Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ

Η Εκκλησία μας έχει ορίσει την Κυριακή μετά την 13η Ιουλίου να εορτάζεται η μνήμη των 630 περίπου Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου που συγκλήθηκε το 451 μ.Χ. στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας, στην αρχαία παραθαλάσσια πόλη της Βιθυνίας στην Ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης.  Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε η μνήμη της Δ’ Οικομενικής Συνόδου να τελείται την Κυριακή αυτή, προέκυψε από ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη, όταν οι δύο παρατάξεις Ορθοδόξων και Αιρετικών διεφώνησαν στο ερώτημα τι ήταν ο Ιησούς Χριστός, Θεός ή άνθρωπος, τότε αποφάσισαν να γράψουν τόσο οι Ορθόδοξοι όσο και οι Αιρετικοί τις θεολογικές τους απόψεις σε δύο Τόμους διαφορετικούς. Στη συνέχεια άνοιξαν τη λάρνακα του σκηνώματος της Αγίας Ευφημίας και τοποθέτησαν τους δύο Τόμους μέσα. Την επόμενη ημέρα, μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας, άνοιξαν τη λάρνακα και είδαν τον Τόμο των Ορθοδόξων να τον κρατά στα χέρια της η Αγία και τον Τόμο των Αιρετικών να τον καταπατά με τα πόδια της. Παραθέτουμε στη συνέχεια λίγα ιστορικά και θεολογικά στοιχεία για τη σύγκληση, τις εργασίες και τη θεολογία της Συνόδου.

Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία στη Χαλκηδόνα το έτος 451 μ.Χ. εναντίον του αιρεσιάρχη Ευτυχούς, αποτελεσθείσα από 630 περίπου Πατέρων. Οι εργασίες αυτής άρχισαν την 8η Οκτωβρίου και έληξαν την 1η Νοεμβρίου του έτους 451μ.Χ.. Το κύριον έργο αυτής ήταν η καταδίκη της αντιθέτου προς τον Νεστοριανισμό αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού από τον αιρεσιάρχη Ευτυχή. Η Σύνοδος κατεδίκασε τον Μονοφυσιτισµο και τον Νεστοριανισμό και συνέταξε τον περίφημο δογματικό όρο της Χαλκηδόνος, με τον οποίο διετύπωσε ορθοδόξως το χριστολογικό δόγμα, δεχόμενη δύο φύσεις ηνωμένες «ασυγχύτως και αδιαιρέτως εν τω ενί προσώπω η τη μια υποστάσει του Θεού Λόγου». Επί πλέον ανύψωσε την Εκκλησία Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο πέμπτο στην τάξη, απένειμε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ίσα πρεσβεία τιμής και προνόμια προς τα του Ρώμης και εξέδωσε 30 ιερούς κανόνας. Αλλά οι Μονοφυσίτες, επειδή δεν δέχθηκαν το «δόγμα της Χαλκηδόνος», απεσχίσθηκαν αργότερα από του σώματος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και συγκρότησαν τις Αντιχαλκηδονείους Εκκλησίες, Αρμενική Κοπτική και την απ’ αυτή προελθούσα Αιθιοπική και την Συροϊακωβιτική και την απ’ αυτή προελθούσα Μαλαμπαρική στη νότιο Ινδία.

Πιο ειδικά, ο Μονοφυσιτισµός είναι η κατά τον Ε’ αιώνα εμφανισθείσα και συνταράξασα την Εκκλησία μεγάλη χριστολογική αίρεση, που δεχόταν «μία φύσιν εν τω Χριστώ μετά την ένωσιν», δηλαδή την θείαν, «εξ αναμίξεως και συγκράσεως των ενωθεισών δύο φύσεων», θείας και ανθρωπίνης, που προερχόταν και οδηγούσε στον σχηματισμό των αρχαίων Μονοφυσιτικών Εκκλησιών, λείψανα των οποίων είναι οι σύγχρονες Αντιχαλκηδόνειοι Εκκλησίες.

Αρχηγός της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού έγινε ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, που κατεδικάσθηκε αρχικά από την ενδημούσα στην Κωνσταντινούπολη υπό τον πατριάρχη Φλαβιανό Σύνοδο το έτος 448μ.Χ. Αλλά το επόμενο έτος από τη Ληστρική στην Εφεσο υπό τον Διόσκορο Σύνοδο, αθωώθηκε ο Ευτυχής και έγινε δεκτή η μονοφυσιτική διδασκαλία αυτού, κατεκρίθηκε από την άλλη η ορθόδοξη διδασκαλία περί των «δύο εν Χριστώ φύσεων ενωθεισών ασυγχύτως και αδιαιρέτως εν τω ενί προσώπω του Θεού Λόγου». Κατά αυτής όμως πλανημένης αποφάσεως της Ληστρικής Συνόδου εναντιώθηκε η καθολική αντίδραση Κλήρου και λαού, που είχε ως συνέπεια να συνέλθει στη Χαλκηδόνα το έτος 451 η Δ’ Οίκουμενική Σύνοδος, που κατεδίκασε οριστικά τον Μονοφυσιτισμό ως αίρεση και όλους τους οπαδούς αυτού, που δέχονταν «δύο μεν φύσεις προ της ενώσεως, μίαν δε μόνην μετά την ένωσιν, την θείαν φύσιν, εκ μίξεως και συγχύσεως αμφοτέρων προελθούσαν». Η Σύνοδος δογμάτισε την ορθόδοξη πίστη σε ένα  Χριστό, «εν δύο φύσεσιν, ασυγχύτως και ατρέπτως» (κατά των Μονοφυσιτών), και «αδιαιρέτως και αχωρίστως» (κατά των Νεστοριανών).

Η διαφορά των φύσεων δεν αναιρούνταν με την ένωση και διασωζόταν δε η ιδιότητα καθεμιάς φύσεως και «εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασι».

Αλλά παρά την καταδίκη του, ο Μονοφυσιτισμός άρχισε να διαδίδεται και να επικρατεί ιδίως στις παραμεθόριες χώρες της Αυτοκρατορίας και ειδικότερα στην Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη και Αρμενία. Τα χρησιμοποιούμενα μέσα από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες για να πείσουν τους πιστούς, να διαπραγματευτούν μαζί τους καθώς και να τους αναγκάσουν σε παραχωρήσεις και καταπιέσεις, δεν απέφεραν αποτελέσματα στο να περιορίσουν την εξάπλωσή του. Προ τον σκοπό αυτό συνδιαλλακτικό ρόλο επεδίωκε η έκδοση της «Εγκυκλίου» του Βασιλίσκου (476), του «Ενωτικού» του Ζήνωνος (482), ή των Διαταγμάτων του Ιουστινιανού για την  επιβολή της θεοπασχητικής φράσεως «τον ένα της Τριάδος πεπονθέναι σαρκί» (533), για την επιβολή του Αφθαρτοδοκητισμού (546) και για την καταδίκη των «τριών κεφαλαίων» (544), για την οποία συγκροτήθηκε και η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος, χωρίς να επιτύχει την επανένωση των Μονοφυσιτών. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Μονοφυσίτες διεσπάσθηκαν σε πολλές μερίδες, ως των Ευτυχιανών, Σεβηριανών, Ιουλιανιστών, Αφθαρτοδοκητών, Ακεφάλων, Φαντασιαστών, Θεοπασχητών, Αγνοητών, Ακτιστιτών, Κλιστολατρών, Φθαρτολατρών, Διακρινομένων, Αδιαφόρων, Τριθεϊστών, Θεμιστιανών, κ.λπ.

Παρόλα αυτά, στο μεταξύ σχηματίσθηκαν σταδιακά, αποσπασμένες αρχαίες Εκκλησίες, αμέσως η Αρμενική, η Κοπτική και η Συροϊακωβιτική Εκκλησία και στη συνέχεια έμμεσα από την Κοπτική η Αιθιοπική και από την Συροϊακωβιτική η Μαλαμπαρική Εκκλησία στη νότια Ινδία. Αυτές μετά την ισλαμική κατάληψη της μακρινής Ανατολής (636- 642), αφού διέκοψαν κάθε επικοινωνία με τους Ορθοδόξους Βυζαντινούς, ακολούθησαν δική τους αυτοτελή ανάπτυξη και ζωή, επιτυγχάνοντας μέχρι του έτους 900μ.Χ. περίπου και κάποια δογματικήν μεταξύ τους ενότητα στη βάση της διδασκαλίας του Σεβήρου. Βεβαίως σημειώθηκαν μετά από αυτά και μερικές διαφορές μεταξύ τους, ιδίως στη Μυστηριολογία, Μαριολογία κ.λπ., αλλ’ όμως αυτές δεν οδήγησαν σε νέα σοβαρή διάσταση μεταξύ τους, αλλά διατηρήθηκε η κοινωνία και η ενότητά τους. Σημειωτέον ότι ικανός αριθμός Μονοφυσιτών προσήλθε κατά διάφορες εποχές στη λατινική Ουνία, που σχημάτισαν διάφορες Ουνιτικές Εκκλησίες μεταξύ τους, ενώ στον Προτεσταντισμό προσήλθαν λίγοι μόνο Μονοφυσίτες, ιδίως Αρμένιοι, Κόπτες και Χριστιανοί του Θωμά.

Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί, ότι το πρώτο εκείνο μεγάλο σχίσμα του Μονοφυσιτισμού από την αρχαία Εκκλησία αποδίδεται συνήθως στη μη αποδοχή από τους Μονοφυσίτες του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, αλλά αναμφίβολα συντελέσθηκε με τη συρροή και υπό την επίδραση και πολλών άλλων μη θεολογικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, δηλαδή πολιτικών, εθνικών, φυλετικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, κλπ.

Φαίνεται μάλιστα πιο πιθανή η γνώμη, ότι οι τελευταίοι αυτοί παράγοντες απετέλεσαν την κυρία και βαθυτέρη αιτία της αποσχίσεως των Εκκλησιών αυτών. Αυτές χαρακτηρίζονται από τη μια ως Μονοφυσιτικές κοινώς, η ως Μονοφυσιτίζουσες, διότι αν και καταδικάζουν τον αρχηγό του ακράτου και αμιγούς Μονοφυσιτισμού Ευτυχή και την περί συγχύσεως και τροπής των δύο εν Χριστώ φύσεων διδασκαλία του, εν τούτοις υπερτονίζουν τη «μίαν φύσιν» εν Χριστώ, μετά την ένωση, δηλαδή τη θεία, αφήνοντας στη σκιά την ανθρώπινη φύση του Κυρίου, την οποία  όμως δεν αρνούνται, όπως ο Ευτυχής και γενικώς έχουν στο κέντρο της χριστολογικής διδασκαλίας τους τη φράση και διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», αλλά μη σαφώς και ορθά ερμηνευόμενη. Ετσι χαρακτηρίζονται αυτές και ως Αντιχαλκηδόνειες Εκκλησίες, διότι απέρριψαν τη Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο ως «νεστοριανίσασαν» δήθεν και επομένως συναπέρριψαν και τον δογματικό όρον αυτής, εάν και η διαφωνία αυτών φαίνεται ότι αναφέρεται όχι τόσο στην ουσία, όσον στη διατύπωση της περί ενώσεως των δύο φύσεων διδασκαλίας της Συνόδου εκείνης.

Ας σηµειωθεί ότι πριν από χρόνια απεφασίσθηκε η διεξαγωγή θεολογικού διαλόγου και ενωτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και των Αντιχαλκηδονείων Εκκλησιών, οι οποίες ανεπισήμως άρχισαν στο Aarchus το έτος 1964.