Η Εκκλησία μας τιμά στις 11 Ιουλίου την ανάμνηση του θαύματος που έγινε από την Αγία Ευφημία, όταν, κατά την εποχή του Μαρκιανού και της Πουλχερίας, συντάχθηκαν δύο τόμοι που περιείχαν τον όρο της Συνόδου, που έγινε στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.) και ήταν ένας των ορθοδόξων και ένας των Μονοφυσιτών.

Για να πάψει λοιπόν η έριδα μεταξύ των δύο πλευρών, αποφασίστηκε να τεθούν και οι δύο τόμοι μέσα στη λάρνακα της Αγίας Ευφημίας, για να φανεί ποιόν από τους δύο θα δεχτεί η Αγία. Μετά την αποσφράγιση της λάρνακας, βρέθηκε ο μεν των αιρετικών τόμος στα πόδια της Αγίας πεταμένος, ο δε των ορθοδόξων στο στήθος της.

Ο βίος της

Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.

Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή και ευγενική. Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόντισαν ώστε η Θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή.

Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της Μικράς Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή, την οποία οργάνωνε προς τιμή του θεού των ειδωλολατρών Άρη.

Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε.

Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χριστού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα. Όταν συνειδητοποίησαν πως η Eυφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά. Όμως με τη θεία χάρη, η Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια.

Τελικά οι δήμιοι, την έριξαν σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μία αρκούδα.

Να σημειώσουμε ότι η κυρίως μνήμη του μαρτυρίου της Αγίας Ευφημίας τελείται στις 16 Σεπτεμβρίου.

Απολυτίκιον

Ήχος γ’. Θείας πίστεως

Λίαν εύφρανας, τους Ορθοδόξους, και κατήσχυνας, τους κακοδόξους, Ευφημία Χριστού καλλιπάρθενε. Της γαρ Τετάρτης Συνόδου εκύρωσας, α οι Πατέρες καλώς εδογμάτισαν. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσαοθαι ημίν το μέγα έλεος.