Toυ π. Αντώνιου Χρήστου

Χριστός Ανέστη Αγαπητοί μου Αδελφοί! Καθώς με τη χάρη Του Θεού, φτάνουμε στην Πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα, δεν μπορούμε να μη σταθούμε και αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο μας, τόσο στο περιστατικό της συναντήσεως του Κυρίου μας με τη Σαμαρείτιδα, όσο και με τον καρπό αυτής της συναντήσεως, που είναι η μετάνοια και η αφιέρωση όλης της υπόλοιπης ζωής αυτής της γυναίκας, στο έργο Του Κυρίου μας.

Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά: Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο από τον στίχο 4 του 4ου Κεφαλαίου, μέχρι και τον στίχο 42, βλέπουμε τον Κύριο να αφήνει την Ιουδαία και να επιστρέφει προς τη Γαλιλαία, μέσω της ευρύτερης περιοχής της Σαμάρειας και συγκεκριμένα της πόλεως Συχάρ, κοντά στο μέρος που είχε δώσει στην Παλαιά Διαθήκη ο Πατριάρχης Ιακώβ στον υιόν του, Ιωσήφ. Το κανονικό όνομα της πόλεως ήταν Συχέμ, αλλά μετονομάστηκε από τους Ιουδαίους σε Συχάρ που σημαίνει μέθη-σκοτάδι. Γιατί; Γιατί οι Σαμαρείτες, αν και διδάχθηκαν τον αληθινό Θεό, είχαν αναμείξει με την πάροδο του χρόνου και με τους πολλούς μικτούς γάμους με αλλόθρησκους, την πίστη τους και με άλλους Θεούς, ειδωλολατρικούς. Δέχονταν μόνο την Πεντάτευχο του Μωϋσέως και θεωρούσαν τους ευατούς τους απόγονους του Αβραάμ και του Ιακώβ. Οι Ισραηλίτες όμως εξαιτίας των πολλών στοιχείων ειδωλολατρείας που είχαν αναμείξει στην πίστη τους οι Σαμαρείτες, τους θεωρούσαν εθνικούς και αλλόθρησκους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη έχθρα και μίσος ανάμεσα στους δύο αυτούς λαούς και γι’ αυτό οι Ιουδαίοι δεν είχαν καθόλου επαφές με τους Σαμαρείτες (ο όρος και το όνομα χρησιμοποιείται πάντα υποτιμητικά και αρνητικά από τους Ιουδαίους). Ο Χριστός,όμως, με την παρουσία του, έρχεται να σπάσει και να γεφυρώσει αυτή την έχθρα.

Ο Ιησούς, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία και τον καύσωνα της ημέρας, κάθισε να ξεκουραστεί στο φρέαρ (πηγάδι) του Ιακώβ, το οποίο βρισκόταν μέσα σε αγρόκτημα που αγόρασε ο Πατριάρχης το έτος περίπου 1887 π.Χ., επιστέφοντας από τη Μεσοποταμία. Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι και την ώρα που οι μαθητές του Κυρίου πήγαν στην πόλη για να αγοράσουν τροφές, αφήνοντάς τον μόνο, έρχεται να γεμίσει από το πηγάδι μια γυναίκα Σαμαρείτιδα. Ο Κύριος από εκείνη την ώρα, κάνει ένα σωρό κινήσεις και αποκαλύψεις, που ανατρέπουν τα καταστημένα και τις αντιλήψεις της εποχής:

α) Ο Χριστός απευθύνει λόγο στη γυναίκα και της ζητά να πιεί νερό. Με αυτή την κίνησή του ο Χριστός κάνει δύο ανατροπές, τόσο ότι μιλά ένας Ιουδαίος με έναν Σαμαρείτη και κατά δεύτερο, ένας άντρας με μία γυναίκα, πράγματα που απαγορευόντουσαν και θεωρόντουσαν αδιανότητα για την εποχή. Η γυναίκα απορεί για αυτές τις δύο επαναστατικές κινήσεις του Κυρίου. Ο Ιησούς της απαντά: «Εάν εγνώριζες τη δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ» (Ιω 4,10). Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού (τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχή και την κάνουν να ανθίζει και να καρποφορεί τον πλούτο των αρετών και των καλών έργων, τους πολύτιμους και ευάρεστους στον Θεό πνευματικούς καρπούς)και λογικά και γήινα σκεπτόμενη, απορεί που θα βρεί ο Χριστός νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Στη συνέχεια του λόγου της προσπαθεί να συγκρίνει τον Χριστό με τον Πατριάρχη Ιακώβ και με μια δόση ειρωνείας ερωτά: «Μήπως συ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωκε το πηγάδι εις ημάς, και από το νερό του οποίου ήπιε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα ζώα που έβοσκε;» (Ιω. 4,12).

β) Στην απορία αυτή της γυναίκας, ο Κύριος προβαίνει σε μια μεγάλη αποκάλυψη, που δεν είχε κάνει σε κανέναν ως ώρας: «Ο καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιεί από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνιο ζωή»(Ιω 4,13-14). Η γυναίκα ενθουσιασμένη από αυτή την αποκάλυψη,αλλά και ταλαιπωρημένη όπως και όλος ο κόσμος, από τον μακροχρόνιο κόπο να πηγαίνει κάθε τόσο στο πηγάδι για να γεμίζει νερό, ζητά να της δώσει αυτό το νερό. Τότε ο Κύριος ξεκινά τη θεραπευτική του, για να μπορεί να γίνει άξια αυτής της δωρεάς, ζητώντας να φέρει τον άνδρα της εκεί. Εκείνη απαντά ότι δεν έχει άνδρα. Ο Κύριος την επαινεί για την απάντηση, γιατί είχε ήδη 5 άνδρες και με αυτόν που ήταν τώρα δεν ήταν ουσιαστικά άνδρας της. Ο έλεγχος και η αποκάλυψη αυτή του Κυρίου μας για τη ζωή της γυναίκας αυτής, όχι μόνο δεν τη στεναχωρούν, αλλά ίσα-ίσα της βεβαιώνουν ότι δεν έχει να κάνει με ένα απλό άνθρωπο, αλλά με κάποιον τουλάχιστον προφήτη και γι’ αυτό ζητά να λύσει τις μεγαλύτερες θεολογικές της απορίες. Αν και γυναίκα αμαρτωλός, είχε υψηλά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις και ο Κύριος, ως καρδιογνώστης, το γνώριζε πολύ καλά.

γ) Η Σαμαρείτισα ρωτά που πρέπει να λατρεύεται ο Θεός, γιατί οι Ισραηλίτες λένε στα Ιεροσόλυμα στον Ναό του Σολομόντος, ενώ οι Σαμαρείτες υποστηρίζουν στο όρος Γαριζίν. Πάνω σε αυτή την απορία λαμβάνει μια υπέροχη απάντηση, που δείχνει την ποιοτική διαφορά της εποχής της Καινής Διαθήκης και της Εκκλησίας, σε σχέση με τον Μωσαϊκό Νόμο και την Παλαιά Διαθήκη: «Αλλά έρχεται πλέον ώρα και μάλιστα τώρα ήλθε, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνητές θα τιμήσουν και θα λατρεύσουν τον ουράνιο Πατέρα με το φωτισμένο και καθαρό πλέον πνεύμα τους και με λατρεία όχι τυπική και συμβολική, αλλά αληθινή και σαφή. Διότι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι τον νουν και καθαροί κατά την καρδιά, αυτοί που θα τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι Πνεύμα, πανυπερτέλειο και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί εις ορισμένους μόνο τόπους. Εκείνοι, οι οποίοι τον λατρεύουν, πρέπει να τον προσκυνούν με όλη τους την ψυχή, με αφοσιωμένη την καρδιά και τη διάνοιά τους σ’ αυτόν, με φωτισμένη και αληθινή γνώση περί αυτού και της λατρείας, που του ταιριάζει» (Ιω. 4,23-24).

δ) Η τέταρτη και η μεγαλύτερη ανατροπή είναι όταν η Σαμαρείτιδα εκφράζει την πεποίθηση «ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Οταν έλθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα». Τότε ο Κύριος κάνει κάτι ασυνήθιστο σε σχέση με τα Ευαγγέλια των Συνοπτικών (Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς), που έκρυβε με επιμέλεια τη μεσαιωνική του ιδιότητα και ζητούσε από αυτούς που θεράπευε να μην το αποκαλύψουν σε άλλους. Φανερώνει απερίφραστα και κατηγορηματικά ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, «εγώ ειμι ο λαλών σοι» (Ιω. 4,26). Σε μια αλλόθρησκο, σε μια γυναίκα και μάλιστα αμαρτωλή, που όμως έχει ταπείνωση, έχει αναζήτηση και την απασχολούν τα υψηλά και πνευματικά θέματα, ο Κύριος αποκαλύπτεται και αυτή η αποκάλυψη αλλάζει ριζικά και τη ζωή της, αλλά και όλης της πόλης που ζει. Την ώρα που οι μαθητές επιστρέφουν, εκείνη γεμάτη χαρά αφήνει το νερό και τον σκοπό που ήρθε στο πηγάδι και πάει στην πόλη της και μιλάει για τον Χριστό, να έρθουν να τον δουν και να τον συναντήσουν. Τη δική της αποκάλυψη και χαρά δεν την κρατά για τον ευατό της, αλλά τη μοιράζεται με τους συμπολίτες της.

ε) Οι μαθητές ζητούν από τον Κύριο να φάει, αλλά αυτός τους διαβεβαιώνει ότι η δική του τροφή είναι όταν υλοποιεί την αποστολή και το θέλημα Του Ουράνιου Πατέρα στη γη (4.34-38). Ταυτόχρονα βγαίνουν οι πολίτες της πόλεως Συχέμ και συναντούν τον Χριστό «Από δε την πόλη εκείνη πολλοί Σαμαρείτες επίστευσαν σ’ αυτόν από τα λόγια της γυναικός εκείνης, που επιβεβαίωνε ότι μου είπε όλα όσα έκανα. Οταν, λοιπόν, ήλθαν εις αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Από τη διδασκαλία που τους έκαμε, επίστευσαν πολύ περισσότεροι σ’ αυτόν Και στη γυναίκα έλεγαν ότι “στον Ιησού δεν πιστεύουμε πλέον από όσα συ μας είπες περί αυτού, αλλά διότι ημείς, οι ίδιοι, τον έχουμε ακούσει και γνωρίζουμε καλά ότι πράγματι αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός”».

Κλείνοντας το άρθρο μας, αγαπητοί μου αδελφοί, καταλαβαίνουμε γιατί η Εκκλησία μας ονόμασε τη Σαμαρείτιδα Φωτεινή και μάλιστα Ισαπόστολο, αφού όχι μόνο παρακίνησε τους συμπατριώτες της να γνωρίσουν τον Χριστό, αλλά μετά την Ανάσταση Του Κυρίου και την Πεντηκοστή,  αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του Ευαγγελίου. Πήγε στην Αφρική και στη Ρώμη, όπου έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα Νέρωνα (54 - 68), όταν αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή έκανε Χριστιανές τη θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της. Μάλιστα, μαζί με την Αγία Φωτεινή, εμαρτύρησαν οι υιοί της και οι πέντε αδελφές της. Από τη δική της συμπεριφορά και βιοτή καταλαβαίνουμε γιατί ο Χριστός είναι η αλήθεια, αφού μια άσημη αμαρτωλή γυναίκα άλλαξε εντελώς ζωή και γύρισε την οικουμένη και στο τέλος αξιώθηκε να μαρτυρήσει για τον Κύριο. Για εμάς τους Ελληνες έχει συνδεθεί το όνομά της και με την ιστορία του μικρασιατικού Ελληνισμού, αφού ο ναός προς τιμή της στη Σμύρνη, μεταφέρθηκε στη Νέα Σμύρνη και οι πρεσβείες της μας συνοδεύουν πάντα.

Ας τη μιμηθούμε και τα έργα μας ας είναι φωτεινά! Αμήν!