Του π. Αντώνιου Χρήστου

To Σάββατο ήταν της Συνάξεως των 12 Αγίων Αποστόλων, επομένως αγαπητοί μου αναγνώστες δεν θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με κάποιο άλλο θέμα, στο σημερινό άρθρο, εκτός από αυτούς.

Οταν ομιλούμε για 12 Αποστόλους, στη θεολογική γλώσσα, αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα πρόσωπα, που τους εξέλεξε ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, στον στενό Του κύκλο (γιατί ως γνωστόν υπήρχαν και 72 μαθητές σε ευρύτερο κύκλο). Πρόκειται για τους:

1) Σίμωνα (Πέτρο), 2) Ανδρέα (τον Πρωτόκλητο), 3) Ιάκωβο, 4) Ιωάννη (δηλαδή οι υιοί Ζεβεδαίου), 5) Φίλιππο, 6) Θωμά, 7) Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ), 8) Ματθαίο, 9) Ιάκωβο του Αλφαίου, 10) Σίμωνα (τον Ζηλωτή), 11) Ιούδα (τον αδελφό του Ιακώβου του μικρού) και 12) τον Ματθία (ο οποίος εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη, ο οποίος πρόδωσε τον Διδάσκαλο). Εκτός από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, οι οποίοι υπήρξαν «αυτόπτες» και «αυτήκοοι» μάρτυρες, όλων όσων έκανε και είπε ο Θεάνθρωπος Κύριος, αναφερόμενοι σε αυτούς, ομιλούμε κυρίως για την ιδιότητά τους, που ενεργοποιήθηκε με τη θετική ανταπόκριση στην πρόσκληση Του Χριστού και την υλοποίηση της συγκεκριμένης εντολής κατά την Ανάληψή Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28, 19-20).

Στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, βλέπουμε τη δράση των Αγίων Αποστόλων, οι οποίοι από φοβισμένοι και κλεισμένοι στο υπερώον, για τον «φόβο των Ιουδαίων» οι πρώην ψαράδες, μετά την Πεντηκοστή και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος (Πραξ. 2, 1-3), έγιναν αυτό που τους είχε προορίσει εξ’ αρχής ο Κύριος «αλιείς ανθρώπων». Με το πρώτο κήρυγμα (Πραξ. 2,14-40)  σχηματίστηκε η πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων, 3.000 κατοίκων, αποτελούμενη από διάφορα έθνη. Οι πρώην αρνητές, τόσο ο Απόστολος Πέτρος, όσο και ο Σαύλος που μετά από την κλήση του στο όραμα της Δαμασκού και την βάπτισή του, έγινε Απόστολος Παύλος (Πραξ. 9, 1-19), έγιναν Πρωτοκορυφαίοι (τους γιορτάζουμε μαζί μία μέρα πριν, 29 Ιουνίου).

Η καθημερινότητα συνολικά των Αποστόλων και της πρώτης Εκκλησίας εκρηκτική, καρποφόρα και ραγδαία. Συγκεφαλαιώνεται συνοπτικά σε: Κήρυγμα (κλήση για μετάνοια), απολογία (στις κατηγορίες και αντιρρήσεις των Γραμματέων, Φαρισαίων και των Εθνικών αρχόντων), χειροτονίες Ιερατείου, οργάνωση τοπικών κοινοτήτων και εκκλησιών, διωγμοί-φυλακίσεις, θαύματα (έκαναν σημεία και τέρατα, ακόμη και με τη σκιά τους ή τον ιδρώτα του προσώπου τους), φροντίδα για όλους (ήταν όλα κοινά), αλλά κυρίως για τους περιφρονημένους αδυνάτους (εκλογή-χειροτονία των επτά διακόνων για την διακονία των εθνικών χηρών κ.α.). Κυρίως όμως βλέπουμε ότι: «ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταίς προσευχαίς» (Πραξ. 2, 41-42), που δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκεται για μια αίρεση του Ιουδαϊσμού, όπως πίστευαν κάποιοι αρχικά, αλλά μία εντελώς νέα αποκεκαλυμμένη πίστη και όχι απλώς μια άλλη  θρησκευτική δοξασία από τις ήδη υπάρχουσες πολλές. Στο τέλος, εκτός από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όλοι μαρτύρησαν με το αίμα τους για τον Χριστό. Υλοποιήθηκε φυσικά αυτό που τους είχε ήδη πει ο ίδιος ο Κύριος και διασώζεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο στο Κεφάλαιο 21 και στους στίχους 16-19: «παραδοθήσεσθε δε και υπό γονέων και συγγενών και φίλων και αδελφών, και θανατώσουσιν εξ υμών, και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου·  και θριξ εκ της κεφαλής υμών ου μη απόληται· εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών».

Εχοντας υπόψη μας όλα τα παραπάνω, ερχόμαστε στο σήμερα. Η πίστη μας είναι κατασταλαγμένη και διατυπωμένη σε συγκεκριμένο σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (το γνωστό μας Πιστεύω), αλλά και ταυτόχρονα δισεκατομμύρια ψυχές, δυστυχώς να βρίσκονται στο σκοτάδι, είτε της αθεΐας, είτε της θρησκείας αλλοδόξων (Ισλάμ, Βουδισμός, Ιουδαϊσμός κ.α.), είτε της πλάνης ετεροδόξων (Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών κ.α), χριστιανών μεν αλλά όχι της μόνης αληθινής πίστης και Εκκλησίας, που είναι η Ορθόξοξη Ανατολική Εκκλησία (σε πείσμα των πολλών ακόμη και Ορθοδόξων αλλά στην ουσία «Οικουμενιστών», που θέλουν τον όρο Εκκλησία να είναι τεχνικός και όχι ουσιαστικός και ουσιαστικά παραχωρούν κάτι που δεν δικαιούνται, άλλοι εκτός της Ορθοδοξίας), αφού αυτό ομολογούμε όταν λέμε: «Πιστεύω....  Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν. Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών».

Αποστολή πλέον όλων των Ορθοδόξων, είναι ότι πέρα από το «Είδομεν το φως το αληθινόν» που μετείχαμε, να μη το κρατήσουμε για τον ευατό μας, αλλά βγαίνοντας από τονναό, να φροντίσουμε και σε αυτούς που είναι Ορθόδοξοι, αλλά δεν μετείχαν, κυρίως όμως σε αυτούς που δεν ανήκουν, δεν γνωρίζουν και δεν έχουν ενεργοποιήσει τη δυνατότητα να μετέχουν των μυστηρίων, να εισέλθουν στο σώμα της  Ορθόδοξης Εκκλησία. Βέβαια, αξίζει γι’ αυτό να φροντίσουμε πρώτα  εμείς με έργα «ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 16) και μετά και με τα λόγια μας. Αν δεν έχουμε το χάρισμα να το κάνουμε, ας φροντίσουμε έστω τουλάχιστον προσευχητικά και υλικά, να στηρίξουμε έμπρακτα τα Ορθόδοξα ιεραποστολικά κλιμάκια και τις εκεί τοπικές Ιερές Μητροπόλεις, με τους απαραίτητους υλικούς πόρους, για να κτιστούν Ιεροί Ναοί , Σχολεία, Ιδρύματα και έργα υποδομής, λαμβάνοντας και εμείς «μισθό Ιεραποστόλου». Αμήν!