωινή τελετή (ακολουθία*), που αναφέρεται στην εορτή της ημέρας και τελείται πριν από τη θεία λειτουργία*. Η λέξη σημαίνει πρωί στα αρχαία ελληνικά. Στον όρθρο ψάλλονται τα υπέροχα μουσικά και ποιητικά έργα (κανόνες*, καθίσματα, καταβασίες, ιδιόμελα, δοξαστικά κ.λ.π.) που έχουν συνθέσει οι μεγάλοι υμνογράφοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν των εορτών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων. Όρθροι είναι και οι περίφημες βραδινές τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας, απλώς εδώ και αιώνες έχουνε μεταφερθεί μισή μέρα νωρίτερα (π.χ. τα Άγια Πάθη – με τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» – στο βράδυ της Μ. Πέμπτης αντί για το πρωί της Μ. Παρασκευής, ο Επιτάφιος Θρήνος στο βράδυ της Μ. Παρασκευής αντί για το πρωί του Μ. Σαββάτου κ.ο.κ.).

Ουσία: Λέξη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, που σημαίνει το βασικό στοιχείο που κάνει κάθε ον να υπάρχει και μάλιστα να είναι αυτό που είναι (π.χ. ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, επειδή έχει ανθρώπινη ουσία, η πέτρα έχει πέτρινη ουσία κ.ο.κ.). Ουσία έχει και ο Θεός (δεν γίνεται να μην έχει, αλλιώς δεν θα υπήρχε), όμως η ουσία Του είναι εντελώς άγνωστη σ’ εμάς. Η βασική διαφορά της ουσίας του Θεού (θείας ουσίας) από την ουσία όλων των πλασμάτων και των πραγμάτων, είναι ότι η ουσία του Θεού είναι άκτιστη* (αδημιούργητη), ενώ η δική μας ουσία είναι κτιστή* (δημιουργημένη απ’ το Θεό).

Πάθος: Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «πάσχω» (υφίσταμαι μια κατάσταση), απ’ όπου και το νεοελληνικό ρήμα παθαίνω, και έχει κυρίως δύο σημασίες (και στην καθομιλουμένη): ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε (τα «βάσανα») και ό,τι μας προκαλεί εξάρτηση (π.χ. πάθος του καπνίσματος, πάθος του τζόγου, ένας φανατικός οπαδός έχει πάθος με την ομάδα ή με το κόμμα του κ.τ.λ.).

Ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική ορολογία, «πάθη», με την έννοια των εξαρτήσεων, ονομάζονται οι τάσεις που αναπτύσσονται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, καθώς η φαντασία του διογκώνει την αξία των πραγμάτων και καταστάσεων του κόσμου τούτου. Βασικά πάθη θεωρούνται η φιλαυτία (αγάπη προς τον εαυτό μας, δηλ. ο εγωισμός), η φιλοδοξία (αγάπη για τη δόξα και την εξουσία), η φιληδονία και η φιλαργυρία (αγάπη για το χρήμα και γενικά τα πλούτη).

Η ανάπτυξη των παθών προκαλεί την αμαρτία*. Έτσι, ο άνθρωπος καταντά «εμπαθής»* (εξαρτημένος) και αυτή η «εμπάθεια» (εξάρτηση από τα πάθη) απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό. Γι’ αυτό, ο αγώνας του χριστιανού αποσκοπεί στη θεραπεία (γιατρειά) των παθών, ώστε να γίνουμε, κατά το δυνατόν, «απαθείς»* ( = χωρίς πάθη, όχι χωρίς συναισθήματα).

Τα Πάθη του Κυρίου ή Άγια Πάθη, Άχραντα Πάθη, Θεία Πάθη κ.τ.λ. είναι τα βασανιστήρια και ο σταυρικός θάνατος, που υπέστη («έπαθε» – γι’ αυτό «πάθη») ο Ιησούς Χριστός για τη σωτηρία* των ανθρώπων.

Πανηγυρίζω – πανήγυρη: Σημαίνει τη γιορτή μιας ενορίας ή ενός μοναστηριού, όταν γιορτάζει ο άγιος στον οποίο είναι αφιερωμένο. Ότι ο ναός ή η μονή πανηγυρίζει, σημαίνει ότι γίνεται μια επίσημη και λαμπρή θεία λειτουργία, με σπουδαία υμνογραφικά έργα στον όρθρο* προς τιμήν του αγίου. Το προηγούμενο βράδυ κατά κανόνα γίνεται και «πανηγυρικός εσπερινός», δηλ. μεγαλόπρεπος εσπερινός*. Μετά τον εσπερινό ή και μετά τη θεία λειτουργία πιθανόν η ενορία ή η μονή να προσφέρει κάποιο κέρασμα στους ανθρώπους που συμμετείχαν στις τελετές. Αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί, πάλι έγινε «πανηγύρι» (πανήγυρις), γιατί η πανήγυρις γίνεται με τον πανηγυρικό εσπερινό και την πανηγυρική θεία λειτουργία, όχι με το όποιο κέρασμα ή γεύμα που ακολουθεί (αν ακολουθεί).

Πατέρας (Πατήρ): α) Έτσι ονομάζουμε το πρώτο Πρόσωπο* της Αγίας Τριάδας, για το Οποίο δείτε περισσότερα στην εξήγηση των λέξεων «Θεός» και «άκτιστος». Τα ονόματα Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα τα αποκάλυψε για το Θεό ο Ιησούς Χριστός, ο Οποίος δίδαξε στους ανθρώπους και τη λεγόμενη «κυριακή προσευχή» (κυριακή = του Κυρίου), δηλ. το πασίγνωστο «Πάτερ ημών…». Αυτά τα ονόματα δηλώνουν ιδιότητες του Θεού, όχι την ουσία* Του, ούτε μπορούμε να πούμε ότι είναι «το κύριο όνομα του Θεού» με την έννοια που έχουμε κύριο όνομα εμείς οι άνθρωποι.

β) Πατέρες της Εκκλησίας ή απλώς Πατέρες ή άγιοι Πατέρες χαρακτηρίζονται οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, που με τα βιβλία ή την προφορική τους διδασκαλία ερμηνεύουν την Αγία Γραφή και διατυπώνουν τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι πολλές δεκάδες και υπάρχουν σε όλες τις εποχές (και σήμερα). Αντίστοιχα, έχουμε και «Μητέρες της Εκκλησίας», τις μεγάλες διδασκάλισσες της Ορθοδοξίας, κυρίως μοναχές, όπως η αγία Συγκλητική, η αγία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, η αγία Μαρία η Αιγυπτία, οι σύγχρονες αγίες Ματρώνα της Μόσχας και Σοφία της Κλεισούρας κ.π.ά.

γ) Πατέρες χαρακτηρίζονται επίσης οι ιερείς, επειδή έχουν την ευθύνη της πνευματικής πατρότητας (βλ. και τη λέξη «πνευματικός»), δηλ. της φροντίδας και της καθοδήγησης των χριστιανών. Πατέρας σημαίνει στα λατινικά και η λέξη «παπάς» (papa).

Να πούμε, με την ευκαιρία, ότι «πάτερ» είναι κλητική πτώση, δηλ. έτσι ονομάζουμε έναν ιερέα όταν του μιλάμε, όταν απευθυνόμαστε σ’ αυτόν. Είναι λάθος να λέμε «ο πάτερ» ή «τον πάτερ». Το σωστό είναι «ο πατήρ» ή (στα νέα ελληνικά) «ο πατέρας» και «τον πατέρα».

Πνευματικός: α) Αυτός που έχει σχέση με το χριστιανικό τρόπο ζωής, ο οποίος φέρνει τη χάρη* του Αγίου Πνεύματος και οδηγεί σε πρόοδο το πνεύμα του ανθρώπου. Έτσι, μιλάμε για πνευματικούς ανθρώπους (εκείνους που ζουν με χριστιανικό τρόπο), πνευματικά βιβλία, πνευματικές συζητήσεις κ.τ.λ. Ό,τι δεν είναι πνευματικό, χαρακτηρίζεται «κοσμικό»*.

β) «Πνευματικός» ονομάζεται επίσης ο εξομολόγος, δηλ. ο ιερέας που έχει λάβει από τον επίσκοπο το δικαίωμα να ασκεί το μυστήριο της εξομολόγησης, για την άφεση των αμαρτιών και την πνευματική καθοδήγηση των χριστιανών.

γ) Πνευματικά (ή αγιοπνευματικά) χαρίσματα ονομάζονται οι εξαιρετικές ιδιότητες που αποκτά ένας άνθρωπος, ως δώρα του Αγίου Πνεύματος, όταν γίνεται άγιος, π.χ. το θαυματουργικό ή το προφητικό χάρισμα, αλλά και το χάρισμα της βαθιάς και αφοσιωμένης προσευχής, της απέραντης αγάπης και συγχωρητικότητας κ.τ.λ.

Πρόσωπο: Σημαίνει οντότητα, προσωπικότητα, και όχι «όψη». Όταν λέμε δηλ. ότι ο Θεός* είναι τρία πρόσωπα, εννοούμε τρεις αιώνιες θείες προσωπικότητες, ο Πατέρας, ο Υιός (που γεννιέται προαιώνια από τον Πατέρα) και το Άγιο Πνεύμα (ένα τρίτο πρόσωπο, που εκπορεύεται, δηλ. «πηγάζει», επίσης προαιώνια από τον Πατέρα). Τα πρόσωπα λέγονται επίσης και «υποστάσεις», γι’ αυτό ο Τριαδικός Θεός (η Αγία Τριάδα) χαρακτηρίζεται «τρισυπόστατος».

Επίσης πρόσωπο έχει επικρατήσει να λέμε και τον άνθρωπο που συνδέεται με αγάπη με τους γύρω του, σε αντίθεση με το «άτομο», που είναι αποκομμένο από τους άλλους και ενδιαφέρεται κυρίως για τον εαυτό του.

Σωτηρία: Σημαίνει την ένωση του ανθρώπου με το Θεό, με την οποία ο άνθρωπος γίνεται άγιος (δηλ., στα τελικά στάδια, σχεδόν θεός – χωρίς όμως να είναι στην ουσία* θεός), και όχι απλώς το να μας στείλει ο Θεός σε έναν «ουράνιο κήπο», όπου θα ζούμε όμορφα και γαλήνια, όπως συνήθως φαντάζεται ο μέσος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος είναι καλεσμένος γι’ αυτή την κατάσταση της ένωσης με το Θεό. Βέβαια, η αγιότητα είναι το αποτέλεσμα μιας εξελικτικής πορείας, συνεπώς ένας άνθρωπος που σώζεται (άρα έχει αγιότητα) πιθανόν να μην έχει φτάσει σε ανώτατα στάδια, ώστε να κάνει και θαύματα π.χ. κι όμως να έχει αγιότητα και να βρίσκεται σε σωστή και στενή σχέση με το Θεό.

Τίμιος: Πολύτιμος. Στην Εκκλησία η λέξη χρησιμοποιείται με ηθική και πνευματική έννοια, όχι με την έννοια της αξίας σε χρήμα (αν και στα αρχαία ελληνικά είχε και αυτή την έννοια – τους πολύτιμους λίθους π.χ. οι αρχαίοι Έλληνες τους χαρακτήριζαν «τιμίους λίθους»). Έτσι λέμε π.χ. ο Τίμιος Σταυρός, ο Τίμιος Πρόδρομος (ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής), τα Τίμια Δώρα (το σώμα και το αίμα του Χριστού στη θεία κοινωνία*), ενώ η Παναγία χαρακτηρίζεται «τιμιωτέρα των Χερουβίμ» (Χερουβίμ είναι ένα από τα ανώτερα τάγματα των αγγέλων).

Τράπεζα: Σημαίνει τραπέζι και κατ’ επέκτασιν τραπεζαρία. Τα μοναστήρια έχουν τράπεζα, δηλ. τραπεζαρία όπου γευματίζουν οι μοναχοί. Στους καλεσμένους παραθέτουν τράπεζα, δηλ. «κάνουν το τραπέζι», όπως λέμε. Στους ναούς έχουμε την αγία τράπεζα, δηλ. το τραπέζι, που βρίσκεται μέσα στο Ιερό και πάνω σε αυτό ετοιμάζεται η θεία κοινωνία*.

Τριώδιο: Το βιβλίο που περιέχει ό,τι ψάλλεται και διαβάζεται στην Εκκλησία κατά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων και τεσσάρων Κυριακών της Αποκριάς* και των επτά εβδομάδων της Μεγάλης Σαρακοστής (μαζί με τη Μεγάλη Εβδομάδα), μέχρι τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Το διάστημα αυτό ονομάζεται «περίοδος του Τριωδίου». Τη νύχτα του Μ. Σαββάτου ψάλλονται τα τελευταία λόγια του Τριωδίου και μετά κλείνει το Τριώδιο και ανοίγει το Πεντηκοστάριο, που χρησιμοποιείται μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων (μία εβδομάδα μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής – αυτή είναι η περίοδος του Πεντηκοσταρίου).

Ο τίτλος Τριώδιο οφείλεται στους κανόνες* της υμνογραφίας αυτής της περιόδου (του όρθρου* των καθημερινών ημερών), που αποτελούνται από τρεις ωδές, αντί εννέα.

 Υπόσταση: Δες τη λέξη «πρόσωπο».

 Χάρη – χαριτωμένος: Χάρη του Θεού, θεία χάρη ή απλώς χάρη (στα αρχαία ελληνικά: χάρις) ονομάζεται η αγαθή ενέργεια που «εκπέμπεται» από το Θεό, με την οποία ο Θεός δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο (το σύμπαν) και όλα τα πλάσματα. Ιδιότητα της θείας χάριτος είναι και να φέρνει την αγιότητα στα πλάσματα (π.χ. σε ανθρώπους και αγγέλους) ή ακόμη και στα αντικείμενα (π.χ. ιερές εικόνες, άγια λείψανα, τον τίμιο σταυρό, το νερό του αγιασμού, τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τα μυστήρια* κ.τ.λ.). Η απόκτηση της θείας χάριτος (της αγιαστικής θείας χάριτος, της «θεοποιού ενέργειας» του Θεού, γιατί τη δημιουργική ενέργειά Του την έχουμε έτσι κι αλλιώς, αφού υπάρχουμε) είναι ουσιαστικά ο κυριότερος σκοπός της προσπάθειας κάθε χριστιανού προσωπικά και της Εκκλησίας* συλλογικά.

Όποιος ή ό,τι διαθέτει αυτή τη χάρη ονομάζεται «χαριτωμένο». Γι’ αυτό ο αρχάγγελος Γαβριήλ χαιρέτησε την Παναγία λέγοντάς της «Χαίρε, κεχαριτωμένη» (κατά Λουκάν, 1, 28, δηλ. κεφάλαιο 1, στίχος 28), επειδή η Παναγία είχε τη χάρη του Θεού (η λέξη «κεχαριτωμένος» είναι η αρχαία ελληνική μορφή – μετοχή παρακειμένου, στη γραμματική – της σημερινής λέξης «χαριτωμένος»).

 Ψαλμοί: Δεν ονομάζονται έτσι οι ύμνοι που ψάλλονται στους ναούς κατά τις εκκλησιαστικές τελετές, αλλά συγκεκριμένες προσευχές, γραμμένες με μορφή ποιημάτων, στο βιβλίο Ψαλμοί της Παλαιάς Διαθήκης. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε στα εβραϊκά περίπου χίλια χρόνια προ Χριστού και εμείς το έχουμε στα (αρχαία) ελληνικά από τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, που είχε γίνει στην Αίγυπτο το 2ο αιώνα π.Χ. («Μετάφραση των Εβδομήκοντα», που συμβολίζεται με το γράμμα Ο΄, το οποίο στα αρχαία ελληνικά σήμαινε τον αριθμό 70).

Ο σημαντικότερος ποιητής των βιβλικών ψαλμών (των ψαλμών δηλ. της Βίβλου, της Αγίας Γραφής, και συγκεκριμένα – όπως είπαμε – του βιβλίου Ψαλμοί της Παλαιάς Διαθήκης) είναι ο βασιλιάς Δαβίδ. Ο Δαβίδ χαρακτηρίζεται «προφητάναξ», δηλαδή προφήτης και άναξ (=βασιλιάς).

Οι Εβραίοι τους ψαλμούς τους έψαλλαν (πράγμα που ασφαλώς κάνουν ακόμη και σήμερα), οι χριστιανοί όμως κατά κανόνα τους διαβάζουμε και σπανιότερα τους ψάλλουμε.

Το βιβλίο των Ψαλμών ονομάζεται και Ψαλτήριο (Ψαλτήρι) και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία πνευματικής καλλιέργειας των χριστιανών. Ψαλτήρι ονομάζεται και η υπερυψωμένη θέση, μέσα στο ναό, στην οποία στέκονται οι ψάλτες, αλλά έτσι ονομάζεται επίσης και το μουσικό όργανο κανονάκι, ένα έγχορδο όργανο συγγενικό προς την άρπα, που τοποθετείται οριζόντια στα γόνατα του μουσικού (όπως το σαντούρι) και με αυτό οι Βυζαντινοί συνόδευαν – εκτός του ναού όμως – ψαλμούς και κανόνες* (μουσικά έργα), γι’ αυτό και οι δύο ονομασίες του (ψαλτήρι και κανονάκι). Ψαλτήρι εικονίζεται να κρατάει ο Δαβίδ στις αγιογραφίες (τις εκκλησιαστικές εικόνες).

Αυτά που ψάλλουμε στην εκκλησία, αφού δεν ονομάζονται ψαλμοί, πώς ονομάζονται; Γενικά, ονομάζονται ύμνοι (γι’ αυτό και οι ποιητές τους χαρακτηρίζονται υμνογράφοι), χωρίζονται όμως σε διάφορα επιμέρους μουσικά είδη (π.χ. κανόνες*, κοντάκια, ιδιόμελα, δοξαστικά κ.λ.π.), όπως γνωρίζουν οι γνώστες της βυζαντινής μουσικής.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ